Από τη γέννησή του πέρασαν 92 χρόνια. Από τη μέρα της φωτιάς που άρχισε να τον καίει 63 χρόνια. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1928. Αν κάνουμε τον Σταυρό μας και υψώσουμε τα βλέμματα πάνω από τα καταράχια της Παναγίας του Μαχαιρά, θα δούμε μια στήλη καπνού που λαμπυρίζει ενώ υψώνεται στα επουράνια, για να ενωθεί μ’ ένα αδιάλυτο σύννεφο που λαμποκοπά. Πηγάζει από τη φωτιά που πυροκαίει ακόμα τα κόκαλα του σταυραετού. Του ημίθεου της λευτεριάς, του Γρηγόρη Αυξεντίου. Για να ζεσταίνει τη νιότη στην παγωνιά των χειμώνων της τουρκοκρατίας, λιώνοντας τις αλυσίδες που 45 χρόνια λαιμοπνίγουν την τρισχιλιόχρονη δόξα της Αμμοχώστου.

Οι Βαρωσιώτες της γενιάς του ’55 θυμούνται τον Γρηγόρη με τον Αντώνη, τον Παυλάκη, τον Πάμπο Χαραλάμπους, να κάνουν τη βόλτα το δειλινό, στην ατμόσφαιρα των ερωτικών μυρωδιών των λεμονανθών και να αράζουν στο «Φάληρο», όπου συνέρρεε η πόλη για το δείπνο. Κι οι τότε νιες δακρύζουν από τις γλυκές αναμνήσεις του πιο όμορφου καιρού της αγωνιζόμενης πατρίδας. Ήταν η ομορφιά της νεότητας με τις μπλέ στολές και τα πηλήκια του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου που άπλωνε με τα πιο γλυκά χαμόγελα την αισιοδοξία πως αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα ανθοφορώντας τη λεβεντιά.

   Γυρνώ τον νου στα περασμένα μεγαλεία και βλέπω στις αραιές σκιές της εσπέρας που ανεβαίνει από τα γαλάζια κύματα της «Γλώσσας», τους φίλους αγωνιστές της εποχής να συρρέουν στην «Κυψέλη», εντευκτήριο της επαναστατημένης νιότης, τον Σωκράτη, τον Ισιδώρου, τον Πολύκαρπο και σαν πέσει το σκοτάδι να καταλήγουν στην «Ανόρθωση» για τα σχέδια δράσης που καμπάνιζε τον λυτρωμό. Κι όταν πια η δόξα αγκάλιασε τις καρδιές και φλόγιζε τα νεανικά στήθη, μετά την 3η Μαρτίου 1957, γινόταν δαυλός πυρούμενος που έκαιγε την αποικιακή σκλαβιά κι ανάσταινε τον πόθο που ζωογονούσε τους ανθρώπους, μυρώνοντας τις πνοές της άνοιξης με την αιωνιότητα της πανίσχυρης μνήμης του Γρηγόρη. 

Καθόμασταν στο προσφυγικό πια καταφύγιο του Άντη του Χωματά, στη Λεμεσό, με το κρασί σπονδή στους αγαπημένους φίλους που περιστοίχιζαν το πνεύμα του Γρηγόρη. Τον Πέτρο Γιάλλουρο που έπεσε δολοφονημένος στην οδό Ερμού, τον Αλέκο Κωνσταντίνου που ανατινάχτηκε στο Κούρδαλι, τον Ηλία Παπακυριακού που αγίασε στη σκυταλοδρομία του θανάτου στο Λιοπέτρι, την ηρωική διμοιρία των Αμμοχωστιανών στα θυσιαστήρια της ΕΟΚΑ. Μνημονεύαμε τους 38 ήρωες της επαρχίας μας. 108 οι ήρωες που έπεσαν στις μάχες. Οι 38 κατάδικοί μας. Μα τα χρόνια τρέχουν κι οι συνδαιτημόνες της μνήμης φυλλοροούν ένας-ένας. Πάνε να βρούν στο υπερπέραν τον Γρηγόρη να συσκεφθούν με τον Θεό πώς να ελευθερώσουν τη σκλάβα πατρίδα, εκτελώντας το χρέος που αποφεύγουν όσοι μένουν ακόμα ζωντανοί. 

Συγγράφοντας την ιστορία της ΕΟΚΑ, στην ξεχασμένη Καρπασία, στην Αμμόχωστο, στην Κερύνεια, στην Πιτσιλιά, μιλούσα με συναγωνιστές που επέζησαν των μυρίων δοκιμασιών. Θυμόντουσαν τον Γρηγόρη Αυξεντίου να τριγυρνά στα σκοτάδια που τον προστάτευαν και να κουρταλεί τις πόρτες ν’ ανοίξουν στην ελευθερία. Και ασυγκράτητο το αίσθημα πως το πνεύμα του ήρωα γυρόφερνε σε χωριά και βουνά γυρεύοντας ελευθερωτές. Στη «Βρύση του Καούρου», στα σπίτια του Παπαχριστόδουλου και της Τζυρκακούς στον Αγρό, στου «Κολοκοτρώνη» στην Κυπερούντα, στου Βαλανίδη στ’ Αγρίδια, στου Λένα και στου Λευτέρη στα Χανδριά, στου Τσαγκάρη στο Πελέντρι. Στα Κρασοχώρια. Στα βουνά της Ακανθούς, στου Χατζηγεωργίου το σπίτι. Στην πανίσχυρη θύμηση του «Νικήτα», ήταν ο Κώστας Ιωάννου από τον Πύργο. Μου αφηγήθηκε τη συνάντηση του Αυξεντίου με το θαύμα. Ήταν κρυμμένος σε μια σπηλιά, στον Καραβά. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πολιορκημένος, νηστικός και διψασμένος. Και προσευχήθηκε στον Παντοδύναμο να του στείλει λίγο νερό να ξεδιψάσει. Σηκώθηκε και το κράνος του χτύπησε στην οροφή της σπηλιάς. Κι άρχισε να τρέχει νερό. «Είχα βρε νερό να πιω και να ξυριστώ» είπε στον Νικήτα και δόξαζε τον Θεό. Κι ήταν σίγουρος πως ο Ύψιστος ευλογούσε τον αγώνα. Θυμόταν τον Κολοκοτρώνη: «Ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδας και την υπογραφή Του δεν την παίρνει πίσω».  

Πέρασαν 63 χρόνια από τότε. Ήταν 3 του Μάρτη 1957. Καθαρά Δευτέρα. Η δακρυρροούσα από άφατη θλίψη καρδιά διέκοψε τα φαγοπότια, τα καρναβάλια, τις χαρές. Κι η Κύπρος βυθίστηκε στο πένθος. Μοιρολογούσε τον Γρηγόρη, καίγονταν τ’ ακροδάκτυλά της στις λάμψεις της φωτιάς που έκαιγε το κορμί του. Νοερά γυρνούν στο Βαρώσι οι νοσταλγοί. Κι οι πόθοι ασφυκτιούν στους θάμνους που σκεπάζουν τους δρόμους και πνίγουν τις ευωδιές των περιβολιών. Η αδιαφορία των απογόνων νεκρολογεί τις ελπίδες των πατέρων. Οι μνήμες των αγωνιστών χάνονται στον δαιδαλώδη λαβύρινθο της ζούγκλας της τουρκοκρατούμενης πόλης φάντασμα. Κι οι άρχοντες τριγυρίζουν τα ξένα ζητιανεύοντας συμπαράσταση… Δεν ακροάζονται από τον άλλο κόσμο τη φωνή του Γρηγόρη Αυξεντίου, όπως μου την διηγήθηκε ο γιατρός Κώστας Τσέλος: «Γιατρέ, έμαθα τους αγωνιστές πώς να πολεμούν. Τώρα θα τους μάθω πώς να πεθαίνουν»! Στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, 12 μέρες πριν την αποθέωση ενός ημιθέου που περιμένει καιόμενος ν’ αναστηθεί η ανθρωπιά μας…