Ο Γιάννης Πεγειώτης θυμάται όταν φίλος του στον στρατό γύρισε πίσω από τις τουρκικές φυλακές των Αδάνων…

Eφέραν μας στο Λήδρα Πάλας την τελευταίαν ημέραν ανταλλαγής αιχμαλώτων. Ήμουν αιχμάλωτος, ξυπόλητος, ρακένδυτος. Παρά τα πολλά βάσανα ένοιωθα πολλά καλά πόμεινα τελευταίος. Εκάλυψα τους να υποχωρήσουν να ζήσουν. Τωρά πώς τα έφερεν ο Θεός να τραυματιστώ, να μεν πεθάνω όπως εθκιάλεξα. Πάντα εν να το σκέφτομαι. Άμαν εποφύρτηκα τζιαι άρκεψα να περπατώ μες το δάσος εν επίστευκα πως έζιουν. Τα υπόλοιπα ήτουν μεάλη ιστορία. Ήνταλος μας ήβραν τέσσερα αγρίμια το Σεττέβρην μες τον σπήλιον…

Τζιαμέ στο «Φιλοξένια» έπρεπεν λαλεί κάποιος να μας παραλάβει. Εμέναν πκοιος να με παραλάβει. Είχα μόνον την μάναν μου στο χωρκόν.

Άξηππα θωρώ τον Χρυσοχούν να φωνάζει κλάμοντα. «Σειιιιρά… Εφέραμεν το λαντρόβερ μας να σε παραλάβουμεν με τον Δόκιμον τον Πολλύν. Εμάθαμεν που τον Ερυθρόν Σταυρόν πως ήσουν αιχμάλωτος πως ήσουν με τους ζωντανούς»…

Υπογράψαν πως ήτουν να με παραλάβουν. Έδωκεν μου η κυβέρνηση τζιαι θκυο λίρες για τα αγώγια.

Εμπέημαν μες το λαντρόβερ. Εκλαίαμεν τζιαι οι τρεις. Εφτάσαμεν εις το στρατόπεδον. Όσοι εγλυτώσαν αγκαλιάζαν με. Εσάσαν μου ρούχα. Έκαμα μπάνιον. Ο μάειρας έσασεν μου κοτόπουλλονν βραστον, έφαα…

Το δείλις επήρεν με εις το χωρκόν ο Χρυσοχούς ο Γιώρκος. Με το φιαττούιν μας. Εφτάσαμεν νύχταν. Η μάνα μου εγονάτισεν σαν με εφίλαν. Κλάμοντα ελάλεν: «Ευκαριστώ σε Παναΐα μου που μου τον έφερες». Έκλαιεν τζιαι ο Γιώρκος.

Κατά τα μεσάνυχτα που ’ταν να φύει ο σειράς για το χωρκόν του λαλεί μου. «Αμάν έμαθα πως έμεινες για τους άλλους έκλαια θκυό μέρες. Συγχώρα μου που σε περίπαιζα για φτανόκαρτον άμαν εν έθελες τα καψόνια στους νέους».

Ελάλουν τους: «Έβαλεν μας ούλλους γυαλιά ο Σειράς μου. Λεβέντης…». Λαλώ του: «Είχα την ένοιαν σου πάντα. Αλλά να ’ρτεις με βάρκαν που τες θάλασσες ούλλον γυρόν τ’ Αποστόλου Αντρέα τζιαι να φέρεις τζιαι πέντε».

Έκαμα το μα μέσα μου ελάλουν. Να στραφώ τζιαι εννάρτει τζιαι ο σειράς μου.Να μεν ενεν μόνος του.

Εποσιερέτησα τον γελόντα λλίον. Ήταν ο αρφός μου πον είχα.

Μιαν φοράν εις το ΚΕΝ είπεν τους: «Όποιος τζίσει του Ακαμιώτη εννα το σάσει ο Χρυσοχούς». Που τότες εχώρισεν μας μόνον ο πόλεμος. Όσα χρόνια τζιαι αν περάσουν. Πάντα κράει με τζείνον το Σειιιιιρά μου τζιαι οι ευτζιές οι προσευχές της μάνας μου…