Υπεραμύνεται της αναγκαιότητας για μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη τώρα όπως και όλων των αλλαγών που προωθήθηκαν και βρίσκονται ενώπιον του Νομοθετικού Σώματος στο τελευταίο μίλι πριν από την έγκριση, την ώρα που εκδηλώνονται για μια ακόμη φορά ενστάσεις.

Ο Ιωνάς Νικολάου εργάστηκε με τους εμπλεκόμενους φορείς για τις προωθούμενες τροποποιήσεις και επέλεξε να απαντήσει σε μια προς μία σε όλες τις ενστάσεις που τώρα προβάλλονται. Με επιστολή του ημερομηνίας 27 Μαΐου, προς τον πρόεδρο και τα μέλη της κοινοβουλευτικής επιτροπής Νομικών, ο πρώην υπουργός σημειώνει ότι συμπληρώνονται τρία χρόνια από τότε που κλείδωσαν οι αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης, ύστερα από τις συναντήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και του τότε υπουργού Δικαιοσύνης με το Ανώτατο Δικαστήριο και η κυπριακή Δικαιοσύνη συνεχίζει να διολισθαίνει/ καταρρέει σύμφωνα και με τις τελευταίες εκθέσεις της Κομισιόν και του «EU Justice Scoreboard».

Θυμίζει ότι κατά τις διαβουλεύσεις με τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφωνήθηκε όπως με τη μεταρρύθμιση της δομής των δικαστηρίων επιστρέψουμε σε όσα προβλέπει το Σύνταγμα του 1960, δηλαδή στην επαναλειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς επίσης στη σύσταση του Εφετείου και του Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου. Επιπρόσθετα, κατά την τελευταία συνάντηση του ιδίου με το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρει ότι συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν η φιλοσοφία και το νομικό υπόβαθρο των αλλαγών, οι αρμοδιότητες, η σύσταση, η εγκατάσταση και η λειτουργία των εν λόγω δικαστηρίων, καθώς και τα νομοσχέδια που προωθήθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στα νομοσχέδια, σε συνεργασία με τους υπουργούς και τους εμπλεκόμενους φορείς έχουν επέλθει βελτιωτικές αλλαγές χωρίς να αλλοιώνεται η φιλοσοφία και το νομικό υπόβαθρό τους, γεγονός που συγκεντρώνει την αντίδραση γνωστών νομικών που προσπαθούν με επιχειρήματα, που έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο Τύπο, να ανατρέψουν τις θεσμικές αλλαγές στη δομή των δικαστηρίων και να διατηρήσουν το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως διαμορφώθηκε το 1964.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στην Ολομέλεια η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης

Ο Ιωνάς Νικολάου παραθέτει γεγονότα και επιχειρήματα που καθόρισαν ή επηρέασαν τη μεταρρύθμιση και απαντά πως «αναφορές ότι το σύστημα «καταργήθηκε ως νομικά απαράδεκτο» ή ότι η επαναλειτουργία τους θα «ανατρέψει το δίκαιο της ανάγκης» αντιστοιχούν με τον φοβερό αφορισμό που αποδίδεται ευρέως στον Winston Churchill ότι ‘δεν υπάρχει καλός φόρος’». Ο ίδιος υπογραμμίζει πως: 

“Η μεταρρύθμιση βασίστηκε σε μελέτες εμπειρογνωμόνων, ακαδημαϊκών και διακεκριμένων νομικών, στη μελέτη του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2016 και στην έκθεση των Ιρλανδών εμπειρογνωμόνων, που παραδόθηκε τον Μάρτιο του 2018. Μελετήθηκαν ειδικά και εξειδικευμένα θέματα, προηγήθηκε ειδική μελέτη για το δίκαιο της ανάγκης, για τη σύσταση του Διοικητικού Δικαστηρίου και την επαναλειτουργία με νόμο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έγινε στατιστική ανάλυση των υποθέσεων και αξιολογήθηκε ο απαιτούμενος χρόνος εκδίκασης των, σύμφωνα με τις οποίες καθορίστηκε ο αριθμός των δικαστών και παραχωρήθηκαν αρμοδιότητες για επιτάχυνση των διαδικασιών.

