O Mανώλης Χριστοφίδης, όσοι τον θυμούνται, έλεγε: Η Κύπρος δεν είναι δρυς ευθυτενής αλλά καλαμιά που γέρνει όπου την παίρνει ο άνεμος. Έτσι είναι και ίσως σε αυτή την «ευλυγισία» της να οφείλει και την επιβίωση της. Η γεωστρατηγική της θέση και όχι μόνο, προκαλεί ισχυρότατους ανέμους. Μέχρι σήμερα δεν επιβίωσε γιατί είχε σταθερή πολιτική γραμμή και όραμα. Κρατήθηκε γιατί πολύ απλά είναι μια καλαμιά γέρνει μια απ’ εδώ και μια απ’ εκεί. Μπορεί και να σπάει, αλλά ένας νέος βλαστός ξεπετάγεται και συνεχίζει τη ζωή στα ίδια και τα ίδια.
Η κρίση του 2013 θεωρήθηκε μια ακόμη για να διορθώσουμε την πορεία μας, αλλά φευ. Το ίδιο έγινε και σε προηγούμενες αναταράξεις, όπως και με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974. Ακολούθησαν απλώς αλλαγές  προσώπων, κομματικές αποχρώσεις, αλλά όχι μυαλά και στοχεύσεις. Οι επανατοποθετήσεις έμεινα στα ίδια και στα ίδια. Κάθε φορά οι επόμενοι δεν καταφέρνουν να διαφοροποιήσουν τη ρότα του τόπου, να δρομολογήσουν διαφοροποιήσεις πέρα για πέρα αναγκαίες, για να έχουμε μέλλον με ασφάλεια. Αναλώνονται στη διαχείριση των ζητημάτων που έμειναν ανοιχτά από τους προηγούμενους όπως και σε κατηγορώ κατά των προηγούμενων. Καιρός είναι να συνειδητοποιήσουν ότι δεν ξοφλούν έτσι πλέον.
 
Η κοινωνία τους φτύνει, γιατί η απογοήτευση κτυπά κόκκινο εδώ και καιρό κι αυτοί μας λεν ότι ψιλοβρέχει. Χρειαζόμαστε ως τόπος, γενικό restart. Να εμπιστευθούμε νέα μυαλά, που να είναι παραγωγικά, αποτελεσματικά για να βλέπουμε τη διαφορά στην απλή την καθημερινότητά μας. Δεν λέμε να αρχίσουμε από τα μεγάλα και άπιαστα. Μια ματιά γύρω μας, μάς αποδεικνύει ότι είμαστε χώρα του μπλα-μπλα και ότι μονίμως φορτώνουμε στους άλλους αυτά που οι ίδιοι έχουμε υποχρέωση να κάνουμε. Θεωρούμε πετυχημένους  τους δήθεν, όσους βγαίνουν στην επιφάνεια, όχι με την αξία τους, αλλά αναδύονται ως φελλοί στα ρηχά νερά της κυπριακής πραγματικότητας. «Υποκλινόμαστε» στους ρέκορτμαν του like και αποδυόμαστε σε αγώνα δρόμου κατάκτησης της θέσης τους για να είμαστε αποδεχτοί στα συγκεκριμένα λόμπι που κινούν τα νήματα της διαδικτυακής κυπριακής νομενκλατούρας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει στον αστερισμό της αρπαχτής από την εποχή της ίδρυσης της μέχρι και σήμερα. Τα λαμόγια του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι «τα κόκκινα χαλιά» πάνω από τα οποία περνούν οι κάθε λογής εξουσίες και τα οποία δεν εξοστρακίζονται ούτε και τιμωρούνται γιατί λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Νομιμοποιούμαστε να έχουμε απαιτήσεις από την πολιτειακή και την πολιτική ηγεσία. Από τις κάθε λογής εξουσίες. Έχουμε όμως και υποχρεώσεις και καθήκοντα που δεν παραγράφονται με την ευκολία που οι πολιτικοί κάνουν τους απολογισμούς τους. Γιατί οι λογαριασμοί όλων των παραλείψεων, των αδυναμιών, της αναποτελεσματικότητας, σε εμάς φτάνουν, για πληρωμή… Και δεν ξοφλούμε ούτε με την γκρίνια, ούτε με τις λεκτικές αφοδεύσεις από την άνεση του «επαναστάτη» του διαδικτύου.
 
Το πιο εύκολο και ανέξοδο είναι η κριτική, την ώρα μάλιστα που στις μικρές επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες, οι «επαναστάτες» κάνουν τα ίδια ή και χειρότερα των πολιτικών ταγών που επικρίνουν με δριμύτητα. Όσο αυτοί επιβιώνουν και επιβραβεύονται, αυτά θα έχουμε και στην πολιτική, την οικονομική και κοινωνική μας ζωή. Μην πω και χειρότερα. 
Μια επανεκκίνηση είναι επιβεβλημένη. Κι αυτή δεν μπορεί να γίνει μόνο με αλλαγή προσώπων. Απαιτείται όραμα, στόχοι, προγραμματισμός και κινητοποίηση για να προκύψουν αποτελέσματα. Αξιολόγηση αποτελεσμάτων, δράσεων, προσώπων για να πάμε στο επόμενο στάδιο. Οι μεγάλες προκλήσεις είναι εκεί και βοούν. Ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος των κυβερνώντων. Αλλά και σε βάρος όλων των πολιτών. Η πυξίδα της διακυβέρνησης Αναστασιάδη χρειάζεται προφανώς ρύθμιση. Προέχει όμως να καθοριστεί ρότα, που να οδηγήσει στην επανίδρυση του κυπριακού κράτους. Στην επανίδρυση μιας κρατικής μηχανής πάνω σε υγιείς βάσεις που δεν θα αντιμετωπίζεται από τούδε και στο εξής ως «κολυμβήθρα» σίγουρων ψήφων για τις δυνάμεις που στοιχίζονται δίπλα στους δημοσίους υπαλλήλους, μια μεγάλη μάζα των οποίων καθορίζει τα βήματα που γίνονται ή ανακόπτει τα βήματα, που δεν τους είναι αρεστά, σε ουκ ολίγους τομείς.  
 
«Τους πόνους γαρ αγαθοί τολμώσι, δειλοί δ’ εισίν ουδέν ουδαμού», τουτέστιν «τους αγώνες τολμούν οι ανδρείοι, ενώ οι δειλοί δεν είναι τίποτα και πουθενά»- Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός  (Ιφιγένεια εν Ταύροις). Ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της χώρας μας και όλων των πολιτών αυτής…
 
*Αρχισυντάκτρια Φιλελεύθερου της Κυριακής