Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί την πηγή της κρατικής εξουσίας και οι πρόνοιες του, οριοθετούν τη δικαιοδοσία των φορέων των λειτουργιών του Κράτους. Όπου το Σύνταγμα δεν καθορίζει εξαντλητικά τις αρμοδιότητες των οργάνων της πολιτείας, γνώμονας για τον καταμερισμό δικαιοδοσιών, είναι η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών επί της οποίας εδράζεται η δομή της Κυπριακής πολιτείας.

Οι τρεις αυτές διακρινόμενες εξουσίες δεν είναι μονοπρόσωπα όργανα. Είναι συλλογικά όργανα που ενεργούν με αποφάσεις που ενίοτε λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Πιο ειδικά οι Υπουργοί που απαρτίζουν την Εκτελεστική Εξουσία έχουν και συγκεκριμένη ξεχωριστή «ατομική» αρμοδιότητα, ως το Σύνταγμα και οι Νόμοι προβλέπουν. Το ίδιο και η Δικαστική εξουσία όπου στην όλη έκταση των αρμοδιοτήτων της ενεργεί και συλλογικά, αλλά και με αποφάσεις, πρωτόδικες, ενός Δικαστή.

Αντίθετα ο Βουλευτής, δεν είναι «ατομικό» (μονοπρόσωπο) όργανο της πολιτείας με ξεχωριστή δική του αρμοδιότητα. Είναι μέλος του συλλογικού οργάνου που είναι η Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο κάθε Βουλευτής έχει λειτουργικά προνόμια και καθήκοντα που απορρέουν και διασφαλίζονται εκ του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, όμως δεν καθίσταται ο ίδιος ο Βουλευτής, όργανο της πολιτείας. Σημείο λοιπόν αναφοράς για ότι αφορά τη Νομοθετική εξουσία, είναι ο ίδιος ο θεσμός της Βουλής και οι αρμοδιότητες της. Βέβαια η λειτουργική μάλιστα αποστολή του Βουλευτή, στηρίζεται εν πολλοίς στην καθιερωμένη αρχή της «ελευθερίας στην εντολή» που έχει από τη λαϊκή ψήφο, η οποία του επιτρέπει να καθορίζει ελεύθερα την κοινοβουλευτική του στάση (υποβάλλοντας Πρόταση Νόμου ή ψηφίζοντας νομοσχέδιο), με αποκλειστικό γνώμονα τη συνείδηση του. Ανάλογα δε με την εντολή του ίδιου του λαού, ο κάθε Βουλευτής ανήκει στην συμπολίτευση ή την αντιπολίτευση. Στο Προεδρικό Σύστημα διακυβέρνησης που το Σύνταγμα μας πρόβλεψε, η Κυβέρνησης δεν έχει ανάγκη για να ασκεί τα καθήκοντα της να έχει την πλειοψηφία της Βουλής υπέρ της ως τα Κοινοβουλευτικά κράτη. Εκεί που όντως χρειάζεται απαραιτήτως την πλειοψηφική έγκριση της Βουλής είναι στον Προϋπολογισμό, αφού χωρίς τέτοιο Νόμο, δεν μπορεί να λειτουργήσει με τις αναγκαίες δαπάνες το Κράτος.

Για να έχει όμως πραγματική αξία η ανεξαρτησία και η ελευθερία της δράσης εκάστου Βουλευτή, προβλέφθηκαν πρόνοιες για το «ακαταδίωκτο» του στην άσκηση των καθηκόντων του. Ανάλογη ασυλία πέραν αυτής των Βουλευτών έχει πρόσθετα, κατά το Σύνταγμα, μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, διαρκούσης της θητείας τους.

ΟΜΩΣ το σύστημα του σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών όπως και η τρήση της έννοιας του Κράτους Δικαίου προϋποθέτουν, την υπεροχή του Νόμου έναντι πάντων. Η έννοια δε της Δημοκρατικής Αρχής επιβεβαιώνει την Αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στο συνδυασμό αυτό των δύο πιο πριν αναφερθέντων αρχών δικαίου και παρά την πρόβλεψη του Άρθρου 150 του Συντάγματος, (προβλέπει ρητά τιμωρία του οργάνου που περιφρονεί τις δικαστικές αποφάσεις) δεν υπήρξε μέχρι σήμερα από τη γένεση της πολιτειακής ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφαρμογή της πρόνοιας του Άρθρου 150 του Συντάγματος που προβλέπει πρόσθετα από ότι τα Άρθρα 146(5) και 35 του Συντάγματος την υποχρέωση να γίνονται απόλυτα σεβαστές και να εφαρμόζονται οι αποφάσεις του Δικαστηρίου από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό! Η περιφρόνηση της διοίκησης, όταν υπάρχει, το φαινόμενο της μη συμμόρφωσης, επιβεβαιώνει την ανομία και πλήττει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης αφού, καθιστά ουσιαστικά μάταιο το δικαίωμα δικαίωσης επί Δικαστηρίω, ενός πολίτη.

Η διαρκής και απαράδεκτη αναβλητικότητα στο καθήκον να καθοριστούν διά Νόμου, της εφαρμογής συνεπειών σ’ όσους εκ του κρατικού μηχανισμού περιφρονούν τις δικαστικές αποφάσεις αποτελεί κύριο συντελεστή στην αδιαφάνεια, μη χρηστή διοίκηση και διαφθορά. Η εκ των έστω άλωση του Κράτους Δικαίου είναι ο μέγιστος κίνδυνος.

*Δικηγόρος