Εάν κανείς ζυγίσει τον βαθμό στρατηγικής αυτονομίας της σημερινής Ε.Ε σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, σε σύγκριση με αυτόν που τα ευρωπαϊκά κράτη απολάμβαναν στο πλαίσιο των Κοινοτήτων τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η ζυγαριά θα γείρει προς το σήμερα. Μέχρι το 1990, το πολωμένο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, η οικονομική και πυρηνική  εξάρτηση από τις ΗΠΑ, τα φοβικά σύνδρομα των ευρωπαϊκών δυνάμεων μεταξύ τους αλλά και η ειδική σχέση που είχε η Μ. Βρετανία με τις ΗΠΑ, οδηγούσαν την οποιαδήποτε προσπάθεια αυτονόμησης ή απόκτησης ουσιαστικότερου ρόλου από τα ευρωπαϊκά κράτη σε αποτυχία. Από την άλλη, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η θέσπιση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής δράσης, η θεσμοθέτηση της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO)  και  οι κοινές δηλώσεις για συνεργασία με το ΝΑΤΟ, αποτέλεσαν εξαιρετικά σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση του ρόλου της Ε.Ε. Αυτό όμως σε καμία περιπτωση δεν σημαίνει ότι η Ε.Ε αποτελεί ισχυρό γεωπολιτικό δρώντα  που μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις παγκόσμιες εξελίξεις ή ότι μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της, απειλές στην περιφέρειά της.

 

Στο πλαίσιο του Διεθνούς Συστήματος όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων αλλάζουν με ταχείς ρυθμούς και η πολυμέρεια φαίνεται να είναι αυτή που καθορίζει τις μελλοντικές εξελίξεις, η στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε-γενικότερα αλλά και ειδικότερα-στα πεδία της ασφάλειας και άμυνας αποτελεί μία  διαδικασία πολιτικής επιβίωσης. Η άνοδος της οικονομικής ισχύος της Κίνας και οι πρωτοκαθεδρικές της βλέψεις, έχουν μετατοπίσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον, και κυρίως αυτό των ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας.  Αυτό εξάλλου ξεκίνησε ήδη από την προεδρία Ομπάμα και κορυφώθηκε με την στρατηγικής σημασίας τριμερή συμφωνία μεταξύ Μ.Βρετανίας, Αυστραλίας και ΗΠΑ. Για να ληφθεί λοιπόν υπόψιν η ασφάλεια της Ευρώπης από τις ΗΠΑ είναι σημαντικό η ίδια η Ένωση να ισχυροποιήσει τις ικανότητες της. Παράλληλα, η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές συγκρούσεις ή εντάσεις στην περιφέρειά της, που ξεκινούν στα νότια από το Σαχέλ και την Λιβύη  και καταλήγουν στην Ανατολική Μεσόγειο, μέχρι και βορειότερα, στα σύνορα Πολωνίας και Λευκορωσίας. Οι περιοχές αυτές αποτελούν την γειτονία της Ευρώπης και οι εξελίξεις εκεί, επηρεάζουν μακροπρόθεσμα τα συμφέροντά της, σε αντίθεση με την επίδραση που έχουν για τις ΗΠΑ. Ακριβώς επειδή είναι τα δικά της συμφέροντα που διακυβεύονται, η εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο δεν αποτελεί  λύση. Η Ένωση  πρέπει να αναπτύξει τις ικανότητες αυτόνομης δράσης και επιρροής. Με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθούν  περιπτώσεις σαν του πρόσφατου παρελθόντος όπου η Ευρώπη αποκλείστηκε από διευθέτηση γειτονικών συγκρούσεων.

 

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για μια αυτόνομη εξωτερική πολιτική ασφαλείας και άμυνας της Ε.Ε, αποτελεί ο καθορισμός των απειλών και κινδύνων από τα κράτη-μέλη της. Το κάθε ένα έχοντας την δική του ιστορία και γεωγραφία, έχει διαφορετικές στρατηγικές αντιλήψεις και δίνει περισσότερη ή λιγότερη αξία σε κάποιο κίνδυνο. Στο σημείο αυτό υπεισερχόμαστε πάλι στο ζήτημα: πως οι χώρες της Ε.Ε αντιλαμβάνονται το μέλλον τους σε ένα ανισόρροπο διεθνές σύστημα και εάν είναι διατεθειμένες να παραχωρήσουν στοιχεία της κυριαρχίας τους σε ζητήματα υψηλής πολιτικής. Το σίγουρο πάντως είναι ότι υπάρχει ανάγκη να υπάρξει κοινός ευρωπαϊκός στρατηγικός προσανατολισμός ώστε να αντιμετωπιστούν οι διάφορες προκλήσεις αν πραγματικά η Ευρώπη θέλει να διαδραματίσει καίριο ρόλο.

 

Ένα επιπλέον ζήτημα που ανακύπτει, αφορά το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων σε περίπτωση απόκτησης στρατηγικής αυτονομίας. Οι δύο πλευρές του ατλαντικού συνεργάζονται στενά σε πληθώρα τομέων όπως η πανδημία ,το εμπόριο, η ασφάλεια και το κλίμα, αλλά το ουσιαστικό είναι στην  αναμεταξύ τους σχέση να υπάρχει ισοτιμία. Η πρόσφατη κρίση στις σχέσεις των δύο πλευρών λόγω της αιφνίδιας και απροειδοποίητης φυγής των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και της εξίσου μυστικής από την Ε.Ε σύναψης συμφωνίας με Μ. Βρετανία και  Αυστραλία εις βάρος της Αυστραλογαλλικής συμφωνίας για τα υποβρύχια, καταδεικνύει ότι η ανάγκη για την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης για να υπάρξει ισοτιμία είναι επιτακτική. Στα δύο αυτά περιστατικά φάνηκε πως η Ε.Ε δεν αντιμετωπίστηκε ως ένας ισχυρός γεωπολιτικός δρών, κατάσταση η οποία εναπόκειται στην ίδια να ανατρέψει.

 

Η έννοια της  στρατηγικής αυτονομίας δεν έγκειται στο να υπάρξει μία ανταγωνιστική ευρωπαϊκή δύναμη που να έρχεται σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Αντιθέτως, το ζητούμενο είναι μια Ευρώπη με ισχυρό ρόλο που να μπορεί να  αναλάβει την ευθύνη της ασφάλειας και άμυνάς της και να εμπνέει εμπιστοσύνη και σεβασμό στους εταίρους της. Αρχικός στόχος είναι να μπορεί να επιχειρεί και να αποφασίζει μαζί με τους συμμάχους της και στο συμμαχικό αυτό πλαίσιο να έχει καταλυτικό  λόγο αλλά και ρόλο. Ύψιστης σημασίας είναι να έχει και την ικανότητα να επιχειρεί και να εξασφάλιζει μόνη της όλα αυτά που έχει ανάγκη για την άμυνά της. Η ανάγκη για δυνατότητα της αυτόνομης δράσης πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψιν στο πλαίσιο δύο εξελίξεων: Πρώτον, της μετατόπισης του διεθνούς ενδιαφέροντος από την περιοχή της Ευρώπης προς την ανατολή και δεύτερο  της ανάδυσης ενός διεθνούς συστήματος που βασίζεται στην πολυμέρεια και στην  συγκρουσιακή  οικονομική αλληλεξάρτηση.

 

Η χρονική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκή για την Ε.Ε  για να κάνει ουσιαστικά βήματα προς μία στρατηγική αυτονομίας. Η έξοδος της Μ.Βρετανίας από του κόλπους της και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς τον ανταγωνισμό με την Κίνα αφήνουν ανοιχτό το πεδίο δράσης και πρωτοβουλίας στην ευρωπαϊκή γειτονιά. Η ειδική σχέση των δύο χωρών αποτέλεσε για πολλά χρόνια την τροχοπέδη στις προσπάθειες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αυτονομίας στα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Στις αρχές του 2022 η Γαλλία αναλαμβάνει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ως η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη δείχνει πως θέλει να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας. Παράλληλα, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης Ζοζέπ Μπορέλ μέσα από την «στρατηγική πυξίδα» αφουγκράζεται τις ανάγκες της εποχής και τονίζει την σημασία να υπάρξει κοινή αυτόνομη δράση. Ωστόσο, εναπόκειται στα κράτη-μέλη να καθορίσουν τι είδους γεωπολιτικό ρόλο θέλουν να έχουν τις επόμενες δεκαετίες.

* Μεταπτυχιακός φοιτητής Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών