Ο Α. Χατζηαντώνης, Κερυνειώτης πρόσφυγας, με αφορμή το μνημόσυνο του Γρίβα γράφει τα πιο κάτω.

Τιμήθηκε και φέτος η μνήμη, με την ευκαιρία συμπλήρωσης 46 χρόνων από τον θάνατό του, του αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεώργιου Γρίβα-Διγενή (1897 – 1974). Είναι 3 – 4 φίλοι που με παρακάλεσαν με ευγενικό τρόπο να μη λείψω από τη σεμνή αυτή τελετή. Λυπάμαι που τους απογοήτευσα.
Προφανώς, είχαν την εντύπωση ότι επειδή είμαι λάτρης της ελληνικής ιδέας, της Ελλάδος ως παγκόσμιας ηγέτιδος στον χώρο του πολιτισμού και των πνευματικών αξιών θα ήταν επόμενο να αισθάνομαι την ανάγκη να παρευρεθώ στο μνημόσυνο αυτό.
Ουδέποτε σκέφτηκα να πάω και ούτε και στο μέλλον θα το πράξω. Όμως είναι ανάγκη να σημειώσουμε εδώ ότι ούτε και στα ετήσια μνημόσυνα για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ’ έχω παραστεί ποτέ. Ο λόγος είναι απλός. Για να αισθάνεσαι την ανάγκη να παραστείς σε εκδηλώσεις μνήμης για τους δύο αυτούς πρωταγωνιστές της νεότερης κυπριακής ιστορίας, τους οποίους φυσικά τιμώ ως ιστορικές φυσιογνωμίες και δεν διστάζω να αποκαλέσω εθνικά σύμβολα αγωνιστικότητος και θυσίας, πρέπει να σου το υπαγορεύει η καρδιά σου. Να μην το κάνεις τυπικά. Να το νιώθεις.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω αρνητικά. Σημειωτέον ότι είμαι ένας πολυ-βασανισμένος Κερυνειώτης εκτοπισμένος, επί 46 σχεδόν χρόνια. Ναι, διαδραμάτισαν τον πιο καθοριστικό ρόλο στα δρώμενα της σύγχρονης ιστορίας μας. Ο καθένας στο πόστο του, στον στρατιωτικό τομέα ο ένας, στον πολιτικό (και θρησκευτικό) ο δεύτερος. Αλλά ερωτώ: Πού βρισκόμαστε σήμερα, εξήντα χρόνια από την ίδρυση της πολύπαθης Δημοκρατίας μας; Είμεθα, ή μάλλον αποτελούμε, μέρος της μητροπολιτικής Ελλάδος, ενωθήκαμε με τη μητέρα πατρίδα, όπως το οραματιζόταν ο Γ. Γρίβας; Όχι. Ερώτηση δεύτερη. Είμεθα ένα ακέραιο, ανεξάρτητο κράτος, ενιαίο, ελεύθερο, από την Καρπασία ίσαμε τα παράλια της χερσονήσου του Ακάμα, όπως επιθυμούσε ο εθνάρχης Μακάριος; Και πάλιν, η απάντηση είναι, δυστυχώς, όχι.
Ας πάρουμε ωστόσο τα πράγματα από την αρχή. Εφόσον γεννήθηκα το 1959, είχα την ευκαιρία να βιώσω πράγματα απλά και καταστάσεις παράπλευρες, ως αποτέλεσμα των ενεργειών των δύο ανδρών. Δεν θα ανατρέξω καθόλου στο διαδίκτυο. Δεν προβαίνω σε πολιτική ανάλυση. Θα καταγράψω εμπειρίες, ως νεαρό παιδί στην Κερύνεια, δεκαετία του ’60. Απλές, καθημερινές στιγμές, σε μια χρονική συγκυρία που κρινόταν το μέλλον μας. Ως τμήμα του Ελληνισμού. 
Θα θέσω κάποιες απλές ερωτήσεις. Αφαιρέστε για λίγο τον «μανδύα» γριβικός – μακαριακός. Είναι γεγονός ότι ο Μακάριος, με την άνοδό του στην εξουσία, δημιούργησε ένα προσωποπαγές, συγκεντρωτικό κράτος; Πλαισιωμένος από «πιστούς» αυλοκόλακες; Ήταν, όντως, πείσμων και έλεγε: «Θα κάμω ό,τι κόψει η κκελλέ μου»; Καλλιέργησε μια προσωπολατρία; Θυμάμαι, ήμουνα παιδάκι, 8 – 9 ετών, στην ελεύθερη τότε Κερύνεια μας, και περί τις 8.00μ.μ., που άρχιζαν στο ΡΙΚ οι Ειδήσεις, άκουγα τη μακαριστή γιαγιά μου να μας φωνάζει από το σαλόνι που βρισκόταν η τηλεόραση: «Ελάτε… Δείχνει τον Μακάριον». 
