Ήταν Μάρτιος του 2015, ζύγωνε η επέτειος της επανάστασης του 1821, όταν η Ελένη Θεοχάρους αποφάσισε να σηκώσει το λάβαρο και να μιλήσει ανοιχτά για τη δική της επικείμενη επανάσταση, κάνοντας από τηλεοράσεως λόγο για «ανάδυση από τα σπλάχνα της κοινωνίας ενός Παγκύπριου Πολιτικού Ανατρεπτικού Κινήματος». Ο πρώτος που ξεπετάχτηκε για να τη σιγοντάρει ήταν -ποιος άλλος;- ο πολιτικός συνώνυμο του «ανατρεπτικού», Ζαχαρίας Κουλίας. Ο οποίος έσπευσε να γράψει στην προσωπική του σελίδα στο Facebook: «Συμφωνώ απόλυτα με όσα ξεκάθαρα και σταράτα έγραψε η Ελένη Θεοχάρους και το βαρυσήμαντο ότι είναι η ώρα της ανατροπής και της ανορθώσεως από τον ίδιο τον κυπριακό λαό με ένα παγκύπριο κίνημα προς τα σωστά, τα πρέποντα και τα δέοντα…».
 
Ο Ζαχαρίας Κουλίας είχε «καλωσορίσει» (ως οικοδεσπότης!) την Ελένη Θεοχάρους «σε αυτόν τον δύσκολον αλλά σωστόν δρόμον για τον τόπον μας. Τώρα είμαστε δυο, ας γίνουμε τρεις και χίλιοι δεκατρείς», είχε γράψει. Όμως, όταν μερικούς μήνες αργότερα, ήρθε η ώρα της «ανάδυσης του ανατρεπτικού κινήματος», όταν η Ελένη έκανε την ηρωική έξοδο από τον ΔΗΣΥ και ίδρυσε την ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ της (την οποία  ενέταξε στον «πατριωτικό χώρο» και όχι στον «ενδιάμεσο χώρο»), ο πρωτοπόρος «στον δύσκολον, αλλά σωστόν δρόμον» Ζαχαρίας Κουλίας, την έκανε γι’ αλλού. Εκεί που είχαν γίνει δύο, την άφησε μόνη της. Αντί «τα σωστά, τα πρέποντα και τα δέοντα», προτίμησε τα σίγουρα, δηλαδή τον επαναπατρισμό του στο ΔΗΚΟ και την ασφάλεια του ψηφοδελτίου της Αμμοχώστου.
 
Αν και το προμήνυμα είχε τη σημασία του, η Ελένη βρήκε αποκούμπι σ’ έναν άλλον ανατρεπτικό πολιτικό, τον Δημήτρη Συλλούρη. Μπορεί, βέβαια, και το αντίθετο. Ο ανατρεπτικός Συλλούρης να είχε βρει αποκούμπι στη Θεοχάρους, αλλά αυτό δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία – τουλάχιστον όχι όση το γεγονός ότι η… «ανάδυση» δεν πέτυχε. Πόσο μάλλον η «ανατροπή». Στις Βουλευτικές του 2016 η «Αλληλεγγύη» συγκέντρωσε 39,524 ψήφους, λιγότερες απ’ όσες η ίδια η Θεοχάρους είχε συγκεντρώσει, ατομικά, στις Ευρωεκλογές του 2014. Τότε, η ίδια είχε σταλεί στην Ευρωβουλή από 57.948 ψηφοφόρους (τους οποίους, αν κρίνουμε από κάποιες δημόσιες δηλώσεις της, έκτοτε θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο κοτσιανιασμένους), ενώ στις Βουλευτικές του 2016 το κόμμα της μάζεψε μόλις 18.424 ψήφους. Μπορεί, βέβαια, να έφταιγε που δεν φτούρησε η συνεργασία με το ΛΑΣΟΚ του 0,66%, η οποία είχε ανακοινωθεί πανηγυρικά για να ναυαγήσει μια βδομάδα μετά με τον Λάκη Ιωάννου, τον πρόεδρο του, να γράφει στο Facebook του: «Σ’ αυτό το τσίρκο της Ελένης δεν θα παίξουμε». Χαρακτηρίζοντάς τη μάλιστα… «φιλάργυρη»! Όσον αφορά την ίδια προσωπικά, οι 3.788 ψήφοι του 2016 απείχαν κατά πολύ από τις 12,506 που είχε εξασφαλίσει στις Βουλευτικές του 2006, κάτω από την ομπρέλα του ενδοτικού ΔΗΣΥ. Στις πρόσφατες δε προεδρικές εκλογές, το 47% της «Αλληλεγγύης» (δηλαδή κοντά στις οκτώμισι χιλιάδες από τις δεκαοχτώ) δεν την ακολούθησε στην επιλογή που έκανε, παρά τη σιγουριά της ότι: «Η Αλληλεγγύη θα δώσει τη νίκη στον Νικόλα Παπαδόπουλο, όσο και να χτυπιούνται κάποιοι πάνω και κάτω».
 
