Αποτελεί, δυστυχώς, κοινή παραδοχή ότι η Ερντογανική Τουρκία τα τελευταία χρόνια διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς ένα αυταρχικού τύπου καθεστώς, αυξάνοντας ταυτόχρονα την επιθετικότητά της έναντι των γειτονικών της χωρών και όχι μόνο. Για του λόγου το αληθές, οι φυλακίσεις δημοσιογράφων, οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, οι προσπάθειες ελέγχου του Τύπου, οι εκκαθαρίσεις σε στρατό και αστυνομία, οι οποίες αποδυναμώνουν συνεχώς το όποιο κράτος δικαίου. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία επεμβαίνει στρατιωτικά στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ιράκ, δημιουργεί το ακραίο αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», ενώ εφευρίσκει κοινά θαλάσσια σύνορα με χώρες τόσο μακρινές όσο η Λιβύη μέσω του παράνομου τουρκο-λιβυκού συμφώνου. 

Η πρόσφατη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ως μια νέα προκλητική ενέργεια από τον Τούρκο Πρόεδρο, στοχεύει πρώτα και κύρια στο εσωτερικό ακροατήριο της Τουρκίας και έχει διττό σκοπό: αφενός να αποδομήσει το κοσμικό κράτος που κληροδότησε ο Κεμάλ Ατατούρκ και αφετέρου να αναδειχθεί ο ίδιος ως ένας ισλαμιστής ηγέτης παγκόσμιας εμβέλειας και η χώρα της οποίας ηγείται, ως κυρίαρχη δύναμη. Δεν παύει όμως η κίνηση για την Αγία Σοφία να εκπέμπει και αναθεωρητισμό. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση τυχαία η επιλογή της 24ης Ιουλίου, ημερομηνία υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923, την οποία έχει πολλάκις αμφισβητήσει δημοσίως ο Ερντογάν, θεωρώντας την ως ήττα του Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτή του σημερινού τουρκικού κράτους, για την πρώτη προσευχή στην Αγία Σοφία.

Η ενέργεια που κορύφωσε την τουρκική επιθετική πολιτική έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου δεν ήταν άλλη από την έκδοση της παράνομης Navtex εκ μέρους της Τουρκίας στην περιοχή νότια του Καστελλόριζου και νοτιοανατολικά της Ρόδου και την πρόθεση πραγματοποίησης σεισμικών ερευνών. Κίνηση που αποτέλεσε ευθεία αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και ορθά σήμανε τον ύψιστο συναγερμό.

Κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής των Βρυξελλών μεταξύ 17 και 21 Ιουλίου, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης, αν και εκτός της ημερήσιας διάταξης της Συνόδου, έθεσαν για ακόμη μια φορά ενώπιον των υπόλοιπων ηγετών το πλαίσιο του επιθετικού ρόλου της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και εξασφάλισαν τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τη σύγκληση Ειδικής Συνόδου Κορυφής τον Σεπτέμβριο με αποκλειστικό θέμα την εξέταση των μέχρι τώρα σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία.

Πέραν τούτων, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης συναντήθηκε με εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς και με την Καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ στο περιθώριο της Συνόδου. Ταυτόχρονα, αποδέχτηκε την πρόσκληση του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν και πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Παρίσι αμέσως μετά τη Σύνοδο των Βρυξελλών. Η Γαλλία όχι μόνο εξέφρασε την πλήρη αλληλεγγύη της προς την Κύπρο και την Ελλάδα απέναντι στις τουρκικές παραβιάσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, αλλά δήλωσε απερίφραστα ότι δεν πρέπει να αφήσουμε την ασφάλεια στην περιοχή της Μεσογείου στα χέρια της Τουρκίας. 

Ο διπλωματικός μαραθώνιος των ηγετών Κύπρου και Ελλάδας στο εξωτερικό, συνεπικουρούμενος από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών Νίκο Χριστοδουλίδη και Νίκο Δένδια, είχε ως στόχο να πείσει κάθε αξιόπιστο συνομιλητή για δύο πράγματα. Τον μεν πρώτο, ότι η πολιτική του κατευνασμού έναντι της Τουρκίας δοκιμάστηκε επί μακρόν και όχι μόνο δεν εξομάλυνε την τουρκική επιθετικότητα, αλλά, αποδεδειγμένα, την εξέθρεψε. Το δε δεύτερο, ότι μόνο με μια πολιτική που θα αποφέρει κόστος στην Τουρκία σε κάθε επίπεδο θα μπορούσε να καμφθεί η τουρκική επιθετική πολιτική. 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ολοκλήρωσε με συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου τον εντατικό κύκλο των επαφών του για αναχαίτιση της τουρκικής επιθετικότητας. Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Συμβουλίου καθορίστηκαν τα επόμενα κοινά εθνικά βήματα μέσω από μια γόνιμη συζήτηση και ένα εποικοδομητικό διάλογο. Είναι εξάλλου πεπεισμένος ότι μόνο με ένα ενωμένο και αρραγές εσωτερικό μέτωπο θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε των δύσκολων εθνικών στιγμών που διανύουμε. 

Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι το Κυπριακό παραμένει άλυτο και ότι ασφαλώς δεν πρέπει να θυσιάσουμε το όραμα της επανένωσης της μικρής μας πατρίδας. Η υιοθέτηση ρητορικής πέραν της διπλωματικά αποδεκτής θα δώσει την ευκαιρία στην Τουρκία να μας προβάλει ως το αδιάλλακτο μέρος που δεν επιθυμεί λύση στο Κυπριακό. Ως εκ τούτου, η πολιτική για πρόκληση κόστους στην Τουρκία δεν θα πρέπει να «υπερκεράζει» το μεγάλο όπλο που έχουμε στη φαρέτρα μας και ονομάζεται διεθνές δίκαιο.  Ταυτόχρονα, ο απόλυτος συντονισμός με την Ελλάδα, η ενίσχυση και εγρήγορση των δυνάμεων αποτροπής των δύο χωρών, η συνεχής διπλωματική προσπάθεια για έκθεση των έκνομων ενεργειών της Τουρκίας και η εμβάθυνση των σχέσεών μας με τα γειτονικά κράτη και η ενίσχυση των τριμερών συνεργασιών, θα πρέπει μεν να συνεχιστούν με αμείωτη ένταση, αλλά παράλληλα με τις προσπάθειές μας για επίλυση του εθνικού μας προβλήματος.

*Διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας.