Ο Γρηγόρης Πιερή Αυξεντίου, ο αδιαμφισβήτητος ήρωας, ο υπαρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α., γεννήθηκε στην κατεχόμενη σήμερα ηρωομάνα κωμόπολη της Λύσης.
 
«Το μόνο που αγαπούσε από μωρό ήταν η Ελλάδα και η Ελευθερία», αφηγείται η μάνα του Αντωνού. «Δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά», αναφέρει ο πατέρας του Πιερής. «Από παιδί με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε για τους ήρωες του ’21 και για τους αγώνες του γένους». «Ο Γρηγόρης αγωνίστηκε για την ΕΝΩΣΗ και μόνο! Μελετούσε για τον Αθανάσιο Διάκο, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και όλους τους ήρωες. Είχε πάθος με την Ελλάδα ο Γρηγόρης…», λέει η μονάκριβη αδελφή του Χρυσταλλού.
 
Είχε έντονη την αίσθηση για κοινωνική δικαιοσύνη. Του άρεσε η επαφή με τους απλούς ανθρώπους, τους γεωργούς, τους απλούς εργάτες. 
Το 1949 τον βρίσκουμε στην Ελλάδα να προσπαθεί να εισέλθει στη Σχολή Ευελπίδων. «Μη λυπάσαι που έφυγα από την αγκαλιά σου, γιατί βρίσκομαι στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πιο στοργικής μάνας όλου του κόσμου, που είναι υλικά φτωχή, αλλά ψυχικά είναι η πλουσιότερη μάνα όλων των αιώνων», γράφει στη μητέρα του. 
 
Το όνειρό του να φοιτήσει στη Σχολή Ευελπίδων δεν θα ευοδωθεί. Γίνεται Έφεδρος Αξιωματικός και υπηρετεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Η ελληνική Κυβέρνηση αρνείται να τον προαγάγει σε μόνιμη θέση ανθυπολοχαγού και πικραμένος επιστρέφει στην Κύπρο. 
 
Τον Ιανουάριο του 1955 εντάσσεται στις τάξεις της Ε.Ο.Κ.Α. Η στρατιωτική του κατάρτιση, το θάρρος και οι μεγάλες μάχες που έδωσε τον ανέδειξαν σε έναν πραγματικό θρύλο! Κατά καιρούς του δόθηκαν τα ψευδώνυμα «Ζήδρος», «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Μάστρος», «Ανταίος» και «Ζώτος». Όρθιος και ατρόμητος πολεμούσε, δεν λογάριαζε τίποτε! Ο Αυξεντίου γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των αποικιοκρατών. 
 
Την 1η Απριλίου 1955, πρώτη νύκτα του αγώνα, κτυπά τον «κρατικό» ραδιοσταθμό. Η ταυτότητά του γίνεται γνωστή στους Άγγλους που τον επικηρύσσουν με το ποσό των 250 λιρών. Αργότερα το ποσό αυξάνεται στις 5.000 λίρες. 
 
Διαισθανόμενος τον κλοιό του θανάτου να πλησιάζει, παντρεύεται μυστικά στις 10 Ιουνίου 1955, στην κατεχόμενη σήμερα Ιερή Μονή της Αχειροποιήτου, τη συγχωριανή του Βασιλική. Με δανεικούς αρραβώνες, στεφάνι καμωμένο από κληματόβεργες και κλωνάρια ελιάς, παρέα με το όπλο του, τη στρατιωτική του στολή και λιγοστούς συντρόφους του. «Καλή λευτεριά να μου ευχηθείς πάτερ», ήταν η απάντησή του στον Παπασταύρο που ευχήθηκε στους νεόνυμφους «βίον ανθόσπαρτον». Έκλαψε ο Γρηγόρης όταν το επόμενο πρωί έπρεπε να αποχωριστεί τη Βασιλική. 
 
Στις 11 Δεκεμβρίου 1955 επέδειξε τις εξαίρετες στρατιωτικές του ικανότητες στην ιστορική μάχη των Σπηλιών, παρασύροντας δυο φάλαγγες Άγγλων στρατιωτών, που ανηφόριζαν προς τα κρησφύγετα, να συγκρουστούν μεταξύ τους.
 
Το Πάσχα του 1956 βρίσκει τον Αυξεντίου ν’ αναρρώνει μετά από εγχείρηση στο ιστορικό μοναστήρι του Μαχαιρά. Εκεί θα συμβεί και το πρωτοφανές της εμφάνισής του ενώπιον των Άγγλων στρατιωτών, όταν αυτοί θα περικυκλώσουν το Μοναστήρι. Μεταμφιεσμένος σε καλόγερο θα παρουσιαστεί και θα συστηθεί στον Άγγλο επικεφαλής αξιωματικό ως ο «πάτερ – Xρύσανθος» και στη συνέχεια θα τους κεράσει γλυκό! Οι Άγγλοι μάλιστα τον πλησιάζουν και του προτείνουν να τους μεταφέρει πληροφορίες για τον Αυξεντίου! 
 
Στις 31 Δεκεμβρίου του 1956, κυκλώνεται μαζί με τα παλληκάρια του στο χωριό Ζωοπηγή, και ακολουθεί σφοδρή μάχη. Ο Αυξεντίου τραυματίζεται, αλλά διαφεύγει, αφήνει όμως νεκρό πίσω  τον αγαπημένο του συναγωνιστή Μάκη Γεωργάλλα.

