Αυτές τις μέρες το βλέμμα κάθε ανθρώπου που πιστεύει στον σεβασμό της ιστορικής μνήμης και τις αξίες της συνύπαρξης των πολιτισμών, είναι στραμμένο στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, το εμβληματικό μνημείο που φαίνεται να οδεύει προς τη μετατροπή του σε μουσουλμανικό τέμενος.

Κατέχοντας μια εξέχουσα θέση στη συνείδηση του απανταχού ελληνισμού, η Αγία Σοφία αποτελεί ένα από τα κορυφαία δείγματα αρχιτεκτονικής ανά τον κόσμο. Πέρα από το συναισθηματικό φορτίο και τη σημασία της για τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο, η Αγία Σοφία αποτελεί παγκόσμιο κληροδότημα και γι’ αυτό ακριβώς η UNESCO την έχει εντάξει στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 1985.

Δυστυχώς, παρά την αδιαμφισβήτητη ιστορική αξία της, σήμερα οδηγείται στην ανεπανόρθωτη αλλοίωση, συνεπεία της μεγαλομανίας και του φανατισμού του τουρκικού κατεστημένου. Κατά την προσφιλή τακτική της, η Τουρκία συνεχίζει να διεξάγει έναν ανοικτό πόλεμο σε βάρος του πολιτισμού και της ιστορίας, να παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες και να ασεβεί σε βάρος του χριστιανικού κόσμου. Αυτή η τακτική είναι πολύ καλά γνωστή σε εμάς εδώ στην Κύπρο.

Στα κατεχόμενα εδάφη μας υπάρχουν 550 εκκλησίες, χτισμένες από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα. Μέσα στα 45 χρόνια της τουρκικής κατοχής, έχουν γνωρίσει τη βεβήλωση, την εγκατάλειψη, την συστηματική και οργανωμένη καταστροφή, τα περισσότερα μάλιστα σε μη αναστρέψιμο βαθμό. Από τις κατεχόμενες εκκλησίες μας έχουν κλαπεί πάνω από 15 χιλιάδες εικόνες και σημαντικά ιερά κειμήλια έχουν πωληθεί σε αρχαιοκάπηλους, ενώ ανεκτίμητης αξίας ψηφιδωτά που χρονολογούνται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια έχουν καταστραφεί.

Οι περισσότεροι ναοί έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, στρατόπεδα, νυχτερινά κέντρα, αποθήκες, μάντρες και ορνιθώνες, ακόμη και σε νεκροτομεία με μαρτυρίες για πτώματα που τοποθετούνταν στην ιερά τράπεζα. Η σύληση χριστιανικών μνημείων υπήρξε πάγεια τακτική από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενδεικτική είναι η μοίρα του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία που μετατράπηκε σε τζαμί το 1571.

Παρά τις μεγάλες και διαχρονικές προσπάθειες της Εκκλησίας της Κύπρου για επιδιόρθωση και αναστήλωση κατεχόμενων ναών και επαναπατρισμό κλεμμένων θησαυρών, η κατάσταση παραμένει αποκαρδιωτική. Στα κατεχόμενα, οι περισσότεροι ναοί και μοναστήρια, είχαν ανάλογη μοίρα: οι τοιχογραφίες τους καταστράφηκαν, οι εικόνες, τα ευαγγέλια και άλλα κειμήλια κλάπηκαν, ενώ το εσωτερικό τους παραδόθηκε σε κοπριές ζώων, στρατιωτικά άρβυλα και μια πρωτοφανή μανία καταστροφής. Ανάμεσά τους το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα, το μεσαιωνικό παρεκκλήσι του Αγίου Ευλαλίου στη Λάμπουσα της Λαπήθου, το μοναστήρι του Αντιφωνητή στο δάσος του Πενταδαχτύλου, το Μοναστήρι του Απ. Ανδρέα στην Καρπασία, η Εκκλησία του Αγίου Μάμα στη Μόρφου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Κερύνεια και πολλά άλλα.

Αυτό που συντελείται στην κατεχόμενη Κύπρο δεν είναι μόνο η καταστροφή θρησκευτικών κτισμάτων. Είναι η βίαιη προσπάθεια για οριστική εξαφάνιση μιας ιστορίας 2000 χρόνων και η αλλοίωση της παράδοσης ενός νησιού που υπήρξε από τα πρώτα χριστιανικά κέντρα της ανθρωπότητας. Η καταστροφή της ιστορικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και κατ’ επέκταση της μνήμης και της διασύνδεσης του λαού μας με τον τόπο μας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη λήθη και την οικοδόμηση μιας νέας «πραγματικότητας».

Το ερώτημα είναι πόση αντίσταση βρίσκουν οι νέο-οθωμανικοί σχεδιασμοί από την ηγεσία μας αλλά και από τη διεθνή κοινότητα. Με λύπη παρατηρούμε πως το θέμα αντιμετωπίζεται με έναν γενικό εφησυχασμό που δεν δικαιολογείται από την έκταση του εγκλήματος που συντελείται. Αυτό που διακυβεύεται είναι πολύ σοβαρό. Η προστασία και αποκατάσταση των ναών μας σημαίνει στην ουσία διάσωση της θρησκευτικής και της πολιτισμικής μας ταυτότητας.

* Τεχνικός Διευθυντής Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.