Η περικοπή των κονδυλίων που αφορούσαν στην ενίσχυση του Τμήματος Δασών για αντιμετώπιση των πυρκαγιών, το κλείσιμο του Δασικού Κολεγίου από την πόρτα του οποίου έβγαιναν «εμπειροπόλεμοι» δασοπυροσβέστες, η μείωση του προσωπικού, τα εμπόδια στη δημιουργία αντιπυρικών λωρίδων σε ιδιωτικές περιουσίες, και η λειτουργία του Τμήματος Δασών περίπου όπως τη δημόσια υπηρεσία αλλά και η μη κατάσβεση των πυρκαγιών κατά μέτωπο, οδήγησαν στις καταστροφές της Σολιάς, του Αρακαπά – ορεινής Λάρκακας και άλλων περιοχών.

Βεβαίως, στα πιο πάνω πρέπει να συμπεριλάβουμε και την ευθύνη των πολιτών είτε αυτοί είναι γεωργοί που καψαλίζουν χόρτα, είτε ιδιοκτήτες μίας εκ των 10.000 μεμονωμένων κατοικιών (πολλές εκ των οποίων πλησίον ή εντός δασών), τους διάφορους τεχνίτες οι οποίοι εκτελούν εργασίες στην ύπαιθρο, που προκαλούν πυρκαγιές έστω και χωρίς να το θέλουν. Θα πρέπει να σημειωθεί, πως είναι κοινώς παραδεκτό, πως τόσον η ηγεσία του Τμήματος Δασών όσον και οι δασοπυροσβέστες  δίνουν κάθε φορά τη μάχη, ανεξαρτήτως ελλείψεων και τυχόν αδυναμιών που καταγράφονται.

Πυρκαγιές ξεσπούσαν ανέκαθεν στην Κύπρο και είναι απορίας άξιο, για όσους δεν γνωρίζουν, το γεγονός ότι άλλοτε σβήνονταν πυρκαγιές χωρίς πτητικά μέσα, δίχως πυροσβεστικά οχήματα και δίχως …νερό! Υπερβολές; Όχι απαντά ο πρώην διευθυντής του Τμήματος Δασών και πρώην γενικός διευθυντής στο υπουργείο Γεωργίας κ. Λουκάς Παιονίδης, ο οποίος υποδεικνύει, πως το πρώτο πυροσβεστικό όχημα παρελήφθη από το Τμήμα Δασών το 1924. 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Στο ερώτημα, πως έσβηναν τις πυρκαγιές τα παλαιότερα χρόνια, η απάντηση είναι ότι υπήρχε τεχνική όπως η χρήση του «αντιπυρ», όπως και η κατά μέτωπον  αντιμετώπιση της φωτιάς, η εμπειρία, η επιτήρηση των δασών κ.λπ. Βεβαίως και παλαιότερα κάηκαν μεγάλες εκτάσεις, αλλά όπως αναφέρει ο κ. Παιονίδης, την περίοδο της τουρκικής εισβολής ή και παλαιότερα στην Τηλλυρία δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε ένας κουβάς νερό για κατάσβεση των πυρκαγιών. Πώς σβήνονταν λοιπόν οι πυρκαγιές; Είναι απλό: Ήξεραν και τις έσβηναν. Σήμερα, παρ’ όλες τις αδυναμίες που διαπιστώνονται, υπάρχουν πτητικά μέσα (στην τελευταία πυρκαγιά χρησιμοποιήθηκαν 11) υπάρχουν δεκάδες πυροσβεστικά οχήματα, βυτιοφόρα ανεφοδιασμού, εκσκαφείς για δημιουργία αντιπυρικών λωρίδων καθώς και προσωπικό έστω και ελλιπές. Ύστερα από τις τελευταίες πυρκαγιές και τις εξαγγελίες για ενίσχυση των πυροσβεστικών δυνάμεων υπάρχει αισιοδοξία ότι έρχονται καλύτερες μέρες για τα δάση και γενικότερα για το περιβάλλον της Κύπρου; 

