Δεν θα επρόκειτο για έναν νέο ψυχρό πόλεμο εάν δεν συνοδευόταν από μια επιταχυνόμενη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών. Το αμερικανικό Πεντάγωνο ανέφερε την περασμένη εβδομάδα ότι η Κίνα πραγματοποιεί σημαντική συσσώρευση πυρηνικών όπλων, η οποία θα οδηγήσει το μέγεθος του οπλοστασίου της σε διπλασιασμό έως το 2030.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μπορεί η Μέρκελ να κατευνάσει την ένταση Ελλάδας-Τουρκίας*;

Αυτή η εξέλιξη δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Κίνα από στρατηγικής άποψης. Εξακολουθεί ωστόσο να αποτελεί σαφώς μια πρόκληση για τις ΗΠΑ, επειδή συνδυάζεται με την επιδεινούμενη στρατιωτική κατάσταση στον δυτικό Ειρηνικό.

Η πυρηνική στρατηγική του Πεκίνου

Από την πρώτη του πυρηνική δοκιμή το 1964, το Πεκίνο είχε μια σχετικά μεσαίου βεληνεκούς αποτρεπτική ισχύ – ένα οπλοστάσιο που αριθμούσε πρώτα μερικές δεκάδες και πλέον λίγο περισσότερες από 200 πυρηνικές κεφαλές.

Η Κίνα επεκτείνει τώρα γρήγορα το μέγεθος αυτού του αποτρεπτικού παράγοντα, κατασκευάζοντας όλο και περισσότερους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, οι οποίοι θα βελτιώσουν την ικανότητά της να μπορεί να πλήττει στόχους στις ΗΠΑ.

Αναπτύσσει μια πιο ισχυρή “τριάδα” – συνδυασμό βομβαρδιστικών μεγάλων αποστάσεων, υποβρυχίων που φέρουν βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλων που εδρεύουν στο έδαφος – η οποία θα κάνει τις πυρηνικές δυνατότητές της πιο “βιώσιμες” έναντι οποιασδήποτε επίθεσης αντίπαλης δύναμης.

Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ προβλέπει ότι, εκτός από τον διπλασιασμό των αποθεμάτων πυρηνικών κεφαλών της Κίνας σε ορίζοντα δεκαετίας, ο αριθμός των κεφαλών που μπορούν να χτυπήσουν τις ΗΠΑ θα αυξηθεί σε περίπου 200 έως το 2025. Ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός βελτιώνει επίσης την ετοιμότητα αντακόκρισης των πυρηνικών δυνάμεών του, αναπτύσσοντας μια δυνατότητα προειδοποίησης κατά την εκκίνηση – με βάση την οποία το Πεκίνο θα ανταποκρίθεί σε μια εισερχόμενη πυρηνική επίθεση με αντίποινα πριν ακόμη οι πυρηνικές κεφαλές του εχθρού χτυπήσουν τους στόχους τους στο έδαφος της Κίνας.

Οι εναλλακτικές ερμηνείες για την κινεζική πυρηνική ενδυνάμωση

Από μια άποψη, δεν είναι σοκαριστικό το γεγονός ότι μια χώρα που εμπλέκεται σε μια βαθύτερη στρατηγική αντιπαλότητα με τις ΗΠΑ – που διαθέτουν περί τις 1.400 πυρηνικές κεφαλές – βελτιώνει τις πυρηνικές της δυνατότητες παράλληλα με την αύξηση της δύναμής της. Το πιο απαιτητικό ερώτημα προς απάντηση είναι το πόσο και με ποιους τρόπους καθίσταται σημαντική η συσσώρευση πυρηνικών όπλων από πλευράς Κίνας.

Μια ερμηνεία είναι ότι δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Ακόμη και με 400 και πλέον κεφαλές, η Κίνα θα βρίσκεται πολύ μακρία από μια πυρηνική “ισοτιμία” με τις ΗΠΑ. Το Πεκίνο έχει διατηρήσει ανέγγιχτη την επί δεκαετίες, αν και αρκετά διφορούμενη, πολιτική “όχι σε πρώτο πλήγμα” και φαίνεται εξαιρετικά απίθανο η Κίνα να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα ως μέρος μιας απρόκλητης επίθεσης.

Πράγματι, οι μελετητές Fiona Cunningham και M. Taylor Fravel έχουν υποστηρίξει ότι η Κίνα παραμένει πολύ διστακτική στο να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στις περισσότερες συγκρούσεις, επειδή φοβάται ότι οποιοσδήποτε πυρηνικός πόλεμος θα μπορούσε να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Από αυτή την οπτική, η κινεζική συσσώρευση μπορεί να είναι από στρατηγική άποψη μια “σαπουνόφουσκα”. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία εγείρει το προφανές ερώτημα γιατί τότε οι Κινέζοι να εμπλέκονται σε μια τόσο άσκοπη συσσώρευση, αν τελικά τους είναι άχρηστη.