>>ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – Πολλά από τα επιχειρήματα που εναντιώνονται στις προτεινόμενες αλλαγές είναι απότοκο της σχολής σκέψης που για εξήντα χρόνια κρατεί αναλλοίωτο το δικαστικό μας σύστημα, με το Ανώτατο Δικαστήριο όπως καθορίστηκε το 1964. Ωστόσο οι σημερινές απαιτήσεις του κράτους δικαίου θέλουν τις δικαστικές Αρχές να λειτουργούν με διαφάνεια, δημοκρατικά και να ελέγχονται από ανεξάρτητους δικαστικούς θεσμούς, να διασφαλίζουν την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, να παρέχουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο και να θεμελιώνουν σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων. Παραγνωρίζονται οι δυσχέρειες που προέκυψαν στο δικαστικό μας σύστημα, η αναποτελεσματικότητα και οι προφανείς καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, το χαμηλό επίπεδο της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και η απαίτηση για ανεξάρτητο και αμερόληπτο έλεγχο αυτών και τήρηση αυστηρών και διαφανών κανόνων δεοντολογίας, ζητήματα που συζητήθηκαν στην Επιτροπή Νομικών λόγω της κρίσης που προέκυψε στο τομέα της δικαιοσύνης το 2019. Στην έκθεση της Κομισιόν (2021) για το κράτος δικαίου επισημαίνεται ότι η αντίληψη του ευρέος κοινού για την ανεξαρτησία της κυπριακής δικαιοσύνης βρίσκεται στο πιο χαμηλό επίπεδο του μετρίου και διολισθαίνει αφού μειώθηκε κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2020. Οι δε καθυστερήσεις στην κυπριακή Δικαιοσύνη, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση «The 2022 EU Justice Scoreboard», έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο αφού ο χρόνος που απαιτείται για την εκδίκαση των αστικών, εμπορικών και διοικητικών υποθέσεων είναι επταπλάσιος από τον μέσο χρόνο των 22 κρατών μελών. Ενώ παράλληλα στις εκθέσεις της Κομισιόν επισημαίνεται ότι οι διαθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία νέων εξειδικευμένων δικαστηρίων και η σύσταση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και Ανώτατου Δικαστηρίου, στοχεύουν στην αποτελεσματικότητα και την ποιότητα του δικαστικού συστήματος”.

 >>ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ- “Μεγάλη τομή- σημειώνει πρόσθετα- στη δομή της Δικαιοσύνης, αποτέλεσε η δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου που εκδικάζει σε πρώτο βαθμό τις προσφυγές, που το Σύνταγμα του 1960 καθόριζε ότι θα εκδικάζονταν από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, και οι οποίες το 1964 αποδόθηκαν στο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο. Η παραχώρηση της δικαιοδοσίας αυτής σε δικαστήριο άλλο από το ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο και η σύσταση για το σκοπό αυτό ενός νέου Διοικητικού Δικαστηρίου, όχι μόνο κρίθηκαν από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (2018) ότι δεν προσκρούουν στο δίκαιο της ανάγκης, αλλά και ότι το εν λόγω δικαστήριο λειτουργεί κατά τρόπο αποτελεσματικό και αίρει τις δυσχέρειες που προέκυψαν στην απονομή της δικαιοσύνης, λόγω της εκδίκασης τους από το ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο. Οι δώδεκα δικαστές της Ολομέλειας ομόφωνα αποφάσισαν ότι αιτιάσεις αναφορικά με τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορούν πλέον να τίθενται ως ζητήματα συνταγματικής τάξης επειδή αυτές απονέμονταν από το Σύνταγμα αποκλειστικά στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το δίκαιο της ανάγκης δεν επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης και συνεπώς δεν μπορεί να ανατραπεί. Επιπρόσθετα στην απόφαση της Ολομέλειας επιβεβαιώθηκε ότι η λειτουργία του νέου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης που επιβλήθηκε βάσει του δικαίου της ανάγκης το 1964, νόμιμα μπορούσε να τροποποιηθεί αφού στην απόφαση Imbrahim η λειτουργία του δεν ήταν προβλέψιμη ως θέμα αυστηρού δικαίου. 

