Ο ρωσικός στρατός έχει συγκεντρώσει περίπου 1.200 τανκς κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία προετοιμάζοντας μια πιθανή εισβολή. Μεταξύ αυτών, τα σύγχρονα Τ-90 και τα αναβαθμισμένα Τ-72.

Στην άλλη πλευρά των συνόρων, ο ουκρανικός στρατός έχει δημιουργήσει μια γραμμή άμυνας κινητοποιώντας τα δικά του τεθωρακισμένα. Το Κίεβο διαθέτει πάνω-κάτω τα ίδια μοντέλα τανκ με τη Μόσχα, αλλά το καλύτερο άρμα του (ένα αναβαθμισμένο Τ-64) είναι αποκλειστικά ουκρανικό.

Σύμφωνα με το σοβιετικό δόγμα –το οποίο ακολουθούν τόσο ο ρωσικός όσο και ο ουκρανικός στρατός–, “τανκ με τανκ σπανίως πολεμά”. Εάν και εφόσον η Ρωσία εισβάλει πυροδοτώντας το επί 7 έτη στάσιμο πολεμικό κλίμα στην ανατολική Ουκρανία, τα άρματα θα είναι το “κλειδί” στην έκβαση της σύγκρουσης, αφού θα “στρώσουν” το πεδίο μάχης για να επιτελέσει το καταστροφικό του έργο το Πυροβολικό. 

Ενδεχόμενη σύρραξη θα τεστάρει το T-64BV, τον πιο διαδεδομένο τύπο άρματος στις τάξεις των ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων και, κατ’ επέκταση, την προσέγγιση του Κίεβου όσον αφορά την προμήθεια τανκς.

Το T-64 είναι ένα μοναδικό δημιούργημα του Ψυχρού Πολέμου. Σχεδιασμένο από το Εργοστάσιο Κατασκευής Τεθωρακισμένων του Χάρκοβο στην Ουκρανία, το άρμα –βάρους 40 τόνων– αποτέλεσε μια εντυπωσιακή εξέλιξη των μοντέλων T-55 και T-62, όταν εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. 

Ήταν αναβαθμισμένο σε πολλά επίπεδα. Μεταξύ άλλων: διέθετε νέο κινητήρα ντίζελ, ενώ αντικατέστησε τον ανθρώπινο παράγοντα με μια αυτόματη συσκευή που τροφοδοτούσε τα βλήματα στην κάννη, μειώνοντας το συνολικό πλήρωμα του άρματος σε τρεις στρατιωτικούς και γλιτώνοντας βάρος.

Το συγκεκριμένο μοντέλο ήταν το πρώτο σοβιετικό άρμα με το –καθιερωμένο σήμερα– λείο πυροβόλο διαμετρήματος 125 χιλιοστών, το οποίο στα αναβαθμισμένα T-64B έχει τη δυνατότητα βολής με κατευθυνόμενη ρουκέτα.

Οι Σοβιετικοί δεν εξήγαγαν ποτέ το T-64. Προτιμούσαν να πουλούν τα φθηνότερα και πιο απλά T-55, T-62 και T-72. Τις τελευταίες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, χιλιάδες T-64 εξόπλισαν τις σοβιετικές στρατιές, που προετοιμάζονταν για μια “επική μάχη αρμάτων” ενάντια στα αμερικανικά M-1, στα γερμανικά Leopard και στα βρετανικά Challengers.

Το T-64 ήταν ό,τι έπρεπε –και με το παραπάνω– για την αποστολή του. “Το εν λόγω άρμα διέθετε πιο προηγμένες δυνατότητες από τα ΝΑΤΟϊκά τεθωρακισμένα της εποχής αλλά και των επόμενων 15-16 ετών”, επισήμανε ο ταγματάρχης του αμερικανικού στρατού James Warford σε μια διατριβή που δημοσιεύθηκε το 1992.

Το T-80, ένα βελτιωμένο T-64 με σύνθετη θωράκιση και αεριοστρόβιλο –αντί για ντίζελ– κινητήρα, εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το 1991, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ουκρανία κληρονόμησε εκατοντάδες Τ-64 αλλά και το εργοστάσιο που τα κατασκεύαζε.

Από την πλευρά της η Ρωσία κράτησε χιλιάδες T-64 και T-80, αλλά με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός τους μειώθηκε. Σήμερα, ο ρωσικός στρατός έχει αποσύρει τις περισσότερες παραλλαγές των μοντέλων T-64. Τα T-72, πιο εύκολα στην κατασκευή και στη συντήρηση, έχουν καταλάβει τη μερίδα του λέοντος. Η τελευταία παραλλαγή του T-72, το T-90, δανείζεται μερικά από τα καλύτερα στοιχεία του T-80, όπως τη σύνθετη θωράκιση, αλλά διατηρεί τα βασικά συστήματα αυτοματισμού του T-72.

