Η επίσκεψη της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Κύπρο, ιδιαιτέρως αυτήν την περίοδο με την τουρκική προκλητικότητα στα ύψη,  και μάλιστα αμέσως μετά την επίσκεψη της στο Καστελόριζο, ένα ακόμα σημείο που βρίσκεται στην «καρδιά» της τουρκικής επιθετικότητας, αποκτά ιδιαίτερη αξία και στέλνει τα σωστά μηνύματα προς κάθε πλευρά…

Ευχή και προσδοκία μας είναι η επίσκεψη αυτή, η πρώτη επίσημη της Κυρίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, εκτός συνόρων (αν η Κύπρος μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εκτός συνόρων), να αποτέλεσε αφορμή για έμπρακτη επιβεβαίωση της άρρηκτης συνεργασίας μεταξύ Αθηνών-Λευκωσίας, μιας συνεργασίας που επιβάλλεται να είναι απολύτως αγαστή. Η Αθήνα αποτελούσε πάντα και είναι και σήμερα το φυσικό και μοναδικό στήριγμα της Κύπρου και ως εκ τούτου κάθε άλλη προσέγγιση είναι απολύτως λανθασμένη και μόνο ζημιά μπορεί να προκαλεί. Έργα και όχι λόγια είναι που θέλουμε από την Αθήνα. Έμπρακτη στήριξη είναι που έχουμε ανάγκη. Να μας αποδείξουν στην πράξη ότι η Κύπρος δεν «κείται μακράν».

Με την ευκαιρία αυτής της επίσκεψης επαναφέρω στην μνήμη μου ένα κατάπτυστο σχόλιο του Στέφανου Κασιμάτη, ο οποίος σε άρθρο του στην «Καθημερινή» των Αθηνών, που δημοσιεύτηκε στη 2η σελίδα του Κυριακάτικου φύλλου, της 15ης Μαρτίου 2020, έγραψε: «Η νέα πρόεδρος την γλίτωσε προσωρινώς λόγω κορωνοϊού, που δεν επιτρέπει ταξίδια. Προσωρινώς, όμως, διότι αυτή η ιδιότυπη κατάσταση ενός έθνους με δύο κράτη, εκ των οποίων το μεγαλύτερο  τρέχει μονίμως πίσω από τις αταξίες του μικρότερου και πληρώνει μονίμως τον λογαριασμό, είναι κάτι το οποίο δεν μπορώ να φανταστώ (κανείς δεν μπορεί), πώς θα απαλλαγούμε…».

Τέτοιες ανιστόρητες γραφίδες δυστυχώς «ευδοκιμούν» πολύ στην Αθήνα. «Δημοσιογράφοι» που φαίνεται να αγνοούν, ότι για να μπορούν σήμερα να γράφουν ελεύθερα, πνίγηκε στο αίμα η Κύπρος και διχοτομήθηκε! Θυμίζω πως το καθεστώς των συνταγματαρχών διελύθη στα εξ ων συνετέθη μετά το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας κατά της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε, μια εισβολή που οι συνταγματάρχες και ο δις αυτοεξόριστος Καραμανλής άφησαν αναπάντητη. Η επάνοδος της Δημοκρατίας στην μητέρα πατρίδα (αυτή η προβληματική όπως λειτουργεί σήμερα δημοκρατία) είναι ζυμωμένη με το αίμα των πεσόντων ηρώων (Ελλαδιτών Και Κυπρίων) που η Αθήνα εγκατέλειψε την πιο δύσκολη ώρα στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η επάνοδος της Δημοκρατίας στην μητέρα πατρίδα είναι ζυμωμένη με το δάκρυ των μανάδων των πεσόντων Ηρώων μας…

Ναι κάποιος πληρώνει μονίμως το λογαριασμό, αυτό είναι γεγονός κ. Κασιμάτη. Κι αυτός είναι ο Κυπριακός Ελληνισμός! Είναι ο λογαριασμός της εθελούσιας προσφοράς της μαρτυρικής Μεγαλονήσου, στους κοινούς αγώνες της ελληνικής φυλής από την αρχαιότητα έως και σήμερα (τιμή μας). Είναι οι αμέτρητοι σκληροί και αιματηροί αγώνες που ο Κυπριακός Ελληνισμός έδωσε με αυταπάρνηση προκειμένου να ενωθεί με την μάνα Ελλάδα.

Λυπάμαι ειλικρινά που δεν θα συμφωνήσω με εκείνους που υποστηρίζουν ότι τέτοιες ανιστόρητες, αστήρικτες, εθνικά επικίνδυνες απόψεις που κλονίζουν την ενότητα του Ελληνισμού, αντιπροσωπεύουν μόνον τον κ. Κασιμάτη… Υπάρχουν δυστυχώς κι άλλοι πολλοί Κασιμάτηδες στην Αθήνα….

Η απάντηση του Γιώργου Σεφέρη στους κάθε λογής Κασιμάτηδες

Η Κυρία Σακελλαροπούλου επισκέφθηκε, κατόπιν δικής της επιθυμίας, τις Πλάτρες, το ορεινό θέρετρο που ύμνησε ο Νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης. «Τα  αηδόνια δεν σ΄ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες, έγραψε μαγεμένος από το θεσπέσιο κελάηδημα τους ο Σεφέρης, όταν το 1953 επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Κύπρο. Και για την ελληνικότητα των Κυπρίων σημείωνε:  «Το να αναγνωρίσει ο κόσμος ο ελεύθερος, με τον οποίο συνταχθήκαμε (μαζί μ’ αυτόν και η Βρετανία) ότι οι Κύπριοι είναι Έλληνες καθαρά και τίμια είναι ένα πράγμα που δεν έχει σχέση με τα ζητήματα ασφάλειας, ούτε με αλλαγή κυριαρχικών δικαιωμάτων…».  

Σε ένα γράμμα με παραλήπτη την αδελφή του, τον Οκτώβριο του 1954, σημειώνει για την Μεγαλόνησο: «Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: “Θέλομεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγομεν πέτρες…”. Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας…».

Κύριε Κασιμάτη, κάντε κάτι άλλο για να βγάλετε το ψωμί σας. Γιατί η γραφίδα σας στάζει όξος και χολή και είναι άκρως επικίνδυνη….

Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Από το Μονάγρι Λεμεσού

[email protected]