Η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (Α.Τ.Α.) δεν αποτελεί αύξηση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, των αποδοχών που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά συνιστά διορθωτικό ποσό, το οποίο χορηγείται ως αντιστάθμισμα για την μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων λόγω πληθωρισμού, ώστε να παραμένει αναλλοίωτη η αγοραστική αξία των αποδοχών τους (Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδας, αποφάσεις αρ. 161/1995, 166-169/1995, 294/1993, 4457/1986) με τις αυξήσεις της Α.Τ.Α. να εντάσσονται στο νόμιμο μισθό (Ι. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας, ζ. Η αρχή της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, 9η εκδ., 2021, σελ. 778) και την Α.Τ.Α. να συναρτάται με την αύξηση της τιμής των αγαθών (του δείκτη τιμών καταναλωτή) (Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 4η εκδ., 2020, σελ. 1040).

 

Επομένως, ο μισθός ενός υπαλλήλου δεν θα ήταν καθόλα πλήρης εάν για τον υπολογισμό αυτού δεν συνεκτιμώντο, κεκτημένα, εγγενώς και αναπόσπαστα, κατά κοινή πείρα και αντίληψη και στοιχεία ικανά να μειώσουν την αξία του, όπως είναι ο πληθωρισμός.

 

Συναφώς, «η  χορήγηση της  ΑΤΑ  δεν αποτελεί  αύξηση  των  αποδοχών  αλλά αντιστάθμισμα της απώλειας της αγοραστικής δυνάμεως του εισοδήματος, η οποία οφείλεται στην άνοδο του τιμαρίθμου» (Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδας, απόφαση αρ. 705/1990, ΑΡΜ/1990, σελ. 380) και έχει γενική εφαρμογή σε μία οικονομία, με τις αναδιανεμητικές επιδράσεις του πληθωρισμού να ελαχιστοποιούνται ή και εκλείπουν εντελώς, βοηθώντας έτσι στο να διατηρηθεί η ισοκατανομή του εισοδήματος σε περιόδους πληθωρισμού.

 

Στην απόλυτα διαφωτιστική απόφαση 429/1989 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΝΟΒ/1989, σελ. 1490) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Στο κείμενο εξάλλου των υπ. αριθ.  9019/195/1982  και  691/127/Μ.  13/3-36/1982  υπουργικών  αποφάσεων  που  κυρώθηκαν  με τις διατάξεις των άρθρων 55 και  9  των  νόμων  1249  και  1282/1982  –  με  τις  οποίες θεσπίστηκε η χορήγηση διορθωτικού ποσού και ταυτόχρονα καθιερώθηκε για πρώτη  φορά  η  αυτόματη  τιμαριθμική  αναπροσαρμογή στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων και στις συνταξιοδοτικές εν  γένει  παροχές  –  και ειδικότερα  στο  εδ.  δ`  του  προοιμίου  των  εν  λόγω  αποφάσεων, ως μοναδικός  λόγος  που  επέβαλε  στην   τελευταία   θεσμοθέτηση   (ΑΤΑ) αναφέρεται  “η ανάγκη προστασίας του εισοδήματος των εργαζομένων καθώς και των εισοδημάτων των συνταξιούχων και  βοηθηματούχων  του  Δημοσίου από  τον πληθωρισμό”. Από αυτό συνάγεται ότι η καθιέρωση της καταβολής στους εργαζομένους και στους συνταξιούχους του  οριζόμενου  κάθε  φορά ποσού  λόγω  αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, δεν ανταποκρίνεται σε πραγματική αύξηση των  αποδοχών  ενεργείας  ή  των  συνταξιοδοτικών παροχών   τους,   αφού   αυτή,  σύμφωνα  με  την  προαναφερθείσα  ρητή αιτιολόγηση της νομοθετικής καθιέρωσής της που αποκαλύπτει με σαφήνεια και την υποκείμενη στο νέο αυτό θεσμό  νομοθετική  βούληση,  αποσκοπεί στη  σταδιακή  (αλλά όχι πάντως πλήρη) αποκατάσταση της εξακολουθητικά μειούμενης,  εξαιτίας  του  πληθωρισμού,  αγοραστικής   δυνάμεως   του εισοδήματος  των  εργαζομένων  και  των  συνταξιούχων.  Υπό το εν λόγω πρίσμα της νομικής και εισοδηματικής θεώρησής της,  η  ΑΤΑ,  παρά  την τυπική   από   πλευράς   μισθολογικών  και  συνταξιοδοτικών  διατάξεων αυτοτέλεια και  ιδιαιτερότητά  της,  αποτελεί  εντούτοις,  ουσιαστικά, οικονομικό  συμπλήρωμα και οργανικό παρακολούθημα του βασικού μισθού ή της συντάξεως, χωρίς το οποίο οι αντίστοιχες παροχές – λόγω  της  επί μακρά   χρονικά   διαστήματα   καθήλωσής   τους  στα  ίδια  και  εκτός τιμαριθμικής πραγματικότητας επίπεδα – θα ήταν  οπωσδήποτε  ανεπαρκείς για  την  επιτέλεσή  του,  κατά  το  Σύνταγμα και τους νόμους, βασικού λειτουργικού τους προορισμού. Με βάση λοιπόν τη νομική  φύση  και  την αδιάσπαστη  οργανική  συνάφεια  της ΑΤΑ με τις καταβαλλόμενες εκάστοτε μισθολογικές  και  συνταξιοδοτικές  παροχές,…».

Μνεία των αποφάσεων αυτών βρίσκουμε στην Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α.Ι. Τάχος – Ι.Λ. Συμεωνίδης, Γ΄ Έκδοση, 2007, σελ. 586.

Σημειώνω ότι η πιο πάνω απόφαση 429/1989 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επαναλήφθηκε στην απόφαση 1668/2003 του πρώτου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Διοικητική Δίκη, 2005, Τόμος ΙΖ, σελ. 768):

 

«Στο σύνολο δε, των εν γένει συνταξιοδοτικών παροχών, που προκύπτουν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων συνταξιοδότησης των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων, περιλαμβάνεται και η Α.Τ.Α., αφού αυτή, παρά την τυπική, από πλευράς μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διατάξεων, αυτοτέλεια και ιδιαιτερότητά της, αποτελεί, ως τελούσα σε αδιάσπαστη οργανική συνάφεια με τις εκάστοτε καταβαλλόμενες (μισθολογικές και συνταξιοδοτικές) παροχές, οικονομικό συμπλήρωμα και οργανικό παρακολούθημα της σύνταξης, χωρίς το οποίο οι αντίστοιχες παροχές, λόγω της για μεγάλο χρονικό διάστημα καθήλωσής του στα ίδια εκτός τιμαριθμικής πραγματικότητας επίπεδα, θα ήταν οπωσδήποτε ανεπαρκείς για την επιτέλεση του κατά το Σύνταγμα και τους νόμους βασικού λειτουργικού τους προορισμού (Ολ. Ελ. Συν. 429/1989)».

 

Επίσης, στις αποφάσεις 529/1991 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΔΔΙΚΗ/1992, σελ. 236 και 1075/1987 του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε λόγος στην «μέσω της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής αποδιδόμενη σε κάθε εργαζόμενο εκ της αυξήσεως  του τιμαρίθμου απώλεια της αγοραστικής δυνάμεως του μισθού του»