Εν ολίγοις η Ουκρανία, σαν από λάθος της Ιστορίας, βρέθηκε να κατέχει τον πιο πολύπλοκο και προηγμένο τύπο τεθωρακισμένου, ενώ η μακράν πιο ισχυρή και εύπορη Ρωσία “ξέπεσε” στο λιγότερο εξελιγμένο –πλην όμως, πιο πρακτικό– άρμα μάχης.

Στην αρχή, το Κίεβο δυσκολεύτηκε με τη συντήρηση και αναβάθμιση των Τ-64. Ήταν το 1999 που άρχισε να εκσυγχρονίζει τα T-64BM, κατασκευής 1983. Το T-64BM Bulat που… προέκυψε διαθέτει καλύτερη αντιδραστική θωράκιση, νέο πυροβόλο και σκοπευτικό νυκτός “made in Ukraine”.

Η παραγωγή του Bulat πήγαινε αργά. Όταν η Ρωσία προσάρτησε τη Χερσόνησο της Κριμαίας το 2014 και ύστερα υποστήριξε τους αντικυβερνητικούς αυτονομιστές στο Ντονμπάς, ο ουκρανικός στρατός πήγε στη μάχη ως επί το πλείστον με τα γερασμένα T-64BV, “vintage” μοντέλα του 1985, αφού είχε στη διάθεσή του λιγότερα από 100 Bulat.

Ο πόλεμος ήταν ολέθριος για τα τεθωρακισμένα της Ουκρανίας. Πέρυσι, ο στρατός αποκάλυψε ότι –από τον Απρίλιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2016– στο Ντονμπάς καταστράφηκαν ολοσχερώς ή υπέστησαν ζημιές 440 ουκρανικά άρματα μάχης. Πίσω από αυτήν τη συντριβή βρίσκεται το Πυροβολικό – με τις ρουκέτες και τους όλμους του. 

Διαβλέποντας το ενδεχόμενο μιας ευθείας πολεμικής αντιπαράθεσης με τη Μόσχα, το 2017 το Κίεβο ασχολήθηκε σοβαρά με την αναβάθμιση των αρμάτων που είχαν “επιβιώσει”. Το εργοστάσιο στο Χάρκοβο ξεκίνησε να παράγει το T-64BV mod 2017 με βελτιωμένα σκοπευτικά νυκτός, δορυφορικά συστήματα πλοήγησης, νέους ασυρμάτους και ενισχυμένη αντιδραστική θωράκιση. Το 2019 ένα δεύτερο εργοστάσιο, στο Λβιβ, άρχισε να παράγει τη νέα παραλλαγή του T-64.

Σήμερα, τα ουκρανικά τεθωρακισμένα αποτελούνται από 410 παλιά T-64BV, 210 T-64BV mod 2017, 100 T-64BM Bulat και περίπου 130 T-72. Επιπλέον χίλια άρματα μάχης βρίσκονται σε αποθήκες.

Τα αναβαθμισμένα T-64 είναι –θεωρητικά– ανώτερα σε επίπεδο τεχνολογίας από τα περισσότερα ρωσικά τανκς. Είναι μάταιο, όμως, να συγκρίνουμε το ένα τεθωρακισμένο με το άλλο, από τη στιγμή που είναι μάλλον απίθανο να συναντηθούν κατά μέτωπο στο πεδίο της μάχης. 

Τα τανκς είναι εργαλεία για στρατιωτικές επιχειρήσεις πιο σύνθετης κλίμακας, με τη συμμετοχή και άλλων Σωμάτων. Τάγματα που κάνουν ελιγμούς ή κινούνται παράλληλα με το πεζικό, για να ανοίξουν τον δρόμο στο Πυροβολικό που τα υποστηρίζει στα μετόπισθεν. Στο πεδίο της μάχης ο σχεδιασμός, η εκπαίδευση, οι ηγετικές ικανότητες και η πειθαρχία είναι πιο σημαντικά από τις εκλεπτυσμένες δυνατότητες οποιουδήποτε στρατιωτικού εξοπλισμού. 

Με αυτό το δεδομένο, το ερώτημα είναι το εξής: πόσο αποτελεσματικά θα ήταν τα ουκρανικά T-64 σε μια στρατιωτική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας, με τα πληρώματά τους υπό τεράστια πίεση; – κατ’ επέκταση, πώς θα ανταποκρίνονταν σε μια ολοκληρωτική πολεμική σύγκρουση με τον –κατά πολύ– μεγαλύτερο ρωσικό στρατό, που διαθέτει περισσότερα, αλλά όχι τόσο προηγμένα, άρματα μάχης; 

Ας ελπίσουμε ότι την απάντηση δεν θα τη μάθουμε ποτέ.

Πηγή: Forbes