Η Ελένη Θεοχάρους ήταν ως γνωστόν ΔΗΚΟϊκιά. Είχε δοκιμάσει ανεπιτυχώς να εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 1996, αλλά μετά την παραίτηση του Μάριου Ματσάκη, πολλοί περίμεναν ότι θα εγκατέλειπε και την έδρα, η οποία θα περνούσε στη Θεοχάρους που ήταν επιλαχούσα. Ο Ματσάκης, όμως, δεν εγκατέλειψε την έδρα -κάποιοι μάλιστα τον έπεισαν στην πορεία να επιστρέψει στο κόμμα- και η ενοχλημένη Ελένη Θεοχάρους δήλωσε πως o Ματσάκης «επέστρεψε για να κάνει τη νεκροψία του ΔΗΚΟ», δήλωση που αύξησε τις κομματικές αντιπάθειές προς το πρόσωπό της. Τον Ιανουάριο του 1998, έναν μήνα πριν από τις προεδρικές εκλογές, μη αντέχοντας το σκηνικό που είχε δημιουργηθεί στο πατριωτικό ΔΗΚΟ του Σπύρου Κυπριανού, έσκασε μύτη με μια οργίλου ύφους και πρωτοφανούς λεκτικού ανακοίνωση, στην οποία κατήγγελλε «τους ασπόνδυλους γυμνοσάλιαγκες που ανέλαβαν εργολαβικά την πολιτική μου εξόντωση. Οι αδαείς και οι ξεφτιλισμένοι που ελασπολογούσαν και με έβριζαν χυδαία στις Βουλευτικές του 1996, συνεχίζουν το έργο τους. Δεν γνωρίζουν τη σημαίνει περηφάνια. Παρακαλώ να μην προσμετρούν εμένα μετά των δυστυχών τούτων…».
 
Με τούτα και μ’ εκείνα, τρία χρόνια μετά, το 2001, εξελέγη βουλευτής Λεμεσού ως αριστίνδην με το ψηφοδέλτιο του ΔΗΣΥ. Τα χρόνια εκείνα ήταν η περίοδος κατά την οποία ο Γλαύκος Κληρίδης διαπραγματευόταν το «τρισκατάρατο Σχέδιο Ανάν» (για την ολοκλήρωση του οποίου ζητούσε το 2003 δεκαέξι μήνες παράταση στη θητεία του), σχέδιο το οποίο εξελίχθηκε σε ορόσημο στη σύγχρονη ιστορία μας, ωστόσο, η Ελένη Θεοχάρους δεν ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που έφυγαν. Ο ΔΗΣΥ, άλλωστε, ισορροπούσε πάντοτε μεταξύ ορθολογισμού και εθνικοφροσύνης κι αυτό ήταν βολικό για πολλούς. Το ίδιο και για την Ελένη. Της επέτρεπε να διαφοροποιείται από την επίσημη γραμμή στο Κυπριακό και σιγά-σιγά να κτίσει μέσα στη μεγάλη και αλλοπρόσαλλη οικογένεια του Συναγερμού, το δικό της φανατικό ακροατήριο.
 
Η παραμονή της στον ΔΗΣΥ ήταν αγώνας «αντοχής και υπομονής» -αν κρίνουμε από την επίσης, οργίλου ύφους επιστολή που είχε στείλει στον Αβέρωφ τον περασμένο Μάιο- και κράτησε 15 ολόκληρα χρόνια. Η ίδια λέει ότι δεν άντεξε τον πόλεμο, άλλοι ότι κατάλαβε ότι οι προσωπικές της φιλοδοξίες (θεμιτές και σεβαστές) δεν επρόκειτο να δουν φως στην άκρη του τούνελ. Και έτσι εφηύρε το δικό της κόμμα που, όμως, ούτε ανατρεπτικό έγινε, ούτε κίνημα έγινε, μ’ αποτέλεσμα στην πορεία να «υποταχθεί» κι αυτή όπως και άλλοι στον πρόεδρο του ΔΗΚΟ.
 
Τον περασμένο Μάρτιο, μετά τις προεδρικές εκλογές γράφαμε: «Η πρόσφατη εκλογική αποτυχία του Νικόλα της στέρησε τη θέση του Ευρωπαίου Επιτρόπου που, αν πιστέψουμε στις φήμες, ήταν κάτι που επιθυμούσε, ενώ η θητεία της με τις ψήφους του ΔΗΣΥ, στο Ευρωκοινοβούλιο, λήγει το καλοκαίρι του 2019. Θα καταφέρει άραγε να παραμείνει επί των επάλξεων; Πώς ακριβώς; Από ποιο μετερίζι; Και, κυρίως, με ποιο, πλέον, εκτόπισμα;». Το μετερίζι βρέθηκε. Ίδωμεν.