Από την εποχή του Θουκυδίδη δεν αμφισβητήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστον ότι απαραίτητη παράμετρος μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής είναι η ισχύς. Οι πολιτικές και διπλωΟΜΗματικές προσπάθειες μπορούν να αποδώσουν αν στηρίζονται και υποστηρίζονται από την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων που έχουν την ικανότητα ισχυρού ανταποδοτικού πλήγματος.
Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και συνδέεται με τη συνολική στρατηγική μας . Το ευρύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν θα εξακολουθήσει η άμυνα να αποτελεί μια κορυφαία παράμετρο της εθνικής μας στρατηγικής.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε προς εαυτούς και αλλήλους ποια είναι η πολιτική μας.
Χρειάζεται λοιπόν άμυνα; Χρειάζεται το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου όπως είχε εξαγγελθεί και άρχισε να υλοποιείται τη δεκαετία του 1990;
Είναι γεγονός ότι ο μεταδιπολικός κόσμος και οι σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές έχουν δημιουργήσει καινούρια δεδομένα. Στη διεθνή πολιτική σκηνή, στις κοινωνίες, στη διεθνή οικονομία, στην τεχνολογία και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Και ως εκ τούτου η εθνική μας στρατηγική πρέπει να είναι πολυδιάστατη και πολύπλευρη σε σχέση με το παρελθόν.
Είναι επίσης γεγονός ότι η θέση της Ελλάδας στην περιοχή και στην Ευρώπη ισχυροποιείται. Ακόμα και η Κύπρος, παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης πολιτικής και διπλωματικής κίνησης του Ελληνισμού μετά το 1974, που υπήρξε ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός και η τελική επιτυχής κατάληξη της ευρωπαϊκής μας πορείας, διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της ΕΕ και κατάλληλη βάση για προώθηση των προς τα νοτιανατολικά εξω-ευρωπαϊκών της συνεργασιών.
Όμως αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό, πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή. Στην Κύπρο 45 χιλιάδες πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες απειλούν την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, ενώ παραβιάζεται κατ’ εξακολούθηση η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατία και προαναγγέλλεται ο εποικισμός της Αμμοχώστου.
Τελικό, θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας, συμπέρασμα. Επειγόντως θα πρέπει όχι μόνο να ακυρωθεί ή επιβραδυνθεί η εθνική στρατηγική της αμυντικής επάρκειας και ετοιμότητας αλλά θα πρέπει να αναβαθμίζεται και να εκσυγχρονίζεται. Επιβάλλεται ταυτόχρονα η διατήρηση του αξιόμαχου της Εθνικής Φρουράς, κληρωτών, μονίμων στελεχών, εφέδρων και εθνοφυλάκων.
Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατιωτική στρατηγική, που θα στηρίζεται στην «αμυντική επάρκεια» στην «ευέλικτη αντίδραση» και στην ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου» σε συνδυασμό με πολυεπίπεδη πολιτική και διπλωματική παρουσία του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η απάντηση στην πρόκληση της σημερινής συγκυρίας και επιταγή που επιβάλλεται από τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Μέσα στις νέες συνθήκες επιβάλλεται η πολιτική της αποτροπής και της επαρκούς αμυντικής επαγρύπνησης, να επανέλθει ως κορυφαία παράμετρος της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού.
Η συνεχής ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Κύπρου, συνδεδεμένη με μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική, είναι απολύτως απαραίτητες πολιτικές για την αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών δικαίων. Αν αυτό δεν συμβεί, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε μπροστά από δυσάρεστες εκπλήξεις.
Μέχρι την ώρα της διασφάλισης μιας σταθερής ειρήνης σε Ελλάδα και Κύπρο με κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων, η στρατηγική της αποτροπής με αξιόπιστη αμυντική ισχύ αποτελεί επιταγή. Κάθε άλλη αντίληψη και πρακτική θα αποδειχθεί εθνική απερισκεψία και συνταγή εθνικού αυτοχειριασμού.
Οι τελευταίες εξελίξεις, με την απροκάλυπτη από πλευράς Τουρκίας επιδίωξης λύσης δύο κρατών ή συνομοσπονδίας, η επιβουλή κατά της Αμμοχώστου, οι προκλήσεις στη γραμμή καταπαύσεως του πυρός, το έωλο τουρκολιβυκό σύμφωνο και οι συνεχείς προκλήσεις εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, συνηγορούν στην επείγουσα ανάγκη ισχυροποίησης του κοινού μετώπου Κύπρου και Ελλάδας.
Η σύλληψη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου το 1993 από τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν απλή στην ουσία της, όπως απλό είναι κάθε τι το μεγάλο. Στηριζόταν στην ανάγκη μιας ενιαίας αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Έτσι έγινε συνείδηση ότι στην Κύπρο δίνεται η μάχη ολόκληρου του Ελληνισμού και πως αν η μάχη αυτή χαθεί, θα υπάρξει βαθύ ρήγμα και στην υπόλοιπη περίμετρο του Ελληνισμού.
Από την Ελλάδα ετέθη ως εθνική στρατιωτική στρατηγική η αμυντική επάρκεια, η ευέλικτη αντίδραση και η ικανότητα κάλυψης του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου. Για τις ανάγκες του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος είχαν διεξαχθεί κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον αέρα, την ξηρά και τη θάλασσα, είχε αναβαθμιστεί ο επιχειρησιακός συντονισμός των δύο Επιτελείων και συμπληρώθηκε μέχρι ενός ορισμένου σημείου που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο. Η Αεροπορική Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο ήταν ένα τέτοιο έργο.
