Του Zev Chafets

Οι περισσότεροι Ισραηλινοί πρωθυπουργοί προέρχονται από τον δημόσιο τομέα ή τον στρατό. Ο Ναφτάλι Μπένετ είναι ο πρώτος που εισήλθε στην πολιτική από τον κόσμο της τεχνολογίας.

Απολυόμενος από τον στρατό το 1999, ίδρυσε την εταιρεία καταπολέμησης της διαφθοράς και της απάτης Cyota, η οποία εξαγοράστηκε από την εταιρεία ασφαλείας RSA το 2005 έναντι 145 εκατομμυρίων δολαρίων. Οκτώ χρόνια αργότερα, ως επενδυτής και διευθύνων σύμβουλος της Soluto, την οδήγησε σε άλλη μία εξαγορά – αυτή τη φορά αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων.

Επενδυτής

Αυτά μπορεί να ακούγονται σαν μικρά ποσά σήμερα, ωστόσο αφορούσαν την εποχή πριν το Ισραήλ χαρακτηριστεί διεθνώς ως η “χώρα των start-up”. Αν είχε παραμείνει στον κλάδο των επιχειρήσεων, ορισμένοι στον τομέα της τεχνολογίας του Ισραήλ πιστεύουν ότι σήμερα θα ήταν ένας από τους πλουσιότερους Ισραηλινούς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο Μπάιντεν πρέπει να κόψει τους δεσμούς Τουρκίας – Δύσης

Γιόρταζε ακόμα την πολιτική του νίκη όταν μαθεύτηκε ότι η Payoneer, ισραηλινή εταιρεία στην οποία ο Μπένετ ήταν πρώιμος επενδυτής, συγχωνεύθηκε με μια αμερικανική εταιρεία εξαγορών ειδικού σκοπού (SPAC) και θα εισαχθεί στο Nasdaq με αποτίμηση 3,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το Forbes Israel εκτιμά ότι το μερίδιο του Μπένετ θα του αποφέρει 5 εκατομμύρια δολάρια. Ειδήμονες ισχυρίζονται ωστόσο ότι θα μπορούσε να του αποφέρει πολύ περισσότερα.

Είναι σχεδόν σίγουρα ο πλουσιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας. Ωστόσο τα χρήματα, για τον Μπένετ, ήταν μέσο για την επίτευξη του σκοπού του. Το όνειρό του ήταν να γίνει πρωθυπουργός. Έχοντας επιτύχει αυτόν τον στόχο, το ερώτημα είναι: τι θα πράξει ως ηγέτης της χώρας;

Προφανώς και δεν θα απολαμβάνει την σχεδόν απεριόριστη δύναμη του πρώην αφεντικού του – και πλέον άσπονδου πολιτικού εχθρού του – Μπενιαμίν Νετανιάχου. Ο Μπένετ θα ηγηθεί μιας κυβέρνησης στην οποία το κόμμα του, Yemina, είναι μόνον η πέμπτη σε μέγεθος πολιτική δύναμη του κυβερνητικού συνασπισμού.

Αμερικανός

Ο τελευταίος, ο οποίος αποτελείται από οκτώ κόμματα όλου του ιδεολογικού φάσματος, δεν θα είναι ικανός για πρωτοβουλίες εξωτερικής πολιτικής μακράς πνοής. Οι στόχοι εξωτερικής πολιτικής του Μπένετ θα επικεντρωθούν, όπως και όλων των Ισραηλινών πρωθυπουργών, στη σχέση του Ισραήλ με τις ΗΠΑ. Εδώ διαθέτει κάποια πλεονεκτήματα. Μιλά την αμερικανική πολιτική “διάλεκτο” (παραιτήθηκε από την αμερικανική υπηκοότητα το 2013, όταν εξελέγη στην Κνεσέτ). Είναι εφηβικά γοητευτικός όταν το θέλει, ανεπιτήδευτος και ρεαλιστικός όταν είναι απαραίτητο.

Ο Μπένετ θα αναπτύξει αυτές τις δεξιότητές του για να δημιουργήσει φίλους εντός του κυρίαρχου, αντιΝετανιάχου ρεύματος του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, την ίδια στιγμή που θα εργάζεται για τη βελτίωση και την επέκταση της πυρηνικής συμφωνίας που διαπραγματεύονται οι ΗΠΑ με το Ιράν υπέρ των συμφερόντων του Ισραήλ (ισχυρότερες επιθεωρήσεις, όρια στους βαλλιστικούς πυραύλους και περιορισμοί στην υποστήριξη του Ιράν σε τρομοκρατικές ομάδες) και θα προσπαθεί να δώσει ώθηση στην μετακίνηση της διπλωματικής θέσης της Ουάσινγκτον υπέρ των δύο κρατών στο έδαφος της Παλαιστίνης προς την κατεύθυνση του ειρηνευτικού σχεδίου που εισήγαγε η κυβέρνηση Τραμπ.

Θα διατηρήσει δεσμούς με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ και τους ευαγγελικούς Σιωνιστές, ενώ θα γοητεύει τους φιλελεύθερους εβραίους ηγέτες με την ανεκτική και όχι ιδιαίτερα θρησκευτικά ορθόδοξη στάση του. Πέρα από αυτό, ο κύριος στόχος του θα είναι να διατηρήσει καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ χωρίς να παρασυρθεί σε διαμάχες με την Κίνα και τη Ρωσία.

Ολόκληρη η καμπάνια του Μπένετ επικεντρώθηκε στην αποφυγή πέμπτων συναπτών βουλευτικών εκλογών στη χώρα του, οπότε το πώς θα προτεραιοποιήσει τους διάφορους τομείς πολιτικής είναι ένα ανοικτό ερώτημα.

Καταλαγή

Στο εσωτερικό, η επιτυχία του Μπένετ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά του να καταλαγιάσει την οδυνηρά τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει ο Νετανιάχου, να διατηρήσει τους ετερόκλιτους υπουργούς του στο ίδιο μήκος κύματος με τον ίδιο, να επιτύχει την μετα-Covid ευημερία και να προωθήσει μεταρρυθμίσεις στο νομικό σύστημα, στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας και στις ψηφιακές υποδομές (αρκετά παράδοξα, η “χώρα των start up” έχει μία από τις πιο αργές ταχύτητες διαδικτύου στον κόσμο).

Ο Μπένετ αυτοανακηρύσσεται πιστός στο δικαίωμα του Ισραήλ στην κυριαρχία σε ολόκληρη την Ιερουσαλήμ, καθώς και στο σύνολο της Δυτικής Όχθης, στην οποία η ισραηλινή κυβέρνηση αναφέρεται με το Βιβλικό της όνομα, Ιουδαία και Σαμάρεια. Όμως, δεδομένης της ευρύτητας της κυβέρνησής του και της μικρής του δύναμης εντός της, το ζήτημα παραμένει ανοικτό.

Ο Μπένετ μπορεί να έχει ένα Βιβλικό όραμα, ωστόσο διαθέτει και την διορατικότητα ενός επενδυτή του κλάδου της τεχνολογίας. Ως υπουργός Παιδείας σε προηγούμενη κυβέρνηση του Νετανιάχου, αύξησε σημαντικά τον αριθμό των μαθητών λυκείου που κατευθύνονταν σε σπουδές στα μαθηματικά και τη φυσική.

Πόλεμος

Είναι επίσης ένθερμος οπαδός της δύναμης της αγοράς. Σε μια συνέντευξη του 2013, ανέφερε ως πρότυπο την απάντηση του προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους του νεότερου στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον. “Είπε στους ανθρώπους να βγουν και να ψωνίσουν”, υπενθύμισε ο Μπένετ. “Πολύ πατριωτικό”.

Φυσικά, ο Μπους κήρυξε επίσης πόλεμο εναντίον του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Ο Μπένετ, ο οποίος υπηρέτησε ως αξιωματικός σε επίλεκτη μονάδα των ενόπλων δυνάμεων, δεν είναι “περιστέρι της ειρήνης”. Εάν το Ισραήλ δεχθεί ξανά επίθεση από τη Χαμάς, θα απαντήσει με σκληρότητα. Η εθνική ασφάλεια είναι το μοναδικό ζήτημα για το οποίο θα έχει την πλήρη υποστήριξη ολόκληρου του συνασπισμού του, καθώς και της αντιπολίτευσης του Likud.

Εκτός από πόλεμο, θα δυσκολευτεί να κάνει πολλά πράγματα στα δύο χρόνια της θητείας του ως επικεφαλής της κυβέρνησης, αλλά και να διατηρήσει τον συνασπισμό του ενιαίο για τόσο μεγάλο διάστημα.

“Ο Μπένετ είναι έξυπνος και αποφασιστικός”, λέει ο Roy Katz, οικοδεσπότης της καθημερινής ραδιοφωνικής εκπομπής “Free Market”, “ωστόσο θα έχει σχετικά μικρή ισχύ. Αυτό που διαθέτει στην πραγματικότητα είναι η ευκαιρία να αλλάξει το εθνικό κλίμα. Και αυτό είναι κάτι που το Ισραήλ χρειάζεται όσο τίποτε άλλο αυτή τη στιγμή”.

Πηγή: BloombergOpinion