Οι σωστοί και οι λάθος λόγοι να ανήκεις κάπου

Και ξαφνικά, ανακάλυψαν όλοι ότι υπάρχει «τοξικός οπαδισμός» στο ποδόσφαιρο. Χρειάστηκε, βέβαια, να χάσει τη ζωή του ένα παιδί στη Θεσσαλονίκη, ο Άλκης, για να αρχίσουν όλοι να αναρωτιούνται τι έφταιξε και τι πρέπει να γίνει. Ακόμα και οι διοικήσεις των επαγγελματικών ομάδων, για τις οποίες ο φανατισμός των αποκαλούμενων «φιλάθλων» είναι απαραίτητο στοιχείο του image της εταιρείας και, άρα, πηγή εσόδων, δήλωσαν ότι θα δράσουν για να απομονώσουν τους χούλιγκαν – καλός ο φανατισμός, ας σπάσουν και μερικά κεφάλια, όμως οι νεκροί χαλάνε τη συνταγή. Όσο για την πολιτεία (τα ίδια ισχύουν και στην Κύπρο), όλα αρχίζουν και τελειώνουν στην καταστολή, με την Αστυνομία ως θεραπεία για τη βία στα γήπεδα. Μόνο που η βία δεν βρίσκεται μόνο εκεί.

Στις υπανάπτυκτες πολιτισμικά χώρες (Ελλάδα και Βαλκάνια, Κύπρος, Τουρκία κ.α. – αλλά και στην Αγγλία, Γερμανία), καλλιεργείται εξ απαλών ονύχων ο οπαδισμός στον αθλητισμό γενικότερα. Μόνο που παραγνωρίζεται ότι αυτός είναι μία μόνο από τις εκφράσεις ενός πολυεπίπεδου ενδημικού εθνικισμού, ο οποίος έχει γίνει τόσο μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας ώστε δυσκολευόμαστε να τον διακρίνουμε. Μάλιστα, το να «ανήκεις» κάπου, σε κάποια συλλογικότητα, είναι όχι μόνο αυτό που λέμε «must» αλλά και «politically correct»: Από την ομάδα της χώρας σου ως τους συλλόγους Κυπρίων, Ελλαδιτών κ.λπ. έξω από αυτήν, και από τη Γιουροβίζιον, τους Ολυμπιακούς και το Γιούρο ώς τους συλλόγους κυνηγών, γονέων και κηδεμόνων πατέρων του Αγίου Όρους ή τα κόμματα (π.χ. Χριστιανοδημοκράτες: χριστιανισμός και δημοκρατία στην ίδια λέξη), όλοι αποζητούν να μοιραστούν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό, ταυτότητα ή πάθος, κουνάνε παντού μια σημαία –της ομάδας, της χώρας, του οτιδήποτε– επειδή χρειάζονται μια μαζική συλλογικότητα ως επιβεβαίωση της ύπαρξής τους.

Πώς θα απομονωθεί, λοιπόν, και θα εξουδετερωθεί ο «τοξικός οπαδισμός» αν δεν κατανοηθούν οι λόγοι για τους οποίους κάποιος γίνεται οπαδός, το γιατί θέλει να ανήκει σε ένα «κοπάδι» άλλων ανθρώπων με τους οποίους μοιράζεται την ψευδαίσθηση ότι τον συνδέουν κοινά στοιχεία, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πλαστά και επουσιώδη; Ένα ισχυρό παράδειγμα είναι το έθνος – με κάθε πιθανή έννοια που μπορεί να αποδοθεί στον όρο: Η γλώσσα, ο πολιτισμός, η καταγωγή, η φυλή, η Ιστορία, ακόμα και η θρησκεία, είναι τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία που συγκροτούν μια εθνοτική ομάδα. Γιατί αυτά θεωρούνται ισχυρότερος σύνδεσμος από τις ιδέες και πεποιθήσεις, τη μόρφωση, τα καλλιτεχνικά γούστα, την ελεύθερη σκέψη, τον αντιρατσισμό, την πίστη στη δημοκρατία και την ελευθερία; Ποιο δέσιμο μπορεί να συνδέει, λόγου χάρη, έναν θρησκόληπτο ναζί με έναν ελεύθερο δημοκράτη, οι οποίοι απλώς τυχαίνει να μιλούν την ίδια γλώσσα και να γεννήθηκαν στον ίδιο τόπο; Από την άλλη, βεβαίως, οι υπανάπτυκτοι φανατικοί φασίστες είναι χούλιγκαν εξ ορισμού, τους ενώνουν τα σύμβολα και οι σημαίες –του κράτους ή της ομάδας, αδιάφορο– και είναι πρόθυμοι να πεθάνουν και να σκοτώσουν γι’ αυτές και το φαντασιακό σύνολο το οποίο πιστεύουν ότι τους αντιπροσωπεύει, του ανήκουν και τους ανήκει.

Φυσικά, αναγνωρίζω την ανάγκη των ανθρώπων να συνευρίσκονται με άλλους, είναι πιθανώς αταβιστικό κατάλοιπο της αγέλης στο είδος μας, όπως και σε άλλα είδη. Είναι ωραίο να μοιράζεσαι πράγματα με άλλους, να έχεις φίλους και συνομιλητές με τις ίδιες ιδέες και ενδιαφέροντα, χωρίς να θεωρείς απαραίτητο να πεθάνεις και να σκοτώσεις γι’ αυτά. Όχι ότι δεν υπάρχουν τέτοιου είδους ιδανικά –η ελευθερία είναι ίσως το πιο σπουδαίο–, όμως εκεί ακριβώς βρίσκεται η διαφορά: Από τη μια είναι εκείνα για τα οποία αξίζει όντως να ζεις και να πεθαίνεις, από την άλλη, τι αξία έχει μια σημαία όταν την κουνάς εκστασιασμένος για τον λάθος λόγο; Είναι και ένα σημάδι που φανερώνει υπανάπτυξη όταν η σημαία αυτή γίνεται υποκατάστατο για συναισθηματικές και άλλες ελλείψεις ή κόμπλεξ.

[email protected]