Ο κ. Παιονίδης είναι απαισιόδοξος και εκφράζει φόβους για τα χειρότερα. Υπάρχουν και χειρότερα; Τόσον ο ίδιος, όσον και άλλοι πρώην διευθυντές του Τμήματος Δασών αλλά και ο νυν διευθυντής, τρέμουν στην ιδέα ότι πιθανώς να ξεσπάσει πυρκαγιά στις κοιλάδες Σολιάς και Μαραθάσας ή στο Πέρα Πεδί όπως συνέβη πρόσφατα, διότι η καταστροφή του δάσους του Τροόδους δεν αποτελεί σενάριο αντεπιστημονικής φαντασίας. 

Μάλιστα, έξι πρώην διευθυντές του Τμήματος είχαν προειδοποιήσει για την επερχόμενη (το 2016) καταστροφή δασών στη Σολιά αλλά και πρόσφατα. Κατά διαβολική σύμπτωση, η τελευταία επιστολή με την οποία ο κ. Παιονίδης προειδοποιούσε για τους κινδύνους από ενδεχόμενη πυρκαγιά εστάλη στο Τμήμα Δασών το Σάββατο 23 Ιουνίου, μόλις μερικές ώρες πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά στον Αρακαπά. 

Αλλά και στην περίπτωση της Σολιάς, μερικές μέρες προτού ξεσπάσει η πυρκαγιά που κατέκαυσε 18,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα δάσους, πρώην διευθυντής του Τμήματος Δασών, διαβλέποντας τι θα ακολουθούσε λόγω των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν, απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας καταγράφονταν και τα εξής:  

«Δεν μπορώ να αντιληφθώ ούτε να δεχθώ πως ένα κράτος που στοχεύει στη  μεταρρύθμιση και στον εκσυγχρονισμό επιτρέπει να διαιωνίζονται εργασιακές διαφορές που αδρανοποιούν σε σημαντικό βαθμό ένα Τμήμα που δεν μπορεί πλέον να εκτελέσει την αποστολή του αποτελεσματικά, δηλαδή την προστασία των δασών και της φύσης. Ευχόμενοι και προσευχόμενοι ότι δεν θα εκδηλωθεί μεγάλη πυρκαγιά για την οποία όλοι θα φέρουμε ευθύνη». 

Το έγκλημα του Δασικού Κολεγίου 

Πρώην στελέχη του Τμήματος Δασών αλλά να νυν εργαζόμενοι στο Τμήμα, θεωρούν έγκλημα την αναστολή λειτουργίας του Δασικού Κολεγίου, το οποίο σύμφωνα με τον κ. Παιονίδη λειτούργησε ως εκπαιδευτήριο των ηγητόρων της κατάσβεσης της πυρκαγιάς.

Σε επιστολή τους προς τον υπουργό Γεωργίας έξι πρώην διευθυντές του Τμήματος Δασών προειδοποιούσαν ότι η αναστολή της λειτουργίας του Κολεγίου για λόγους εξοικονόμησης χρημάτων θα έφερνε δεινά στον τόπο. 

Βεβαίως, όχι μόνο εξοικονόμηση δεν προέκυψε αλλά επωμιστήκαμε πολλαπλάσιο κόστος αν ληφθεί υπόψιν πως μόνο η φωτιά της Σολιάς είχε κόστος €110 εκατ. Αυτό συμβαίνει όταν εμπλέκονται άσχετοι στη διαχείριση αμύθητων θησαυρών όπως τα δάση της Κύπρου κάνοντας απλώς προσθαφαιρέσεις οι οποίες αποδείχτηκε πως έφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα. 

