Η ηρωική μάχη στον Μαχαιρά
Στις 3 Μαρτίου 1957, Άγγλοι στρατιώτες κατόπιν πληροφοριών περικυκλώνουν το κρησφύγετό του, λίγο πιο κάτω από τη Μονή Μαχαιρά. «Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, προδοθήκαμε» λέει στους συντρόφους του, τους οποίους διατάζει να παραδοθούν. Ο ίδιος είχε πάρει προ πολλού την απόφασή του να μην πιαστεί ζωντανός. «Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πώς πεθαίνουν», είπε! Στις προτροπές των Άγγλων να παραδοθεί, ο Γρηγόρης απαντά με το «Μολών λαβέ».
Ένας από τους συντρόφους του, ο Αυγουστής Ευσταθίου, μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύγετο επέστρεψε, με υπόδειξη των Άγγλων, για να διακριβώσει αν ο υπαρχηγός του ήταν ακόμα ζωντανός και να τον πείσει να παραδοθεί. Ο Ευσταθίου επιλέγει να μείνει στο κρησφύγετο και να πολεμήσει πλάι στον Αυξεντίου. Προσπάθειά τους ήταν η μάχη να κρατήσει μέχρι να νυχτώσει και επωφελούμενοι από το σκοτάδι να μπορέσουν να διαφύγουν, σε μια ύστατη προσπάθεια να διασπάσουν τον ασφυκτικό στρατιωτικό κλοιό.
Οι Άγγλοι λυσσασμένοι από την ηρωική αντίσταση των παλικαριών αποφασίζουν να τους κάψουν ζωντανούς. Μέσα σε πραγματική κόλαση πυρός ο Ευσταθίου γλιστρά αθέατος λίγα μέτρα πιο κάτω. Ανακαλύπτεται από τους Άγγλους, που του ζητούν επίμονα τον Αυξεντίου.
«Δεν με πίστευαν, όταν τους έλεγα πως είναι νεκρός. Ήταν αδύνατο να παραδεχτούν πως πέθανε. Για να πεισθούν πως είναι νεκρός αφαιρέσανε μια μεγάλη πέτρα από το στόμιο του κρησφύγετου οπότε φάνηκε ο Αυξεντίου νεκρός. Ήταν Ώρα 2 μ. μ. της 3ης Μαρτίου 1957».
Το ελεγχόμενο από τους Άγγλους κυπριακό ραδιόφωνο μετέδιδε: «… Δυνάμεις Ασφαλείας, που ενεργούσαν κατόπιν πληροφοριών, εφόνευσαν σήμερον την μεσηβρίαν εις περιοχήν παρά την Μονή Μαχαιρά, τον επικηρυγμένο διά ποσού 5.000 λιρών γνωστό υπαρχηγό της Ε. Ο. Κ. Α. και πρώην αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, τρομοκράτη Γρηγόριο Αυξεντίου. Εν τω μεταξύ, κατόπιν πληροφοριών, ότι επ’ ευκαιρία του θανάτου και της κηδείας του φονευθέντος τρομοκράτου, προετοιμάζονται εις την γενέτειραν του Λύση διά κοσμοσυρροή εξ όλων των μερών της Νήσου αντιβρετανικαί εκδηλώσεις με κίνδυνον να εξελιχθούν, ως εκ της εξάψεως των πνευμάτων από σχεδιαζόμενον επικήδειον λόγον της μητρός του, εις αναταραχήν και πράξεις αντεκδικήσεως, επεβλήθη εκεί γενικός κατ’ οίκον περιορισμός και η Α. Ε., ο κυβερνήτης διέταξε όπως ο νεκρός τρομοκράτης μεταφερθεί προς ταφήν εις τας κεντρικάς φυλακάς της Λευκωσίας».
Ο πατέρας του θα τον αναγνωρίσει «απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ τον σταυρό της πατρίδας πούχε φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου του. Η μάνα του Αντωνού, τον αποχαιρετά με έναν μεστό από λυρισμό Επικήδειο: «…. Χαλάλιν της Πατρίδος μου, ο γιος μου, η ζωή μου, τζι αφού εν επαραδόθηκεν, τζι έμεινεν τζιαι σκοτώθηκεν, ας έσιει την ευτζιήν μου …».
Το καρβουνιασμένο σώμα του Αυξεντίου ενταφιάστηκε την επομένη της θυσίας του, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας. Στα «Φυλακισμένα Μνήματα» της Λευκωσίας. Εκεί όπου αναπαύεται ήσυχος, στον χώρο της απείρου δόξας και του μαρτυρίου, μαζί με άλλους δώδεκα Εθνομάρτυρες της Ε.Ο.Κ.Α.
Η Ελληνική Πολιτεία, πολύ καθυστερημένα, το 2016, τον τίμησε, προάγοντάς τον αναδρομικά στο βαθμό του Αντιστράτηγου.
Ιδού και η αιώνια παρακαταθήκη του: «Είτε ζήσουμε, είτε πεθάνουμε, ένα θα είναι το έπαθλο του αγώνα μας, για νεκρούς και ζώντας. Η Κύπρος να γίνει Ελληνική και να ζήσει ελεύθερη και ευτυχισμένη. Όσοι επιζήσουν να μην επιδιώξουν ανταμοιβές και αξιώματα, γιατί οι υπηρεσίες στην πατρίδα ποτέ δεν εξαργυρώνονται».
Ο Γιάννης Ρίτσος θα τον αποχαιρετήσει μ’ έναν μνημειώδη, γεμάτο εθνικό παλμό λόγο, κληρονομιά αιώνια γι’ αυτούς που στη ζωή τους έταξαν να φυλάνε Θερμοπύλες: «…Μιλάω για μένα σαν νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σαν νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα…».
*Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας