Μετά το θάνατο αρκετών Βρετανών πρακτόρων που ερευνούσαν κάποια υπόθεση ναρκωτικών, ο James Bond φτάνει στη Νέα Υόρκη για να βρεθεί αντιμέτωπος με τον λαθρέμπορο Kananga, ο οποίος διακινεί ηρωίνη αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Νέο κεφάλαιο στη σειρά περιπετειών του διάσημου μυστικού πράκτορα, καθώς η οριστική αποχώρηση του Κόνερι (στον οποίο προσφέρθηκε το τότε αστρονομικό ποσό των $5.5 εκ.) φέρνει στο προσκήνιο τον ήδη γνωστό από την τηλεοπτική σειρά The Saint Βρετανό ηθοποιό Ρότζερ Μουρ (σε ηλικία 45 ετών – ο μεγαλύτερος Μποντ στην ιστορία). Να σημειωθεί πως ο Μουρ ήταν ο διακαής πόθος των παραγωγών ακόμα από το Dr No όμως ο ηθοποιός συνεχώς απέρριπτε τις προτάσεις λόγω της δέσμευσής του στη σειρά. Αλλαγές και στα ήθη καθώς στην εποχή που η Αμερική δοκιμάζεται από την ήττα στο Βιετνάμ και το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, ο καινούριος 007 αναλαμβάνει να διασκεδάσει τις έγνοιες και τους  φόβους ως ο σούπερ ήρωας που κατατροπώνει τους απανταχού κακούς προσφέροντας παράλληλα θέαμα και δράση. Όπως όλα τα φιλμ της σειράς που πηγαίνουν με το ρεύμα της εποχής, το Live and let die επηρεάστηκε αρκετά από το κύμα του blaxploitation (all-black-cast ταινίες όλων των ειδών, ιδιαίτερα δημοφιλείς στο αφρο-αμερικανικό κοινό). Το τραγούδι των τίτλων ανήκει στον Paul και τη Linda McCartney οι οποίοι και το ερμηνεύουν με τους Wings, το συγκρότημα που έφτιαξε το διάσημο Σκαθάρι όταν διαλύθηκαν οι Beatles και είναι το πρώτο τραγούδι της επίσημης σειράς που προτάθηκε για Όσκαρ. Μ.Ν.
 
11.45 MM EXTRA
ΔΡΑΣΗΣ (Βρετανία, 1973)
Σκηνοθεσία: Γκάι Χάμιλτον
Παίζουν: Ρότζερ Μουρ, Γιάφεφ Κότο, Τζέιν Σέιμουρ
Διάρκεια: 121’