Ναι, ευημερούσε η νεοσύστατη Δημοκρατία μας. Δεν θυμάμαι να υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ανεργία, κοινωνικές ταραχές κ.λπ. Φαινομενικά, όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια. Ο Ε/κύπριος ηγέτης μας, όμως, έπρεπε να λαμβάνει και αποφάσεις. Διότι ήμασταν ένα δικοινοτικό κράτος. Δεν θα του επιρρίψω ευθύνες, για την πρόταση των 13 σημείων και την αλλαγή του Συντάγματος, με στόχο την εύρυθμη λειτουργία του νεοσύστατου κρατιδίου μας. Που, όπως γνωρίζουμε, ήταν αυτό που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και μας οδήγησε, ακριβώς δέκα χρόνια μετά, σε μια τραγωδία. Όσες έρευνες και αν έκανα, δεν είναι ξεκάθαρο ότι παγιδεύτηκε από τη βρετανική δολιότητα.
Για τον Γεώργιο Γρίβα, τώρα. Ο ομότιμος καθηγητής Ιατρικής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Πετρίκος πρόσφατα είπε δύο λόγια για τον εκλιπόντα, μεταξύ των οποίων και τα εξής: «Στο πρόσωπο του Διγενή, τιμούμε τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, που έδωσαν το αίμα τους και τη ζωή τους, για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού». Για να συμπληρώσει: «Κάποιοι, σήμερα, μας καλούν να τα ξεχάσουμε όλα και να αποδεχθούμε τον ρεαλισμό και τη δουλικότητα της μοίρας μας. Οφείλουμε να σταθούμε ενωμένοι, σαν μια γροθιά, ενάντια σε όσους συνηγορούν μετά μανίας στην υποταγή μας στην Τουρκία».
Θα συμφωνήσω απόλυτα με την πρώτη του πρόταση, για τα αγνά, αμούστακα παλληκάρια που αγωνίστηκαν το ‘55 – ‘59. Εδάκρυσα αμέτρητες φορές διαβάζοντας βιβλία για τον αγώνα τους. Ωστόσο, με παραξενεύει η επόμενη πρόταση του καθηγητή, με την οποία, υποθέτω, καταφερόταν κατά των υποστηρικτών της ΔΔΟ. Και το είπε αυτό ενώ στο ακροατήριο βρισκόταν και ο Αβέρωφ Νεοφύτου. Του οποίου το κόμμα, μαζί με το ΑΚΕΛ, από το πρωί ίσαμε το βράδυ, μας λέει πως η μόνη λύση που μας απέμεινε δεν είναι άλλη από τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Δεν υπάρχει λόγος να προσθέσω οτιδήποτε άλλο. Εξάλλου επανειλημμένα έχω γράψει ότι παρόλο που τιμώ τον αντάρτικο αγώνα του Γρίβα κατά την περίοδο ‘55 – ‘59, ουδέποτε θα τον συγχωρέσω για την ίδρυση της τρομοκρατικής ΕΟΚΑ Β που μαζί με κάποιους επίορκους Ελλαδίτες χουντικούς αξιωματικούς ανέτρεψε τον νόμιμα εκλελεγμένο ηγέτη και άνοιξε την κερκόπορτα στον απαίσιο, ημιβάρβαρο εισβολέα. Που από ετών ανέμενε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα ήδη από τη δεκαετία του 1950 εκπονηθέντα σχέδιά του, για κατάληψη-τουρκοποίηση της μισής μας πατρίδας. Και να προσφυγοποιήσει 180.000 αθώους ανθρώπους.
Αυτό που σήμερα χρειαζόμαστε δεν είναι μνημόσυνα που διχάζουν. Που ξύνουν αγιάτρευτες πληγές στην ψυχή μας. Σε μια ημι-κατεχόμενη πατρίδα. Με τον νεο-σουλτάνο να βρυχάται και να εκτοξεύει καθημερινά απειλές κατά Ελλάδος και Κύπρου, παραβιάζοντας έμπρακτα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στη θαλάσσια ζώνη πέριξ της νήσου. 
Αυτά είναι -ας μου επιτραπεί ο όρος- αχρείαστες πολυτέλειες. Κρίνουμε και τιμούμε όλοι, ο καθένας ανάλογα με τα βιώματά του και τις ιστορικές του γνώσεις, τους δύο ηγήτορές μας, παρά τα λάθη που διέπραξαν.
Θα ήμασταν όμως επιπόλαιοι αν, τυφλωμένοι από κομματικές εντολές, θεοποιήσουμε ή αγιοποιήσουμε τους δύο ιστορικούς ηγέτες. Των οποίων τον πατριωτισμό ουδείς είναι σε θέση, τεκμηριωμένα, να αμφισβητήσει. Του γράφοντος μη εξαιρουμένου.