Συνεπώς, ποια είναι τα πλήγματα στη Δικαιοσύνη και πού είναι η πολιτειακή εκτροπή όταν το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλήρη Ολομέλεια και ομόφωνα έκρινε ότι η υπό αναφορά αρμοδιότητα του θα μπορούσε διά νόμου να παραχωρηθεί σε νέο δικαστήριο (το Διοικητικό Δικαστήριο) το οποίο δεν προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1960; Το ίδιο ισχύει και για το Εφετείο που ως νέο δικαστήριο θα αναλάβει την εκδίκαση των εφέσεων που σήμερα υπάγονται στο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο και που επίσης δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα του 1960″.

>>ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ – Γιατί να μη θεωρείται ορθολογιστική αντιμετώπιση η επαναλειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η επαναφορά των αρμοδιοτήτων τους, όπως προνοείτο στο Σύνταγμα του 1960; Οι ισχυρισμοί ότι με τη μεταρρύθμιση δυνατό «να ανατραπεί το δίκαιο της ανάγκης» και «να καταστρέψουμε και το ίδιο το πολίτευμα της Κυπριακής Δημοκρατίας» συνιστούν κινδυνολογία η οποία ανατρέπεται από την απόφαση της Ολομέλειας. Με την υιοθέτηση των θέσεων αυτών ουδεμία μεταρρύθμιση ή αλλαγή θα ήταν επιτρεπτή σε πολιτειακούς θεσμούς που λειτουργούν βάσει του δικαίου της ανάγκης και στην ουσία θα εγκλωβίζεται η λειτουργία του κράτους.  

Η απόφαση Imbrahim, όπως αναφέρει η Ολομέλεια, έκρινε νόμιμη τη σύσταση του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρόλο ότι δεν προβλεπόταν στο Σύνταγμα και οι πρόνοιες του Ν.33/1964 δεν ήταν σύμφωνες με το γράμμα των διατάξεων του Συντάγματος. Τούτο γιατί ήταν επάναγκες να εξευρεθεί μηχανισμός επίλυσης του προβλήματος που λόγω της αποχώρησης των Τούρκων δικαστών δεν ήταν πλέον δυνατή η λειτουργία των δύο Δικαστηρίων που προβλέπονταν στο Σύνταγμα. Καταληκτικά το δίκαιο της ανάγκης επέβαλε τη λειτουργία ενός νέου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και η κατάληξη της Imbrahim, όπως πολύ ορθά αναφέρει ο Professor de Smith στο Constitutional Lawyers in Revolutionary Situations 7 Western Ontario Law Review (1968), «δεν ήταν κατ’ ανάγκην προβλέψιμη ως θέμα αυστηρού δικαίου». Συνεπώς, αβάσιμα υποστηρίζεται από νομικούς κύκλους ότι η μεταρρύθμιση δυνατό να ανατρέψει το δίκαιο της ανάγκης, όταν η απόφαση της Ολομέλειας (2018) επιβεβαίωσε την αρχή ότι αυτό δεν θα μπορούσε νόμιμα να αμφισβητηθεί ως ζήτημα συνταγματικής τάξης και ότι η λειτουργία του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου θα μπορούσε νόμιμα να τροποποιηθεί διά νόμου. 

Επισημαίνεται λοιπόν ότι οι αρμοδιότητες και η λειτουργία του υφιστάμενου Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν διέπονται από αυστηρό δίκαιο, δηλαδή μπορούν να τροποποιηθούν κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης και για τους λόγους που κρίνονται αναγκαίοι. Η επίκληση του δικαίου της ανάγκης στο προοίμιο των νομοσχεδίων, σύμφωνα με την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, είναι νομικά επιβεβλημένη για να θεμελιώνει τα πραγματικά και νομικά δεδομένα για ψήφιση των νόμων χωρίς την ψήφο των Τούρκων βουλευτών και η σημασία του δικαίου της ανάγκης  εξαντλείται στα θέματα αυτά. Διαφορετική θεωρείται η ανάγκη και οι σκοποί που επίσης καταγράφονται στο προοίμιο των νομοσχεδίων και δεν ελέγχονται από το δικαστήριο. Συνεπώς, ουδεμία σύγχυση ή αμφισβήτηση δημιουργείται από το προοίμιο, όταν η σημασία του δικαίου της ανάγκης διακρίνεται σαφώς από την ανάγκη και τους σκοπούς που επιβάλλουν την ψήφιση των νομοσχεδίων. Η αναφορά στο προοίμιο των νομοσχεδίων στις δύο βασικές ενότητες των ζητημάτων που δυσχεραίνουν την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή στα σοβαρά προβλήματα καθυστερήσεων και στον αναγκαίο αλληλοέλεγχο στην ανώτατη βαθμίδα της δομής της, δεν συνιστά πράξη αμφισβήτησης του δικαίου της ανάγκης”. 