Η ηρωική μάχη στον Μαχαιρά

Στις 3 Μαρτίου 1957, Άγγλοι στρατιώτες κατόπιν πληροφοριών περικυκλώνουν το κρησφύγετό του, λίγο πιο κάτω από τη Μονή Μαχαιρά. «Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, προδοθήκαμε» λέει στους συντρόφους του, τους οποίους διατάζει να παραδοθούν. Ο ίδιος είχε πάρει προ πολλού την απόφασή του να μην πιαστεί ζωντανός. «Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πώς πεθαίνουν», είπε! Στις προτροπές των Άγγλων να παραδοθεί, ο Γρηγόρης απαντά με το «Μολών λαβέ».

Ένας από τους συντρόφους του, ο Αυγουστής Ευσταθίου, μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύγετο επέστρεψε, με υπόδειξη των Άγγλων, για να διακριβώσει αν ο υπαρχηγός του ήταν ακόμα ζωντανός και να τον πείσει να παραδοθεί. Ο Ευσταθίου επιλέγει να μείνει στο κρησφύγετο και να πολεμήσει πλάι στον Αυξεντίου. Προσπάθειά τους ήταν η μάχη να κρατήσει μέχρι να νυχτώσει και επωφελούμενοι από το σκοτάδι να μπορέσουν να διαφύγουν, σε μια ύστατη προσπάθεια να διασπάσουν τον ασφυκτικό στρατιωτικό κλοιό. 

Οι Άγγλοι λυσσασμένοι από την ηρωική αντίσταση των παλικαριών αποφασίζουν να τους κάψουν ζωντανούς. Μέσα σε πραγματική κόλαση πυρός ο Ευσταθίου γλιστρά αθέατος λίγα μέτρα πιο κάτω. Ανακαλύπτεται από τους Άγγλους, που του ζητούν επίμονα τον Αυξεντίου. 

«Δεν με πίστευαν, όταν τους έλεγα πως είναι νεκρός. Ήταν αδύνατο να παραδεχτούν πως πέθανε. Για να πεισθούν πως είναι νεκρός αφαιρέσανε μια μεγάλη πέτρα από το στόμιο του κρησφύγετου οπότε φάνηκε ο Αυξεντίου νεκρός. Ήταν Ώρα 2 μ. μ. της 3ης Μαρτίου 1957».

Το ελεγχόμενο από τους Άγγλους κυπριακό ραδιόφωνο μετέδιδε: «… Δυνάμεις Ασφαλείας, που ενεργούσαν κατόπιν πληροφοριών, εφόνευσαν σήμερον την μεσηβρίαν εις περιοχήν παρά την Μονή Μαχαιρά, τον επικηρυγμένο διά ποσού 5.000 λιρών γνωστό υπαρχηγό της Ε. Ο. Κ. Α. και πρώην αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, τρομοκράτη Γρηγόριο Αυξεντίου. Εν τω μεταξύ, κατόπιν πληροφοριών, ότι επ’ ευκαιρία του θανάτου και της κηδείας του φονευθέντος τρομοκράτου, προετοιμάζονται εις την γενέτειραν του Λύση διά κοσμοσυρροή εξ όλων των μερών της Νήσου αντιβρετανικαί εκδηλώσεις με κίνδυνον να εξελιχθούν, ως εκ της εξάψεως των πνευμάτων από σχεδιαζόμενον επικήδειον λόγον της μητρός του, εις αναταραχήν και πράξεις αντεκδικήσεως, επεβλήθη εκεί γενικός κατ’ οίκον περιορισμός και η Α. Ε., ο κυβερνήτης διέταξε όπως ο νεκρός τρομοκράτης μεταφερθεί προς ταφήν εις τας κεντρικάς φυλακάς της Λευκωσίας». 

Ο πατέρας του θα τον αναγνωρίσει «απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ τον σταυρό της πατρίδας πούχε φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου του. Η μάνα του Αντωνού, τον αποχαιρετά με έναν μεστό από λυρισμό Επικήδειο: «…. Χαλάλιν της Πατρίδος μου, ο γιος μου, η ζωή μου, τζι αφού εν επαραδόθηκεν, τζι έμεινεν τζιαι σκοτώθηκεν, ας έσιει την ευτζιήν μου …».

Το καρβουνιασμένο σώμα του Αυξεντίου ενταφιάστηκε την επομένη της θυσίας του, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας. Στα «Φυλακισμένα Μνήματα» της Λευκωσίας. Εκεί όπου αναπαύεται ήσυχος, στον χώρο της απείρου δόξας και του μαρτυρίου, μαζί με άλλους δώδεκα Εθνομάρτυρες της Ε.Ο.Κ.Α. 

Η Ελληνική Πολιτεία, πολύ καθυστερημένα, το 2016, τον τίμησε, προάγοντάς τον αναδρομικά στο βαθμό του Αντιστράτηγου. 

Ιδού και η αιώνια παρακαταθήκη του: «Είτε ζήσουμε, είτε πεθάνουμε, ένα θα είναι το έπαθλο του αγώνα μας, για νεκρούς και ζώντας. Η Κύπρος να γίνει Ελληνική και να ζήσει ελεύθερη και ευτυχισμένη. Όσοι επιζήσουν να μην επιδιώξουν ανταμοιβές και αξιώματα, γιατί οι υπηρεσίες στην πατρίδα ποτέ δεν εξαργυρώνονται».

Ο Γιάννης Ρίτσος θα τον αποχαιρετήσει μ’ έναν μνημειώδη, γεμάτο εθνικό παλμό λόγο, κληρονομιά αιώνια γι’ αυτούς που στη ζωή τους έταξαν να φυλάνε Θερμοπύλες: «…Μιλάω για μένα σαν νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σαν νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα…».

*Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας