Δεν ξέρω πόσοι το έχουν συνειδητοποιήσει, αλλά σε μερικές μέρες ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου δεν αλλάζει απλώς σελίδα. Μιλάμε για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Είναι δύσκολο να χωρέσει ο νους ότι πέρασαν μόλις πέντε χρόνια από τον Γενάρη του 2014 όταν ανέλαβε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ο Γιάννης Τουμαζής κι άλλα δυόμισι από τον Ιούλιο του 2016 όταν η θητεία του ανανεώθηκε. Ακόμη κι αν ήθελε, έχει εξαντλήσει τις θητείες του και το ίδιο ισχύει για τους συνοδοιπόρους του Σταύρο Κυριακίδη, αντιπρόεδρο από το 2016 και εμπνευστή του Σχεδίου Θυμέλη, Αντιγόνη Σολομωνίδου Δρουσιώτου και Μαρία Κολιού.
 
Κι αν για ορισμένους φαίνεται σαν να έχουν παρέλθει δεκαετίες, για τους ίδιους φαντάζει σαν μια μικρή αιωνιότητα. Τα ηνία του οργανισμού είχαν έρθει στα χέρια του σχήματος με την οικονομική κρίση στα φόρτε της και με το κρατικό θέατρο ακέφαλο, μουδιασμένο και αβέβαιο, αφού είχε μόλις ακυρωθεί ο διορισμός του διευθυντή Γιώργου Παπαγεωργίου. Καλώς ή κακώς, δεν βιάστηκαν να αναπληρώσουν τη θέση, αλλά αποφάσισαν να προχωρήσουν την αναδιάρθρωση του οργανισμού, γεγονός που φόρτωσε το ΔΣ με επιπρόσθετες οργανωτικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες και το ανήγαγε στο πλέον ισχυρό στην ιστορία του ΘΟΚ. Με τα καλά του και τα κακά του.
 
Βρήκε έτσι ή δημιούργησε τις προϋποθέσεις και τα εργαλεία για δομικές και σύνθετες αλλαγές για τις οποίες τα προηγούμενα χρόνια είχαν μαλλιάσει τ’ αυτιά μας ν’ ακούμε λόγια και βαρεθήκαμε να μας σερβίρουν λάδια, αλλά από τηγανίτα τίποτα. Προβαίνοντας σε έναν γρήγορο απολογισμό, εκτός από την αναδιάρθρωση, μπορούμε να αναφέρουμε την κατάργηση της αναχρονιστικής μονιμότητας του θιάσου και φυσικά τη ριζική αναδιαμόρφωση του πλαισίου επιχορηγήσεων των ελεύθερων θεάτρων. Όλες αυτές οι αποφάσεις είχαν φυσικά κόστος, οικονομικό και επικοινωνιακό. Η κατάργηση του μόνιμου θιάσου κόστισε χρήματα για αποζημιώσεις κι έβαλε τον ΘΟΚ σε νομικά τρεχάματα. Η αναδιάρθρωση διήρκεσε πολύ περισσότερο απ’ ότι υπολογιζόταν, αφού ο καλλιτεχνικός διευθυντής διορίστηκε μόλις τον Μάιο του 2017 και ο διοικητικός θα προσληφθεί το 2019.
 
Το σχέδιο επιχορηγήσεων είναι μια πονεμένη ιστορία. Αναλόγως προς τα πού πηγαίνει το χρήμα, κάποιοι εκπρόσωποι του ελεύθερου θεάτρου λένε «Θυμέλη» και γεμίζει το στόμα τους, ενώ κάποιοι άλλοι το φυσάνε και δεν κρυώνει. Το σίγουρο είναι ότι έχει αναδιοργανώσει το περιβάλλον τόσο στο ελεύθερο θέατρο, όσο και σε σχέση με τον ίδιο τον ΘΟΚ, αφού η κινητικότητα του καλλιτεχνικού δυναμικού και οι τάσεις που παγιώνονται δεν αφήνουν ανεπηρέαστο κανέναν. Πρέπει να είναι τυφλός κάποιος για να μπορεί να πει ότι δεν πάσχει, αφού οι αναταράξεις και οι προστριβές δεν λιγοστεύουν.
 
Δεν ξέρω, λ.χ. αν ρίχνοντας μια ύστατη ματιά πίσω τους, οι αποχωρήσαντες αισθάνονται ευχαριστημένοι από την εφαρμογή του σχεδίου για το 2019, του τελευταίου που έχουν επιληφθεί. Έχω την αίσθηση ότι η τελική βαθμολόγηση από μόνη της «φωνάζει» τις παθογένειες. Μπορεί να είναι δίκαιη και αδιαμφισβήτητη από μαθηματικής ή λογιστικής άποψης, αλλά δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική θέση και προσφορά των εμπλεκομένων.
 
Η επανεξέταση και ουσιαστική βελτίωση ενός θεσμού που προκαλεί έριδες και τριβές στις τάξεις της θεατρικής κοινότητας θα είναι ένας από τους πονοκεφάλους που θα κληρονομήσει το νέο διοικητικό σχήμα και μια προτεραιότητα μαζί με την προκήρυξη της θέσης του γενικού διευθυντή. Το απερχόμενο έχει κλείσει τους φακέλους και απλώς μετράει αντίστροφα τις μέρες για να παραδώσει τη σκυτάλη, ήσυχο ή ανήσυχο με τη συνείδησή του.
 
Οι εκκρεμότητες παραμένουν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χρόνο με τον χρόνο ψαλιδίζει τα περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα ασχοληθεί κάποτε σοβαρά με τον πολιτισμό. Στο κρίσιμο αυτό σημείο, σταυρώνουμε όλοι τα δάχτυλα ότι θα γίνουν οι επιλογές του με γνώμονα τις ικανότητες και τη γνώση των επίλεκτων κι όχι το βόλεμα ημετέρων και το ξεκαθάρισμα των κομματικών λιστών. Ελπίζουμε, αν μη τι άλλο, να δούμε να αναλαμβάνουν τα ηνία άνθρωποι με θέληση για προσφορά κι όχι για λεζάντα.