Σύμφωνα με τον πρώην Υπουργό: “Η επαναλειτουργία των δύο δικαστηρίων και ειδικότερα η λειτουργία ανεξάρτητου Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου συνάδει πλήρως με τα σύγχρονα συστήματα δικαίου, συναντάται στα δικαστικά συστήματα των πλείστων κρατών μελών της ΕΕ και αποτελεί θεσμό σε δημοκρατικά πολιτεύματα που διαθέτουν Σύνταγμα, ως τον υπέρτατο νόμο της Πολιτείας. Τα εν λόγω δικαστήρια τυγχάνουν της έγκρισης και υποστήριξης των ευρωπαϊκών θεσμών, ως αναφέρεται σε ειδικές εκθέσεις της Επιτροπής και της Greco, καθότι στοχεύουν στην ποιότητα της δικαιοσύνης. Ενδεικτική είναι η διαδικασία που η Κομισιόν κίνησε επί παραβάσει κατά της Πολωνίας γιατί το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτήσεις ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου όπως απαιτεί η Συνθήκη”.

Διασφάλιση εξειδίκευσης- Αποφάσεις πιο γρήγορα

Ο Ιωνάς Νικολάου τονίζει ακόμη πως: “Με την επαναλειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου διασφαλίζεται επίσης η εξειδίκευση των δικαστών στα θέματα συνταγματικού και διοικητικού δικαίου, αφού όπως είναι γνωστό οι δικαστές του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου καλούνται να αποφασίσουν επί σοβαρών ζητημάτων δημοσίου δικαίου, ενώ πριν τον διορισμό τους για δεκαετίες είχαν πλήρη αποστασιοποίηση από αυτά. Η έλλειψη εξειδίκευσης, δυστυχώς όλα αυτά τα χρόνια, έχει δημιουργήσει και ποιοτικά προβλήματα, όπως είναι η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων ιδιαίτερα στο τομέα του Διοικητικού Δικαίου και η ανάλυση πολύ σοβαρών συνταγματικών θεμάτων είναι πολλές φορές τόσο συνοπτικές που δεν αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα του υπό συζήτηση θέματος.

Ο συγκεντρωτισμός σε ένα ενιαίο σώμα, όπως είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζει τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη του πολίτη. Όπως πολύ ορθά επισήμαναν και δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η επαναλειτουργία των δύο δικαστηρίων στην ανώτερη βαθμίδα της Δικαιοσύνης, που θα λειτουργούν ως ίσα και ανεξάρτητα δικαστήρια, εξισορροπεί τη λειτουργία τους και επαυξάνει την εμπιστοσύνη του πολίτη στον θεσμό, αλλά και στη δημοκρατική άσκηση της δικαστικής εξουσίας. 

