Ο Δώρος Ηλία εγκαταλείποντας τα εγκόσμια, πλήρης ημερών, ήρεμος και αθόρυβα όπως έζησε σε όλη του τη ζωή, στους συναγωνιστές του εγκαταλείπει μια τεράστια παρακαταθήκη να συνεχίσουμε τον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας χωρίς εκπτώσεις και υποχωρήσεις, στα δε μέλη της οικογένειάς του αστείρευτη περηφάνια, είπε ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος.

 

Σε επικήδεια ομιλία του, ο κ. Σιζόπουλος χαρακτήρισε τον Δώρο Ηλία ως έναν από τους μεγαλύτερους αγωνιστές του λαού μας, τον στρατιωτικό αρχηγό των ηρωικών Κοκκινοσκούφηδων που με τον ηρωισμό και την αυταπάρνησή τους έγραψαν χρυσές σελίδες ιστορίας, προασπίζοντας την ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας που κινδύνευε από τους Τουρκοκύπριους στασιαστές και την ΤΟΥΡΔΥΚ.

Σε αυτή την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία, σημείωσε, παρά τη θλίψη και τη συγκίνηση δεν είναι δυνατόν να  αποκρύψουμε την περηφάνια που μας κληροδότησε με τους αγώνες του αλλά και του δικαιώματος που μας έδωσε να τον αποκαλούμε σύντροφο και συναγωνιστή.

Αναφερόμενος στην ζωή του εκλιπόντος, ο κ. Σιζόπουλος ανέφερε ότι στα 18 του χρόνια εντάσσεται ως μέλος των ένοπλων ανταρτικών ομάδων της ΕΟΚΑ για την απελευθέρωση από τον Βρετανικό αποικιακό ζυγό με πλούσια δράση ως τομεάρχης στην περιοχή Ταμασού. Η δράση του οδήγησε τις αποικιακές αρχές να τον επικηρύξουν ως καταζητούμενο. Παράλληλα σε συνεργασία με τον αδελφό του Λάκη Ψημολοφίτη σε ένα πρόχειρο εργαστήριο προχώρησαν στην επιτόπια κατασκευή όπλων τύπου στεν για να καλύψου ανάγκες του αγώνα.

Το Δεκέμβριο του 1963 με την έναρξη της τουρκοανταρσίας, βρέθηκε και πάλι ως εθελοντής στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με άλλους συντρόφους του έδωσε σκληρές μάχες και πρόβαλε ισχυρή αντίσταση για την αποτροπή κατάληψης της περιοχής του Τακτακαλά από τους Τουρκοκύπριους στασιαστές.

Στις αρχές του 1964 κάτω από την πολιτική καθοδήγηση του Β. Λυσσαρίδη προχώρησε ως στρατιωτικός αρχηγός και ηγέτης στη σύσταση των Ομάδων των Κοκκινοσκούφηδων. Αφού προηγήθηκε σκληρή εκπαίδευση επιπέδου καταδρομών στην περιοχή Μαχαιρά, ανέλαβε την ευθύνη απελευθέρωσης της οροσειράς του Πενταδακτύλου στα Βόρεια της Λευκωσίας όπου οι Τουρκοκύπριοι στασιαστές με τη βοήθεια της ΤΟΥΡΔΥΚ κατέλαβαν σε μια προσπάθεια ο Τουρκοκυπριακός θύλακας Κιόνελι – Αγύρτας να αποκτήσει έξοδο προς τις ακτές της Κερύνειας. Η επιχείρηση ήταν εντυπωσιακή τόσο από πλευράς σχεδιασμού όσο και εκτέλεσης. Με μια αιφνιδιαστική κίνηση χωρίς απώλειες οι ηρωικοί Κοκκινοσκούφηδες απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς, απαλλάσσοντας επτά  Ελληνοκυπριακά χωριά από το άγος των στασιαστών. Δυστυχώς και ενώ επέκειτο η κατάληψη και του φρουρίου του Αγίου Ιλαρίωνα, δόθηκε διαταγή κατάπαυσης του πυρός και τερματισμού της επιχείρησης. Το πόσο σημαντική θα ήταν η απελευθέρωση του Αγίου Ιλαρίωνα διαπιστώθηκε κατά την τουρκική εισβολή του 1974.

Ο αγώνας του όμως δεν σταμάτησε το 1964, συνέχισε σε ένα άλλο επίπεδο αρχικά πολιτικό για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα που καταλύθηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών και την προστασία της κρατικής μας υπόστασης που κινδύνευε από την προδοτική υπονόμευσή της την επταετία 1967-1974.

Ο Ηλία προχώρησε σε ένοπλη προάσπιση της συνταγματικής νομιμότητας από την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β΄ και του προδοτικού πραξικόπημα του Ιουλίου του 1974. Στοχοποιημένος αντιστασιακός συνελήφθηκε και μέσα στο σπίτι του οι δήμιοί του επιχείρησαν να τον εκφοβίσουν με εικονική εκτέλεση με πραγματικά πυρά. Όμως λογάριασαν λάθος. Δεν κατόρθωσαν να κάμψουν το ηθικό του ούτε και να τον γονατίσουν.

Ο αγώνας του συνεχίστηκε και κατά της τουρκικής εισβολής που ακολούθησε, για να ολοκληρωθεί με τον αγώνα του για την αποκατάσταση της  συνταγματικής νομιμότητας, την επιστροφή του εξόριστου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και τη ματαίωση των τουρκικών διχοτομικών σχεδίων που ακολούθησαν.

«Έφυγε ήρεμος και νηφάλιος για να συναντήσει τον πολιτικό του αρχηγό και καθοδηγητή, το Β. Λυσσαρίδη, να ατενίζουν μαζί από ψηλά τον σκλαβωμένο Πενταδάκτυλο και να μας υποδεικνύουν ότι το καθήκον μας είναι να συνεχίσουμε τον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας και να δώσουμε στις νέες γενιές τη δυνατότητα να περπατήσουν στις βουνοκορφές του ελεύθεροι», συμπλήρωσε ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ.