Η Τουρκία βρίσκει «διέξοδο» στη Βρετανία και οι δύο χώρες στήνουν μια στρατηγική συνεργασία ελέγχου της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτή την εξίσωση βασικοί παράμετροι είναι η αμυντική συνεργασία, κοινές δράσεις/ασκήσεις, η ανάπτυξη σχέσεων στο πεδίο της στρατιωτικής βιομηχανίας ενώ είναι προφανές πως στην εξίσωση μπαίνουν εκ των πραγμάτων και οι βρετανικές βάσεις. Αυτό το τελευταίο αναμένεται -φυσιολογικά- ότι θα αποτελέσει την απάντηση της Λευκωσίας σε αυτή τη στρατηγική συμμαχία, την οποία παρακολουθεί και όπως συναφώς πληροφορούμαστε εκφράζεται ανησυχία για το πώς θα εξελιχθεί, καθώς εκτιμάται ότι θα επηρεάσει αρνητικά τα συμφέροντα της Λευκωσίας. Εμπειρογνώμονες με τους οποίους επικοινωνήσαμε ανέφεραν πως αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτα, θα τεθεί το θέμα των Βάσεων. Σημείωναν δε, πως υπάρχουν έκπαλαι και επεξεργασμένα σενάρια, εάν και εφόσον, υπάρξει πολιτική απόφαση σε σχέση με το κεφάλαιο αυτό, των Βάσεων δηλαδή.

Είναι προφανές πως η Κυπριακή Δημοκρατία έχοντας υπόψη τις κοινές δράσεις, τις κινήσεις διεύρυνσης της συνεργασίας με άλλες χώρες της περιοχής, δεν μπορεί να μην αντιδράσει και να χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης τις βρετανικές βάσεις, αν και μόνο μια φορά στο παρελθόν, έχει αξιοποιήσει αυτό το εργαλείο.  Σημειώνεται πως Λονδίνο και Άγκυρα προσπαθούν να προσελκύσουν Ρώμη και Μαδρίτη. 

Οι Ιταλοί είναι πολύ προσεκτικοί, σε κάποιο βαθμό και επιφυλακτικοί αν και δεν κλείνουν την πόρτα (έγινε τριμερής συνάντηση των υπουργών Άμυνας Ιταλίας, Βρετανίας, Τουρκίας) ενώ οι Ισπανοί έχουν και οικονομικά συμφέροντα, με την αγορά αεροπλανοφόρου από την Τουρκία, το «Ανατολού». Το αεροπλανοφόρο αναμένεται ότι θα «εγκατασταθεί» στην περιοχή κοντά στη Λιβύη και θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να κινείται «επιθετικά» τόσο κατά της Κύπρου, της Ελλάδος και οποιασδήποτε γειτονικής χώρας. Θα συνιστά μόνιμη απειλή, «μπαμπούλας» για τα κράτη της περιοχής.

Είναι προφανές πως Άγκυρα και Λονδίνο, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε., επιχειρούν να δημιουργήσουν μια περιφερειακή μόνιμη πολιτική ελέγχου, λειτουργώντας ως αντίβαρο στη Γαλλία και έχοντας ως κοινό πεδίο δράσης και προσοχής τη Λιβύη. Τούτο σημαίνει πως πέραν της Γαλλίας, που ειρήσθω εν παρόδω, παρακολουθεί από κοντά τις κινήσεις αυτές των δύο… άσπονδων φίλων της, υπάρχουν κι άλλες χώρες που επηρεάζονται. Λόγω Λιβύης αντιδρά και η Αίγυπτος, που επίσης φαίνεται να έχει πλήρη ενημέρωση για τα τεκταινόμενα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η Βρετανία, η Τουρκία και η Ανατολική Μεσόγειος

Στην ατζέντα αυτής της συνεργασίας είναι και η αμυντική βιομηχανία. Φαίνεται δε ότι αυτή είναι και η μεγάλη εικόνα των στρατηγικών επιδιώξεων των δυο αυτών χωρών, πέραν των στρατηγικών ευρύτερων επιδιώξεων. Το Λονδίνο έχει επενδύσει σημαντικά στον τομέα αυτό εδώ και χρόνια. Η Άγκυρα κτίζει τη βιομηχανία αυτή και την αναπτύσσει επικίνδυνα καθώς κάθε νέο οπλικό σύστημα που κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται για να εκτοξεύσει η κατοχική Τουρκία απειλές. Ο Ερντογάν, με αφορμή την κατασκευή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, ανέφερε σε εκδήλωση στη Σαμψούντα τα εξής: «Τώρα αρχίσαμε να φτιάχνουμε τους πυραύλους μας. Φυσικά, αυτή η παραγωγή τρομάζει τον Έλληνα. Όταν λες “Tayfun” (Τυφώνας), ο Έλληνας φοβάται. Στην Ελλάδα, λένε ότι θα χτυπήσει την Αθήνα. Φυσικά και θα χτυπήσει, αν δεν κάτσετε ήρεμα». Συνεπώς, κάθε όπλο που κατασκευάζεται έχει και στόχο. Στρέφεται εναντίον μιας άλλης χώρας.

Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της αθηναϊκής εφημερίδας «Καθημερινή» ( Βασίλης Νέδος, 11 Δεκεμβρίου 2022), «το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί κρίσιμο εταίρο της Τουρκίας στον στρατηγικό στόχο της Άγκυρας να εξασφαλίσει κρίσιμη γι’ αυτήν στρατιωτική τεχνολογία, ειδικότερα, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την προσπάθεια να αναπτύξει το εγχώριας σχεδίασης και κατασκευής τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος. Για τις ανάγκες του λεγόμενου TF-X έχουν γίνει ήδη διαπραγματεύσεις αλλά και συμφωνίες μεταξύ των τουρκικών κρατικών εταιρειών και της BAE Systems, καθώς επίσης συζητήσεις με τη Rolls Royce για την πιθανότητα κατασκευής κινητήρα για το αεριωθούμενο αεροσκάφος που επιθυμεί να κατασκευάσει η Τουρκία. Παρά το γεγονός ότι έως τώρα έχει γίνει σαφές πως οι συζητήσεις αυτές δεν έχουν καταλήξει σε κάποιο απτό αποτέλεσμα, οι επαφές συνεχίζονται. Άλλωστε, ήδη στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV), τουρκικές εταιρείες έχουν καταφέρει να εισέλθουν στην εμπορική αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου».

Η νέα αυτή συνεργασία, επηρεάζει την περιοχή και ειδικώς την Κύπρο, ανεξαρτήτως τι λένε οι Βρετανοί. Είναι δε σαφές πως συνιστά κίνηση αποσταθεροποίησης, ενίσχυσης των σχεδιασμών ελέγχου. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση στη Λευκωσία να καθησυχάζονται από τις όποιες καθησυχαστικού χαρακτήρα παρεμβάσεις του Λονδίνου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΗΠΑ: Σφοδρές αντιδράσεις για την πιθανή πώληση F-16 στην Τουρκία

Είναι προφανές πως σε αυτή την γεωπολιτική και γεωστρατηγική προσπάθεια, βασικοί παίκτες είναι δυο χώρες που διαθέτουν στρατεύματα στην Κύπρο. Η Τουρκία, που είναι χώρα κατακτητής -κατέχει διά της ισχύος εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας- και η Βρετανία, που επικαλούμενη Συμφωνίες από το 1960, διαθέτει στο νησί στρατιωτικές βάσεις. Οι δύο αυτές χώρες, αναπτύσσουν μια συνεργασία που επηρεάζει την Κύπρο. Επηρεάζουν όμως και την Ε.Ε., η οποία θα έχει απέναντι της μια περιφερειακή στρατηγική δύναμη, που έχει σαφείς επιδιώξεις και στόχους, που ποσώς δεν συνάδουν με τις δικές της. Η Βρετανία επιχειρεί να σταθεί απέναντι στη Γαλλία αξιοποιώντας και συμφέροντα της κατοχικής Τουρκίας. Συνεπώς δεν στρέφεται μόνο κατά της Κύπρου, αλλά πρέπει να απασχολήσει όλες τις χώρες της περιοχής. 

Να σηκώσει το γάντι, όπως έγινε το 2007

Είναι ξεκάθαρο πως αποτρεπτικά η Λευκωσία έχει βασικό εργαλείο το θέμα των Βρετανικών Βάσεων, ένα θέμα, το οποίο- ειρήσθω εν παρόδω- θεωρείται ταμπού για το πολιτικό σύστημα. Το θέμα, όμως, αυτό ανακινείται, αν και όχι τόσο συχνά. Υπενθυμίζεται συναφώς πως αμέσως μετά τη Συμφωνία του Εγγράφου Στρατηγικού Συνεταιρισμού Μεγάλης Βρετανίας-Τουρκία, που υπογράφηκε στις 23.10.2007, η Κυπριακή Κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει μέτρα. Σύμφωνα με πρακτικά της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 7 Νοεμβρίου 2007 (επί προεδρίας Τάσσου Παπαδόπουλου), λήφθηκαν αποφάσεις αντιμετώπισης της αρνητικής εκείνης εξέλιξης. Όπως αναφέρουν τα πρακτικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Τ. Παπαδόπουλος), χαρακτήρισε την υπογραφή του Εγγράφου, ως σοβαρή αρνητική εξέλιξη, «αφού αποσκοπεί στη συστηματική προαγωγή χωριστής ανάπτυξης του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων σε κρατική οντότητα και χωριστών σχέσεων με άλλες χώρες.

…Η Κυβέρνηση έκρινε αναγκαία τη συνολική επανεξέταση όλου του φάσματος των δεσμεύσεων προς αναθεώρηση των σχέσεών μας με το Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε αυτές να τεθούν στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού της κυρίαρχης ισότητας και τις ισοτιμίας, της αμοιβαιότητας και της αρχής της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε.». Εκείνη η απόφαση του 2007, που δεν υλοποιήθηκε καθώς στο μεταξύ άλλαξε η κυβέρνηση στην Κύπρο, είναι εκεί και έχει τύχει και επεξεργασίας από εμπειρογνώμονες του κράτους. Αυτό που επεξεργάσθηκαν ήταν πώς θα κινείτο το κυπριακό κράτος σε σχέση με μια σειρά ζητήματα, που αφορούν –μεταξύ άλλων– τη λειτουργία των στρατιωτικών Βάσεων.

Είναι σαφές πως το κεφάλαιο αυτό, της παρουσίας δηλαδή, των Βρετανικών Βάσεων, αφορά και το Κυπριακό, αν και δεν συνδέθηκε ποτέ. Και το αφορά σε σχέση με τη διεθνή πτυχή, το ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων αλλά και το εδαφικό. Το ζητούμενο για τις εκάστοτε κυβερνήσεις είναι κατά πόσο η χώρα θα εισέλθει σε μια τροχιά αποαποικιοποίησης. Χρειάζεται πολιτική απόφαση.