Ο δρ Λουκάς Αριστοδήμου, θυμάται τα παλιά τα χρόνια και κάνει συγκρίσεις με τη σημερινή κατάσταση της πανδημίας.
Όσοι με διαβάζουν, θα βλέπουν όχι για πρώτη φορά, ότι μπήκα στο στίβο της δουλειάς από τα οκτώ μου. Η πρώτη μου δουλειά, καλουψιής, στις οικοδομές και το πρώτο σπίτι, στην οδό Άγκυρας, στον «Τουρκομαχαλά» της Λεμεσού, δίπλα από το Δημοτικό Σχολείο.
Χτες, βγαίνοντας λίγο στη γειτονιά, μια εικόνα με πήρε δεκαετίες πίσω, σε κάτι που δεν θυμόμουν. Κάτω στον δρόμο ο μανάβης με το αμαξάκι του (πόσοι τον γνώρισαν και πόσοι στ’ αλήθεια τον θυμούνται…); Πάνω, από ένα μπαλκόνι, μια κυρία κατέβασε, δεμένο με το σχοινί, ένα καλαθάκι. Ο μανάβης τής έβαλε, μετά από εκ του μακρόθεν συνεννόηση, κάποια πράγματα και η κυρία τα ανέβασε, επιστρέφοντας το καλαθάκι με τα χρήματα μέσα. Ο μανάβης τής έβαλε κάποια ρέστα και τέλος, ανέβασε πάλι το καλαθάκι της. 
Η όλη εικόνα ήταν για μένα κάτι σαν «déjà vous». Μου θύμισε τον τότε μανάβη με το βαρυφορτωμένο αμαξάκι του, που με δυσκολία κυλούσε και κάθε πρωί, ανελλιπώς, την ίδια πάντα ώρα, περνούσε από τη γειτονιά διαλαλώντας την πραμάτεια του. Τότε έβλεπες ότι τα απέναντι σπίτια είχαν μέσα ένοικους. Οι «χανουμούες» που δεν βγαίναν καθόλου στο φως και στη θέα των ξένων, άνοιγαν λίγο την μπαλκονόπορτα, βγαίναν ντυμένες με τον φερετζέ τους στο μπαλκόνι, κατέβαζαν με τον ίδιο τρόπο το καλαθάκι τους και με την ίδια διαδικασία, αγόραζαν ό,τι ήθελαν. Ήταν για εκείνες ο μόνος τρόπος να αγοράσουν τις ημερήσιες προμήθειες τής οικογένειας.
Να λοιπόν που ο κορωνοϊός έχει και τα καλά του…