Αποτελεί επίσης ανάγκη, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει αμεσότερα, γρηγορότερα και με έγκυρο και σαφή τρόπο συνταγματικά θέματα χωρίς να αναμένεται να ασκηθεί ο έλεγχος αυτός μόνο κατ’ έφεση και μετά από πολλά χρόνια. Δηλαδή το εκδικάζον δικαστήριο θα μπορεί να εξασφαλίσει από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έγκυρη και σαφή απόφαση υπό μορφή γνωμοδότησης επί συνταγματικού ζητήματος που είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιον του υπόθεσης και κρίνεται από το ίδιο σκόπιμο να εξεταστεί άμεσα. Με τον σαφή προσδιορισμό των νομικών θεμάτων για τα οποία ζητείται η γνωμοδότηση, των πραγματικών δεδομένων που στηρίζουν τα ερωτήματα και των λόγων που θεωρείται σκόπιμη η παραπομπή επιτρέπεται ο έλεγχος των παραπομπών ώστε να αποφεύγεται η καταχρηστική αξιοποίηση τους. Κατά την διαμόρφωση της νέας ρύθμισης του Άρθρου 144 του Συντάγματος λήφθηκαν υπόψη οι διαπιστώσεις των δικαστών κατά τα τέσσερα χρόνια εφαρμογής του, ώστε να αποφευχθούν αδικαιολόγητες παραπομπές, καθυστερήσεις, εμπόδια και έξοδα”.  

“Σημαντική – για τον πρώην Υπουργό-  θα είναι επίσης η συμβολή της επαναλειτουργίας των δύο ανώτατων δικαστηρίων στην επιτάχυνση των διαδικασιών και την εφαρμογή του κράτους δικαίου. Δεν είναι υπερβολή ότι οι καθυστερήσεις οδηγούν το δικαστικό σύστημα σε κατάρρευση, ούτε ότι πλήττουν το κράτος δικαίου και την εμπιστοσύνη των πολιτών, και ότι προκαλούν σημαντικότατο κόστος στην οικονομία και αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη. Η επαναλειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα προσφέρει τη δυνατότητα να αποφασίζονται αμεσότερα, γρηγορότερα και με έγκυρο και σαφή τρόπο ζητήματα που εγείρονται σε εκκρεμούσες υποθέσεις και που καθορίζουν τον χειρισμό τους από τα κατώτερα δικαστήρια. 

Ενδεικτικές είναι οι αρμοδιότητες των εν λόγω δικαστηρίων να εκδικάζουν, μετά από παραπομπή από το Εφετείο, έφεση σε απόφαση δικαστηρίου, επί θεμάτων μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή για σκοπούς συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. Καθώς επίσης και οι αρμοδιότητες τους να αποφασίζουν σε τρίτο και τελευταίο βαθμό, επί νομικών θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση και σχετίζονται είτε με αλλαγή πάγιας νομολογίας είτε με την ανάγκη ορθής εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής διάταξης νόμου είτε με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας είτε για σκοπούς συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, είτε με ζητήματα που κρίνονται από το Εφετείο ότι θα πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Είναι καλά γνωστό ότι αντίστοιχα θέματα σε τελευταίο βαθμό σήμερα αποφασίζονται καθυστερημένα και μόνο στο πλαίσιο εκδίκασης έφεσης, όπως έγινε με την εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούσαν την μείωση μισθών και συντάξεων του 2011 για τις οποίες χρειάστηκαν εννέα χρόνια για την εκδίκαση τους από πλήρη Ολομέλεια, ενώ δεν έχει εκδικαστεί έφεση σε πρωτόδικη απόφαση στις αστικές υποθέσεις που αφορούσε το κούρεμα για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και τα αξιόγραφα που εκκρεμούν από το 2013. Οι υποθέσεις αυτές καθώς και οι συγκρουόμενες ή αντιφατικές αποφάσεις μέχρι να αποφασιστούν κατ’ έφεση από πλήρη Ολομέλεια, ταλανίζουν τα δικαστήρια μας προκαλώντας προβλήματα τόσο στον δικαστικό χρόνο όσο και στην αξιοπιστία των δικαστηρίων μας”.      

“Πιστεύω- καταλήγει ο πρώην Υπουργός- ότι από τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι, επιπρόσθετα με την αντιμετώπιση του backlog και τη σύσταση του Εφετείου, η επαναλειτουργία των δύο δικαστηρίων στην ανώτατη βαθμίδα της δικαιοσύνης και ο απαιτούμενος αυτοέλεγχος, συνδράμουν ουσιωδώς στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας του δικαστικού μας συστήματος, ως του ακρογωνιαίου λίθου της εμπιστοσύνης των πολιτών στα δικαστήριά μας”.