Οι έξι πρώην διευθυντές επεσήμαιναν ανάμεσα σε άλλα: «Πληροφορηθήκαμε κατά την τελετή της αποφοίτησης των σπουδαστών του Δασικού Κολλεγίου Κύπρου στις 28 Ιουλίου 2013, ότι υπάρχει πιθανότητα τερματισμού της λειτουργίας του Δασικού Κολεγίου Κύπρου (Δ.Κ.Κ) από την παρούσα Κυβέρνηση και άρνηση του Υπουργείου Οικονομικών να επιτρέψει την πρόσληψη φέτος νέων δασικών μαθητευόμενων.  

Η πληροφορία αυτή μας προκάλεσε ανησυχία και δυσφορία διότι το Δ.Κ.Κ είναι ο τροφοδότης του Τμήματος Δασών με ανθρώπινο τεχνικό προσωπικό. Υλοποίηση αυτής της απόφασης ανατρέπει αυτό που με μεγάλη επιτυχία, καταφέραμε τα τελευταία 60 χρόνια.  

Πειραματισμός σε τέτοια σοβαρά θέματα και ανατροπή της υφιστάμενης πολιτικής για την επάνδρωση του Τμήματος Δασών με καλά καταρτισμένο τεχνικό προσωπικό, μόνο δεινά θα προσφέρει στα δάση μας και στον τόπο. Παρόμοιες αποφάσεις λήφθηκαν από άλλες χώρες με καταστροφικά αποτελέσματα».  

Το δάσος δεν είναι παίξε γέλασε

Η αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στο δάσος δεν είναι «παίξε-γέλασε» και όταν δεν ξέρεις πως συμπεριφέρεται ακόμη και το τελευταίο δέντρο, απέτυχες. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του πρώην διευθυντή Τμήματος Δασών Λουκά Παιονίδη στον «Φ».  

«Το 1979 ξέσπασε πυρκαγιά πάνω από την Ασίνου και ήμουν ο πρώτος που πήγα επιτόπου επειδή βρισκόμουν στην περιοχή. Δεν είχα καμία εμπειρία από νερό. Η πυρκαγιά κινείτο σε μια κορυφογραμμή από τη μια πλευρά της οποίας βρίσκονταν αποθήκες πυρομαχικών και από την άλλη το δάσος και έπρεπε να σκεφτώ τι να σβήσω. Υπήρχε ένα πεύκο μεγάλο σε ηλικία. Είπα στους εργάτες να ρίξουμε νερό στο πεύκο και όντως η φωτιά εξαφανίστηκε. Έδωσα οδηγίες στον οδηγό να ανεφοδιαστεί με νερό και επέστρεψε σε μισή ώρα. Η φωτιά αναζωπυρώθηκε και βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο διότι υπερήλικα πεύκα (όπως το συγκεκριμένο) εμπεριέχουν ρητίνη,  πίσσα και όσο νερό και να ρίξεις απλώς βοηθά στην προσωρινή  καταστολή της μέχρι να καταφθάσουν επίγειες δυνάμεις για να δημιουργήσουν είτε λωρίδες με τα χέρια είτε με μπουλντόζες και αυτή είναι η δουλειά των δασοπυροσβεστών».  

Κατά τον κ. Παιονίδη, η άλλη επιλογή κατάσβεσης της πυρκαγιάς είναι το αντίπυρ, μια τεχνική η οποία χρησιμοποιείτο από την εποχή της ίδρυσης του Τμήματος Δασών από τους χωρικούς οι οποίοι δεν είχαν νερό στη διάθεση τους. Ο κ. Παιονίδης εξηγεί πώς λειτουργεί: «Επιλέγεις μια περιοχή και καθαρίζεις τον χώρο σε πλάτος 10-20 μέτρα ώστε να μην μπορέσει να περάσει η πυρκαγιά που θα θέσεις εσύ ο ίδιος και ύστερα θέτεις πυρκαγιά σε κάποια απόσταση ώστε αυτή να κινηθεί και να σβήσει, να ανακοπεί στην καθαρή λωρίδα που δημιούργησες ή αν δεν σβήσει από μόνη της, μπορείς να την αντιμετωπίσεις σχετικά εύκολα διότι δεν θα έχει μεγάλη ορμή. Όταν θα φτάσει στο χώρο η κυρίως πυρκαγιά θα βρει καμένη γη και θα σταματήσει η προέλαση της». Διευκρινίζει, πως υπάρχει κάποιο θέμα όταν η φωτιά πλησιάζει σε κατοικημένες περιοχές.  