Μια δεύτερη ερμηνεία υποστηρίζει ότι η συσσώρευση έχει στρατηγική σημασία και μάλιστα θετικού χαρακτήρα. Οι σχεδιαστές στρατηγικής περί των πυρηνικών έχουν προειδοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια ότι μπορεί να καταστεί επικίνδυνο και για τις δύο πλευρές όταν ο ένας παράγοντας φοβάται ότι οι πυρηνικές δυνάμεις του είναι ευάλωτες έναντι ενός προληπτικού πρώτου πλήγματος που θα έχει ως στόχο τον αφοπλισμό του.

Σε μια κρίση, μια ανασφαλής πυρηνική δύναμη μπορεί να αισθανθεί πίεση να χρησιμοποιήσει το οπλοστάσιό της ή να το χάσει – να εκτοξεύσει δηλαδή τις κεφαλές της πριν αυτές εξαλειφθούν από μια εχθρική επίθεση. Για τον λόγο αυτό, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μακ Νάμαρα ανησυχούσε πραγματικά για την ευπάθεια των σοβιετικών διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.

Αυτή η υπόθεση είναι κάπως εύλογη, δεδομένης της ανησυχίας ότι τα συμβατικά πλήγματα των ΗΠΑ σε κινεζικά assets διοίκησης και ελέγχου θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Πεκίνο να φοβάται ότι θα χάσει την επαφή με τις πυρηνικές του δυνάμεις.

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι και η πυρηνική ισορροπία μπορεί, παραδόξως, να καταστεί αποσταθεροποιητική.

Οι προκλήσεις για τις ΗΠΑ είναι εδώ

Αυτή η πιθανότητα υποστηρίζει μια τρίτη ερμηνεία – ότι η κινεζική συσσώρευση θα κάνει τη ζωή πιο δύσκολη για τις ΗΠΑ. Η πυρηνική ασπίδα της Αμερικής έχει σχεδιαστεί κατά βάση για την υποστήριξη της συμβατικής άμυνας των εκτεθειμένων συμμάχων.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ θα αγωνιζόταν για να σταματήσει μια σοβιετική εισβολή με συμβατικές δυνάμεις, οπότε θα έπρεπε να είναι πρόθυμο να κλιμακώσει τον πυρηνικό πόλεμο. Για να είναι πειστική αυτή η απειλή, οι ΗΠΑ έπρεπε να έχουν μια ουσιαστική ικανότητα “περιορισμού ζημιών” – την ικανότητα να εξαλείψουν τις περισσότερες ή όλες τις σοβιετικές πυρηνικές δυνάμεις, έτσι ώστε η Μόσχα να μην μπορούσε να προκαλέσει καταστροφικές βλάβες στην Αμερική ως αντίποινα.

Παρόμοιες σκέψεις και διεργασίες υπάρχουν και σήμερα. Καθώς η συμβατική στρατιωτική ισορροπία στα Στενά της Ταϊβάν ανατρέπεται, οι ΗΠΑ ενδέχεται να αισθάνονται υποχρεωμένες να απειλήσουν με πυρηνική κλιμάκωση για να αποτρέψουν ή να υπερνικήσουν μια κινεζική επίθεση.

Αυτή η επιλογή, ωστόσο, είναι αξιόπιστη μόνον εάν οι ΗΠΑ μπορούν να καταστρέψουν σε σημαντικό βαθμό το πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας – επί τόπου ή με πυραυλικές άμυνες – ώστε να αποτρέψουν μια καταστροφική απάντηση. Όπως παρατήρησε Κινέζος στρατιωτικός αξιωματούχος κατά τη διάρκεια μιας κρίσης στην Ταϊβάν το 1996, η Αμερική σίγουρα δεν θα έσωζε την Ταϊπέι εάν αυτό σήμαινε την απώλεια του Λος Άντζελες.

Αυτό είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο η συσσώρευση πυρηνικών εκ μέρους της Κίνας έχει πραγματική σημασία. Ακόμη και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, το οπλοστάσιο του Πεκίνου ήταν αρκετά μικρό και ευάλωτο ώστε ορισμένοι ειδικοί να θεωρούν ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν ακόμη και να το καταστρέψουν ολοσχερώς σε ένα πρώτο κύμα επίθεσης.

Αρκετά χρόνια αργότερα, ο μελετητής Thomas Christensen έγραψε ότι οι ίδιοι οι Κινέζοι ανησυχούσαν ότι διέθεταν μόνο μια αδύναμη ικανότητα δεύτερου πλήγματος και βελτίωναν το οπλοστάσιό τους επί τη βάσει αυτού του μειονεκτήματος.

Εάν η πυρηνική επέκταση της Κίνας καταργούσε οποιαδήποτε εναπομείνασα δυνατότητα αποτελεσματικού πρώτου πλήγματος των ΗΠΑ, τότε η Ουάσινγκτον πιθανόν να απέφευγε να καταφύγει σε μετατροπή μιας σύγκρουσης σε πυρηνική. Και αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να κάνει το Πεκίνο πιο σίγουρο για την ικανότητά του να διεξάγει έναν νικηφόρο συμβατικό πόλεμο, καθώς η ισορροπία δυνάμεων σε αυτή την περίπτωση μετατοπίζεται σε όφελός του.

Δεν υπάρχει εύκολη λύση, από αμερικανική οπτική γωνία. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να βελτιώσουν την ικανότητά τους να στοχεύουν τις αναπτυσσόμενες πυρηνικές δυνάμεις της Κίνας, αλλά αυτό θα αποδεικνυόταν πολύ δύσκολο και δαπανηρό όταν οι πόροι για τον εκσυγχρονισμό του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου είναι ήδη στα ανώτατα δυνατά όριά τους.

Θα μπορούσε να αναζητήσει πιο περιορισμένες πυρηνικές επιλογές εναντίον της Κίνας: πλήγματα που μπορούν να διεξαχθούν με μικρό αριθμό όπλων απλώς για να αποδείχθεί ότι ο πόλεμος θα ξεφύγει εάν το Πεκίνο δεν κάνει πίσω. Ωστόσο, δεν υπάρχει εγγύηση ότι περιορισμένα πλήγματα δεν θα μετατραπούν σε κάτι πιο καταστροφικό. Ή ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε απλώς να υπερασπιστεί τους συμμάχους και τους εταίρους της με συμβατικά μέσα. Αυτή είναι η πλέον ελκυστική επιλογή από θεωρητική άποψη, ωστόσο θα απαιτούσε επίσης πολλά χρήματα και καινοτομία, καθώς οι στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας αυξάνονται.

Οι δυσάρεστες αλήθειες

Η συσσώρευση πυρηνικών εκ μέρους της Κίνας καταδεικνύει έτσι δύο δυσάρεστες αλήθειες.

Πρώτον, ότι οι απαιτήσεις μιας στρατηγικής σταθερότητας και η αμερικανική στρατηγική είναι συχνά αντίθετες. Θεωρητικά, η πιο σταθερή κατάσταση είναι μια τέλεια αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή, στην οποία καμία πλευρά δεν έχει κίνητρο να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα πρώτη, καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν θα μπορεί να ξεφύγει από μια πλήρη κοινωνική καταστροφή σε περίπτωση γενικευμένου πυρηνικού πολέμου.

Ωστόσο, οι παγκόσμιες δεσμεύσεις της Αμερικής απαιτούν το πλεονέκτημα που παρέχεται από τη στρατηγική υπεροπλία της, εάν οι ΗΠΑ θέλουν να ενισχύουν αυτές τις δεσμεύσεις με την απειλή μιας ενδεχόμενης πυρηνικής κλιμάκωσης. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ δεν αποδέχτηκαν ποτέ το επιχείρημα της αμοιβαία σίγουρης καταστροφής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και ο λόγος που η εμφάνιση ενός – ακόμη και σήμερα κατώτερου αλλά – πιο “ασφαλούς” κινεζικού οπλοστασίου αποτελεί πηγή ανησυχίας.

Δεύτερον, τα διλήμματα άμυνας στον δυτικό Ειρηνικό γίνονται δυσκολότερα. Η κυρίαρχη ώθηση του κινεζικού στρατιωτικού εκσυγχρονισμού εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα εξουδετερώνει τα συμβατικά πλεονεκτήματα – προβολή ισχύος μεγάλης εμβέλειας, δυνατότητες χειρουργικού πλήγματος με βοήθεια από το Διάστημα – που θα επέτρεπαν στην Ουάσινγκτον να παρέμβει αποφασιστικά σε έναν πόλεμο στη γειτονιά της Κίνας.

Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός μειώνει την πυρηνική ανισορροπία που αποτρέπει ένα διαβρωτικό για την αμερικανική ηγεμονία συμβατικό πλεονέκτημα του Πεκίνου. Ένα αναθεωρητικό ως προς το διεθνές στάτους κβο κράτος όπως η Κίνα πλησιάζει στο σημείο στο οποίο μπορεί να είναι σε θέση να επεκτείνει την επιρροή του με τη βία.

Αυτή, από ιστορική άποψη, ήταν πάντα μια κατάσταση η οποία οδηγούσε σε δυσάρεστες εξελίξεις.

Του Hal Brands

Πηγή: Capital.gr/bloombergOpinion