Στο πλαίσιο της αμυντικής μας συμπόρευσης με την Ελλάδα θέσαμε ως στόχους των στρατηγικών επιλογών του Ελληνισμού τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις μας είχαμε θέσει ως προτεραιότητες την ενίσχυση της μαχητικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς με την αναβάθμιση της ως δύναμης αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος. Επιδιώξαμε να αξιοποιήσουμε δυναμικά μια οργανωμένη και ευέλικτη εφεδρεία καθώς και λαϊκή πολιτοφυλακή.
Όμως πέρα από τους καθαρά αμυντικούς σκοπούς, η συμπόρευση Ελλάδας – Κύπρου υπαγορεύεται και από τη γεωπολιτική μας θέση. Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταβάλλουν προσπάθειες για ένα ενεργητικό, ισότιμο ρόλο στην προσπάθεια για τη νομισματική, πολιτική και στρατηγική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που θα την καθιστά ένα ισχυρό κέντρο αποφάσεων και ισχύος, ικανό να αντιπαρατεθεί δημιουργικά με τον αμερικανικό κολοσσό, αλλά και με τις υποψήφιες ασιατικές υπερδυνάμεις, την ήδη υφιστάμενη Ιαπωνία και τη ραγδαία ανερχόμενη Κίνα.
Όμως για να είναι αυτές οι συμμετοχές ισότιμες και αποδοτικές, θα πρέπει να στηρίζονται στην πολιτική οικονομική και αμυντική ισχύ. Ελλάδα και Κύπρος ως ακραία φυλάκια της ευρωπαϊκής ηπείρου μπορούν με αυτή τους την ιδιαιτερότητα, σε συνδυασμό με την ενιαία διατεταγμένη αμυντική ισχύ τους, να αναδειχθούν πολύτιμες και απαραίτητες χώρες – κλειδιά προς τα Βαλκάνια και προς τη Μέση Ανατολή.
Τελικό, θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας συμπέρασμα. Επειγόντως θα πρέπει όχι μόνο να επανέλθει η εθνική στρατηγική του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου που εκτείνει την παρουσία της Ελλάδας από τον Έβρο μέχρι τα παράλια της Βηρυτού αλλά θα πρέπει να ισχυροποιηθεί. Να αξιοποιηθεί πλήρως η Αεροπορική Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο και να προωθηθεί η αναβάθμιση της Ναυτικής Βάσης «Ευάγγελος Φλωράκης» που θα αποτελέσει κρίσιμο και καθοριστικό έργο υποδομής τόσο για την αποτελεσματική λειτουργία του Δόγματος, όσο και για την επάνοδο της Ελλάδας σε ένα ζωτικό χώρο επιρροών και διαμόρφωσης πολιτικών ισορροπιών και ισχύος.
Άλλωστε είναι αυταπόδεικτο πως αν ο Ελληνισμός δεν επιθυμεί ένα καθεστώς αυτοπεριορισμού και διαρκούς ομηρείας υπό το καταθλιπτικό βάρος της συνεχώς αναβαθμιζόμενης τουρκικής επιθετικότητας, θα πρέπει να δηλώσει έργοις την παρουσία του στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Κύπρο όπου απολύτως νομιμοποιείται να το πράξει τόσο εξ επόψεως διεθνούς δικαίου όσο και ζωτικού εθνικού ενδιαφέροντος. Η συνθήκη εγγυήσεως και συμμαχίας του 1960 ορίζει την Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη, η οποία μαζί με τη Βρετανία και την Τουρκία επωμίζονται την ευθύνη για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τουρκική εισβολή του 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή, νομιμοποιούν απολύτως την Ελλάδα να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα περιλαμβανομένων στρατιωτικών για την εξισορρόπηση της κραυγαλέας ανισορροπίας στρατιωτικών εξοπλισμών στο νησί υπέρ των δυνάμεων κατοχής. Δεν πρέπει να υπάρχει ο παραμικρός δισταγμός για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της Ελλάδας στην Κύπρο η οποία έχει συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι της Κύπρου. Οι όποιες παροτρύνσεις και νουθεσίες για αποτροπή της παρουσίας της Ελλάδας στην Κύπρο με έωλο επιχείρημα της μη κλιμάκωσης της έντασης αποτελεί μνημείο υποκρισίας.
Όλα αυτά τα χρόνια η τουρκική πλευρά έδειξε μια εξοργιστική αδιαλλαξία και πλήρη αρνητικότητα. Κλιμάκωσε τις απειλές και την επιθετικότητό της τόσο στο μέτωπο της Κύπρου όσο και στο μέτωπο του Αιγαίου. Την εμμονή του Ελληνισμού σε ειρηνικές διαδικασίες, την προσήλωσή μας στο διεθνές δίκαιο, την ειλικρινή μας διάθεση για επίλυση των όποιων διαφορών μέσω του διαλόγου, δυστυχώς η Τουρκία τα εξέλαβε ως αδυναμία, γι’ αυτό κι επιμένει στην αναχρονιστική της τακτική των απειλών της χρήσης βίας.
 
 * Τέως Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Πρώην Υπουργού Άμυνας