Ο κ. Παιονίδης εξηγεί, πως το αντίπυρ μπορεί να γίνει και χωρίς εκσκαφείς οι οποίοι δημιουργούν αντιπυρική λωρίδα. Μου έτυχε να προχωρήσω μπροστά  από τη φωτιά 100 μέτρα αλλά ήρθε και με βρήκε. Προχώρησα άλλα 100 μέτρα και πάλι με βρήκε, με κυνηγούσε. Προπορευόμουν με το Λαντ Ρόβερ και με έφτανε. Επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία και την πρόλαβα. Ήμασταν στην Γιαλιά και αν μου ξέφευγε θα κατέληγε στον Σταυρό της Ψώκας.

Θεωρεί επίσης, πως αποτελεί «νόμο», πως αν δεν πας κοντά στην πυρκαγιά, αυτή δεν σβήνεται. Υπάρχουν πυρκαγιές  που αν καθαριστεί λίγο ο χώρος προτού πλησιάσει, δεν επεκτείνεται αναλόγως και της φοράς του ανέμου, προσθέτει.  

Η τουρκική εισβολή κατέστρεψε 35% των δασών

Με αφορμή την τελευταία μεγάλη πυρκαγιά έγινε αναφορά  στην καταστροφή που συντελέστηκε στα δάση την περίοδο της τουρκικής εισβολής, οπόταν προκλήθηκαν τεράστιες πυρκαγιές συνεπεία κυρίως των βομβαρδισμών. Η καταστροφή ήταν τρομακτική και ανήλθε στο 35% των πλέον παραγωγικών δασών της Κύπρου, δηλαδή στην Πάφο και στην βορειοδυτική πλευρά της οροσειράς του Τροόδους.

Η συνολική έκταση που κάηκε εκείνη τη δύσκολη περίοδο ήταν περίπου 26.000 εκτάρια. Αξίζει να σημειωθεί, πως ένα εκτάριο καλύπτει 10.000 τετραγωνικά μέτρα. Αξίζει να σημειωθεί, πως από την μεγάλη πυρκαγιά του Σαϊτά το 2007 καταστράφηκαν 11,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα (τ.χ.) δάσους.  Τα 5,6 τ.χ ήταν κρατικό δάσος και τα υπόλοιπα 6,2 χαλίτικα και ιδιωτικά. Για να καταδειχθεί το μέγεθος της καταστροφής της συγκεκριμένης πυρκαγιάς αξίζει να σημειωθεί πως εκτιμήθηκε ότι για να αναδασωθούν όλες οι εκτάσεις θα χρειάζονταν περίπου 480.000 δέντρα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, πως οι ιδιώτες  των οποίων κάηκαν οι δασικές εκτάσεις δεν ήταν υποχρεωμένοι να τις αναδασώσουν, έστω και αν κηρύσσονταν αναδασωτέες. Η πρόσφατη πυρκαγιά κατέκαυσε έκταση 55 τ.χ.  

Τα δάση της Κύπρου καλύπτουν 175.000 εκτάρια που αντιστοιχούν σε ποσοστό 18%-19% της γης. Από αυτά ποσοστό 3-5% είναι ιδιωτικά δάση, θάμνοι και φρύγανα και γενικά άγρια βλάστηση.   

Αν πάμε πίσω στο χρόνο και σύμφωνα με αναφορές του Τμήματος Δασών (το οποίο υφίσταται από το 1879) κατά τη διάρκεια της τούρκικης κατοχής της Κύπρου 1570 – 1878, ουδεμία οργανωμένη διαχείριση ή προστασία των δασών υπήρχε. Τα δάση ήταν σχεδόν καταστρεμμένα λόγω ανεξέλεγκτης υλοτομίας δέντρων και άλλης βλάστησης, ελεύθερης βόσκησης, εκτεταμένων εκχερσώσεων για γεωργική εκμετάλλευση και μεγάλων πυρκαγιών.   

Η πρώτη προσπάθεια ελέγχου έγινε το 1839 με την απόφαση να επιβληθεί κάποιος φόρος πάνω στα δάση, όμως ουδέποτε υλοποιήθηκε. Το 1898 δημιουργήθηκε το πρώτο σώμα δασοφυλάκων που βασικά είχε σκοπό την περιπολία των δασών για την προστασία και τον έλεγχο τους από τους πολλούς κινδύνους που τα απειλούσαν. Το 1913 θεσπίζεται ο Περί Δασών νόμος του οποίου πρόνοιες τερματίζουν ουσιαστικά τη βόσκηση μέσα στα δάση και αλλού καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός ζώων, κυρίως αιγών, που επιτρέπεται να εκτρέφεται σε κάθε περιοχή, με αντιπαροχή βέβαια κάποιων κοινωνικοοικονομικών μέτρων για να μην πληγούν οι βοσκοί.   

Το 1940 γίνεται η πρώτη μαζική απογραφή και κήρυξη πολλών δασοκαλυμμένων εκτάσεων σε κρατικά δάση που ενσωματώνονται στα υφιστάμενα κρατικά και τυγχάνουν και αυτά προστασίας και διαχείρισης. Στο σχετικό διάταγμα δημοσιεύονται τόσο η έκταση κάθε δάσους όσο και τα χωρομετρικά σχέδια πάνω στα οποία φαίνεται η οριοθέτησή του.   

Το 1967 μπαίνει σε εφαρμογή η νέα Δασική Νομοθεσία της οποίας οι πρόνοιες ρυθμίζουν τα πάντα που έχουν σχέση με τα δάση και τον άνθρωπο που βρίσκεται ή έρχεται σε επαφή με αυτά.

Ατομική ιδιοκτησία κι ας καεί ο τόπος 

Για δεκαετίες η διάνοιξη αντιπυρικών λωρίδων οι οποίες θα μπορούσαν να σώσουν τα δάση προσέκρουε στο γεγονός ότι για να δημιουργήσεις αντιπυρική λωρίδα έπρεπε να εξασφαλίσεις την άδεια του ιδιοκτήτη και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις σε γη η οποία ουδεμία ουσιαστική αξία έχει. Όπως μας εξήγησαν από το Τμήμα Δασών, ο ρόλος των λωρίδων είναι διπλός. Αφενός  προλαμβάνουν την επέκταση της πυρκαγιάς πέρα από τη λωρίδα, νοουμένου ότι η φωτιά δεν πολύ μεγάλη και αφετέρου χρησιμοποιούνται για πρόσβαση των πυροσβεστικών οχημάτων στο χώρο της πυρκαγιάς.  

Οι αντιπυρικές λωρίδες δεν σώζουν από μόνες τους την κατάσταση αλλά σε συνδυασμό με τα υδροστόμια, τα ντεπόζιτα νερού, τις περιπολίες και την ανίχνευση μπορούν να συμβάλουν στην κατάσβεση των πυρκαγιών από τις δυνάμεις πυρόσβεσης.  

Αναλόγως της κλήσης του εδάφους, της τοπογραφίας και της βλάστησης της κάθε περιοχής δημιουργούνται και οι ανάλογες αντιπυρικές λωρίδες. Το πλάτος κάποιων φτάνει μέχρι και 40 μέτρα.  

Υπάρχουν περιπτώσεις που επειδή δεν υπάρχει πρόσβαση στα σημεία της πυρκαγιάς, οι δασοπυροσβέστες κουβαλούν λάστιχα νερού σε απόσταση μέχρι και μισό χιλιόμετρο.