«Η κυβέρνηση χάνει, όμως η αντιπολίτευση δεν έχει κερδίσει ακόμα». Σε αυτή την αντιφατική πρόταση κρύβεται η πολύ λεπτή ισορροπία του πολιτικού συστήματος στην Τουρκία, αλλά και η εύθραυστη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σχεδόν έξι μήνες πριν από τις ιστορικές βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2023.

Από τη μια πλευρά, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αποτελείται από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ), είναι ξεκάθαρο ότι απώλεσε την ικανότητά του να «μαγεύει» τα πλήθη. Έχασε μεγάλο μέρος της δυνατότητας να κινητοποιεί πλατιές μάζες με στόχο την αναπαραγωγή της εξουσίας του. Δεν μπορεί να πείσει ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, πέραν από τον όλο και πιο στενό συντηρητικό – εθνικιστικό κύκλο των ψηφοφόρων που δέθηκαν στο άρμα της εξουσίας και ταύτισαν την κοινωνική τους ύπαρξη με το μέλλον της παρούσας διακυβέρνησης. Υπό μία έννοια λοιπόν, ο Ερντογάν ως ο βασικός παρονομαστής του πλέγματος της εξουσίας σήμερα, λειτουργεί υπό το βάρος της δραματικής αμφισβήτησης της επιρροής του. Στο σημείο αυτό εξηγείται και η παράμετρός του ότι «η κυβέρνηση χάνει».

Από την άλλη πλευρά όμως, οι κύριες δυνάμεις της τουρκικής αντιπολίτευσης παρόλο που καταγράφουν μια σταθερότητα στην ενίσχυση της δημοφιλίας τους, μέχρι στιγμής δεν μετατράπηκαν σε τάσεις που να δείχνουν μια ξεκάθαρη ανατροπή των πολιτικών ισορροπιών. Η συνεργασία των μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν κατάφερε να μετασχηματιστεί στο επίκεντρο της κοινωνικής κινητοποίησης όλων αυτών των στρωμάτων που απομακρύνθηκαν από την εξουσία και αναζητούν μια νέα πολιτική στέγη. Με λίγα λόγια, η βασική πλευρά της αντιπολίτευσης ενάντια στον Ερντογάν δεν έχει πείσει ακόμα ότι μπορεί με αποτελεσματικό τρόπο να καταργήσει οριστικά τον μύθο της σταθερότητας της προηγούμενης εικοσαετίας, έστω και αν όντως τον έχει αμφισβητήσει. Στο σημείο αυτό εξηγείται και η παράμετρός του ότι «η αντιπολίτευση δεν έχει κερδίσει ακόμα». Πώς μπορεί λοιπόν να γίνει κατανοητή αυτή η θολή και γεμάτη ερωτηματικά πραγματικότητα που εκπέμπει η προεκλογική περίοδος στην Τουρκία; Ποιες είναι οι βασικές εκλογικές τάσεις που κατέγραψαν το τελευταίο διάστημα οι δημοσκοπήσεις και πώς αυτές συνδέονται με τις τακτικές κυβέρνησης και αντιπολίτευσης;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Η πολυδιάσπαση ως εργαλείο εξουσίας

Για να απαντηθούν έστω και περιληπτικά τα προαναφερθέντα ερωτήματα, θα πρέπει προηγουμένως να ξεκαθαριστεί ο χαρακτήρας και ο προσανατολισμός του βασικού μπλοκ της αντιπολίτευσης σήμερα. Είναι γεγονός ότι τα ερωτήματα γύρω από την ικανότητα της αντιπολίτευσης να οδηγήσει σε μια ουσιαστική πολιτική αλλαγή, απασχολούν την Τουρκία εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Τουλάχιστον μια δεκαετία προηγουμένως, στο φόντο της εξέγερσης του Γκεζί το 2013, δημιουργήθηκαν σοβαρές προϋποθέσεις για μια πλατιά και μαζική αντιπολιτευτική πλατφόρμα ενάντια στον Ερντογάν. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Ούτε και αφηρημένες ήταν οι προσδοκίες που γέννησε. Αντίθετα, τα αποτελέσματα των εκλογών του 2015 που έφεραν για πρώτη φορά το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) στην Εθνοσυνέλευση και εμπόδισαν τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης ΑΚΡ, ήταν οι πρακτικές αποδείξεις κατάρρευσης του μύθου περί ενός «παντοτινά αήττητου Ερντογάν».

Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι στην περίοδο που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, μια βασική επιτυχία του Ερντογάν ήταν η αναπαραγωγή των διαιρέσεων εντός της αντιπολίτευσης. Η ολοκληρωτική δαιμονοποίηση του αριστερού κουρδικού κινήματος, η περιθωριοποίηση του HDP από όλα τα βασικά κόμματα, αλλά και οι συνθήκες καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκαν, ήταν παράγοντες που συνέβαλαν στη διατήρηση της πολυδιάσπασης του αντικυβερνητικού μετώπου. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Στις προεδρικές του 2018, η αντιπολίτευση συμμετείχε με τρεις διαφορετικές υποψηφιότητες, με αποτέλεσμα την έστω και δύσκολη επικράτηση Ερντογάν από τον πρώτο γύρο. 

Η αντιπολιτευτική ψυχή του 2019 

Η συγκεκριμένη ήττα όμως λειτούργησε «διδακτικά». Το αποτέλεσμα του 2018 έδειξε ότι η αναπαραγωγή μιας διασπασμένης αντιπολίτευσης παρέμεινε ένα από τα λίγα αλλά καθοριστικά εργαλεία αναπαραγωγής μιας εξουσίας που ήταν ήδη σε κατάσταση «κατάρρευσης». Έτσι η αντιπολίτευση αποφάσισε να προχωρήσει στο πρώτο πείραμα κοινών υποψηφιοτήτων στις δημοτικές εκλογές το 2019. Μια δοκιμή ιδιαίτερα πετυχημένη αφού η επικράτηση της αντιπολιτευτικής συνεργασίας σε μια σειρά περιοχών στρατηγικής σημασίας, προσέφερε ένα είδος ψυχολογικής ανάτασης. Ήταν πλέον φανερό ότι ο Ερντογάν μπορούσε να ηττηθεί στην κάλπη. Αυτή η προοπτική της συνεργασίας εντελώς διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων σε ένα αντικυβερνητικό άξονα, δημιούργησε αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε η «ψυχή του 2019».

Σε αυτό το πλαίσιο το ουσιαστικότερο αποτέλεσμα ήταν η κατάληξη στη σημερινή συνεργασία έξι κομμάτων, η οποία επιτεύχθηκε με πρωτοβουλία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Πρόκειται για τη δημιουργία ενός κοινού προγράμματος διακυβέρνησης και εξεύρεσης κοινού υποψηφίου για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Εκτός του CHP, η συνεργασία περιλαμβάνει το Καλό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Μέλλοντος, το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου και το Κόμμα Ευδαιμονίας. 

Το ιδεολογικό επίκεντρο των έξι κομμάτων είναι όλες οι πτυχές της τουρκικής Δεξιάς που για διαφορετικούς λόγους δεν αποτελούν μέρος της εξουσίας. Το Κόμμα του Μέλλοντος και το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου αποτελούν τις πιο πρόσφατες διασπάσεις του κυβερνώντος ΑΚΡ και επιδιώκουν να καθιερωθούν στον συντηρητικό χώρο. Το Κόμμα της Ευδαιμονίας είναι ισλαμικό. Το Δημοκρατικό Κόμμα επιδίωξε ανεπιτυχώς να εκφράσει την παραδοσιακή κεντροδεξιά της κληρονομιάς Μεντερές και Ντεμιρέλ. Ενώ όπως είναι γνωστό, το Καλό Κόμμα της Άκσιενερ αποτελεί διάσπαση της ακροδεξιάς του MHP. Την ίδια στιγμή, ο στυλοβάτης της προσπάθειας, το CHP, συνεχίζει με δυσκολίες να συγκεντρώνει τα βασικά στοιχεία της τουρκικής σοσιαλδημοκρατίας και της κεμαλικής κοσμικότητας και εθνικισμού. Επομένως η ιδεολογική ανομοιομορφία που χαρακτηρίζει τη «συνεργασία των έξι», αφήνει ανοιχτές πόρτες σε διαφωνίες και διασπάσεις. Ωστόσο είναι γεγονός ότι σε κάποια θέματα πολιτικής τα συγκεκριμένα κόμματα κατάφεραν να συνεργαστούν. Το σημαντικότερο που αποτελεί και την κοινή τους πλατφόρμα, είναι η κατάληξη σε μια ολοκληρωμένη πρόταση συνταγματικής αλλαγής που θα οδηγήσει την Τουρκία στην υιοθέτηση ενός «ενισχυμένου κοινοβουλευτικού συστήματος». Όπως γίνεται κατανοητό, η πρόταση αυτή αφορά στην περίοδο μετά τις εκλογές και συνεπώς εξαρτάται πρωτίστως από τις ισορροπίες της κάλπης.

*Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου