Πρόταση νόμου με την οποία θέλει να διασφαλίσει τον αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο των κρατικών αξιωματούχων, καταθέτει η βουλευτής Ειρήνη Χαραλαμπίδου. Μια διευθέτηση η οποία εάν τελικά ψηφιστεί από τη Βουλή, θα υποχρεώνει ακόμα και τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα να παρουσιάζεται όταν καλείται, ενώπιον των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών για έλεγχο. 

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου, σκοπός της πρότασης νόμου είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, ειδικά μετά τη θέση της Κυβέρνησης, στη βάση σχετικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι οι υπουργοί της Κυβέρνησης δεν υπόκεινται στον κοινοβουλευτικό έλεγχο και δεν είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται ενώπιον των κοινοβουλευτικών επιτροπών, σε αντίθεση με την καθιερωμένη πρακτική των τελευταίων δεκαετιών.  

Η βουλευτής Ειρήνη Χαραλαμπίδου, εξηγεί πως, όπως είναι σήμερα ο Νόμος της Βουλής (Ν.21/1985), υποχρέωση εμφάνισης ενώπιον της Βουλής έχουν μόνο ο Γενικός Ελεγκτής με τον Βοηθό του, ο Διοικητής της Κεντρικής και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Δεν έχουν τέτοια υποχρέωση ο Πρόεδρος, οι Υπουργοί, Υφυπουργοί, ο Γενικός Εισαγγελέας, ούτε και οι πρόεδροι και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ημικρατικών, οι δήμαρχοι, κοινοτάρχες κ.λπ. , όπως και οι δικαστές.

Με βάση την τροπολογία, ουδείς θα εξαιρείται από τον νόμο πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας και των δικαστών. 

Η πρόταση ουσιαστικά τροποποιεί τον σχετικό νόμο που αφορά στον περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές. 

Συγκεκριμένα, η τροποποίηση αφορά στην αντικατάσταση του ορισμού «Ανεξάρτητος Αξιωματούχος» σε «Κρατικό Αξιωματούχο και ως εκ τούτου, η οποιαδήποτε αναφορά σε «Ανεξάρτητος Αξιωματούχος» θα ερμηνεύεται ως «Κρατικός Αξιωματούχος».

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην πρόταση νόμου, «Κρατικός Αξιωματούχος» σημαίνει υπουργός, υφυπουργός, κυβερνητικός εκπρόσωπος, τους εις το Μέρος VI του Συντάγματος αναφερόμενους Ανεξάρτητους Αξιωματούχους της Δημοκρατίας, τον Αρχηγό και Υπαρχηγό της Αστυνομίας, τον Αρχηγό και Υπαρχηγό της Εθνικής Φρουράς, τον Διευθυντή του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας, τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, επίτροπο, έφορο, ρυθμιστή ή πρόεδρο και μέλη Αρχής ή άλλου Σώματος που διορίζονται με βάση νόμο ή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, οι πρόεδροι και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των Αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, και κάθε άλλο πρόσωπο που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος και το οποίο κατέχει αξίωμα ή θέση για τα οποία ο μισθός ή η αντιμισθία ή η αποζημίωση ή η χορηγία καταβάλλεται από τη Δημοκρατία ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν περιλαμβάνει όμως τον κάτοχο θέσης στη Δικαστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.»

Προστίθεται ακόμα ότι το άρθρο 11 του βασικού νόμου τροποποιείται με την προσθήκη στο τέλος του εδαφίου (3) της ακόλουθης επιφύλαξης: «Νοείται ότι σε περίπτωση που η υπόθεση αφορά τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η Βουλή αποφασίσει ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει περαιτέρω προώθηση του θέματος, διαβιβάζει το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής, μαζί με το συλλεγέν πραγματικό υλικό, προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».

 Η κ. Χαραλαμπίδου εξηγεί επίσης πως, «ο νόμος όπως είναι σήμερα προβλέπει ότι, εάν υπάρχει παραβίαση του νόμου, η Ολομέλεια μπορεί να αποφασίσει απευθείας παραπομπή του θέματος στον Γενικό Εισαγγελέα ή, σε περιπτώσεις ιδιαίτερης για το δημόσιο συμφέρον σημασίας, σύσταση εξεταστικής επιτροπής. Για αυτή τη δεύτερη περίπτωση γίνεται με την τροπολογία διευκρίνιση πως, αν η Ολομέλεια αφού εξετάσει το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής αποφασίσει πως υπάρχει υπόθεση, τότε στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα το πόρισμα δεν πάει φυσικά στον ίδιο αλλά στον Πρόεδρο».