ΚΑΘΩΣ ΑΛΛΩΣΤΕ κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα, ο γράφων, έτσι κι εφέτος θυμήθηκε τον «φιλέρημο» γέροντα Φραγκούλη Φραγκούλα, διηγηματικό ήρωα του άλλου «φιλέρημου» Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου, του κυρ Αλέξανδρου (Παπαδιαμάντη). Όπως δε εκείνος, έτσι και ο γράφων «ευφροσύνως» κατέφευγε «εν μέσω ασπαλάθων, εις έρημον τόπον, απόκρυμνον κλητήν προς μιαν νοτιοανατολικήν πλευράν», όχι της Σκιάθου φυσικά, αλλά της κορυφής του Ολύμπου στο Τρόοδος. Δεν ατένιζε όμως απ’ εκεί προς «ασφοδελόν λειμώνα» όθεν «την νύχτα να εβγαίναν είδωλα ψυχών, …σκιαί επιστρέφουσαι, με κενάς οιμωγάς» (δια την χαμένην των ζωήν). Βαθιά μελαγχολών εντούτοις, ο γράφων, έβλεπε στον μυχό του ορεινού σχηματισμού την πλατεία του Τροόδους, (και όχι μόνο) να εξακολουθεί δεινοπαθώντας, στα χοντρόχερα ενός ενσυνειδήτως βάναυσα αδιάφορου, ή στην καλύτερη περίπτωση, ανίκανου να οργανωθεί, κράτους! Μελαγχολώντας βεβαίως, αλλά για άλλη «χαμένη ζωή», εκείνη που άλλοτε σφύζοντας έπαλλε σ’ αυτή την πάλαι κοινωνία του Τροόδους…
ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ που για να «πάλλει», είχε κάποια (χαμένα πια) χαρακτηριστικά: Όσοι κατοικούσαν τότε εκείνο το βουνό, ήσαν πρόσωπα κοινωνούντα! Όχι, όπως σήμερα, μονάδες ατόμων διερχομένων ανά δεκαπενθήμερο. Ατόμων άκρατης χρησιμοθηρίας και διαλυτικού ατομικισμού! Υπό την έννοια φυσικά, ότι εξασφαλίζοντας τώρα μια βολική προσώρας διαμονή, χρησιμοποιούν το χορηγούμενο κατάλυμα, για άλλες χρήσεις, και όχι για ανάπτυξη έστω και προσωρινού κοινωνικού βίου. Ουδείς, ουδέποτε και ουδαμώς ασχολήθηκε με τον, διερχόμενο επίσης, γείτονά του. Ασκεί απλώς τον εκεί βίο σε συνθήκες αποξενωτικού ατομικισμού. Σε ένα μάλιστα περιβάλλον φύσης ιδιόμορφης, όπου τίποτε δεν γίνεται εκεί χωρίς τη μετοχή όλων, και αλληλένδετα: Δέντρων, πευκοβελονών, θάμνων, φτέρης, πουλιών μικρών και μεγάλων! Ακόμα και τα ζουζούνια, οι παπαδίτσες για παράδειγμα, συμμετέχουν σ’ εκείνη την εν εξελίξει φυσική ζωή! Και μόνο οι άνθρωποι φαντάζουν όντα  απόξενα σ’ αυτή την «κοινωνία» της φύσης… 
ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΑΛΛΟΤΕ κοινωνίας προσώπων, πλούσιων η πτωχών, αστών ή χωρικών, υψηλής ή χαμηλής μόρφωσης, όλων όμως βαθιάς κοινωνικής, συνεπώς και αισθητικής καλλιέργειας, την οποία η φύση του Τροόδους ενσυναισθήτως υπέβαλλε, στους που και την σέβονταν βεβαίως, είναι ένα, αδιάφορο, όπως ήδη το χαρακτηρίσαμε,  αλλά και ανίκανο κράτος, που κατόρθωσε να επιτύχει τη διάλυση. Τη διάλυση όμως της κοινωνίας των προσώπων, λογικό ήταν να ακολουθήσει, κατά πόδας μάλιστα, και η διάλυση του ανθρωποποίητου περιβάλλοντος, που η κοινωνία εκείνη δημιούργησε για να ασκήσει σ’ αυτό τον βίο της! Και δεν υπάρχει ανάγκη να ανέβει κανείς, όπως ο γράφων, «σε απόκρημνη κλιτή της κορυφής του Ολύμπου» για να το διαπιστώσει. Μια απλή περιδιάβαση, είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει την καταστροφή:
ΠΡΩΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ οικοδομές ιδιωτών, που τους εξεδίωξε το κράτος, (προς το «δημόσιο συμφέρον» εννοείται…), τώρα όμοια  φαντάσματα στέκονται εκεί ερειπωμένες, χωρίς πόρτες ή παράθυρα, έρμαιο των ανέμων και καταφύγιο των νυχτερίδων. Όταν όλες, περίκομψες στον καιρό τους, φιλοξενούσαν την κοινωνική ζωή. Μα τι! Εδώ πέρα, ένα διάσημο καλλιτέχνη που αξιώθηκε, έστω και παρεμπιπτόντως, να έχει η Κύπρος, «πιανίστα του αιώνα», τον Κυπριανό Κατσαρή, τον εξεδίωξαν από το σπίτι του, για να χρησιμοποιηθεί κι αυτό ως «κυβερνητική» κατοικία! Το σπίτι, όπου για ώρες και μέρες ο Κατσαρής δούλευε τις μεταγραμμένες από τον Λιστ για πιάνο, εννέα συμφωνίες του Μπετόβεν, πριν τις μαγνητοφωνήσει για λογαριασμό της πασίγνωστης δισκογραφικής εταιρείας Sony, χορταριασμένο τώρα, αραχνιασμένο και αχρησιμοποίητο, φαντάζει και ανατριχιαστικά έρημο!  
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙ υπό χρήση «κυβερνητικές» καλούμενες κατοικίες, παρότι κατοικημένες, (από διερχόμενους ανά δεκαπενθήμερο ενοίκους εννοείται) πάλι εγκαταλειμμένες κι έρημες εμφανίζονται, χωρίς ένα λουλούδι να ανθίζει στα άλλοτε παρτέρια τους, (γιατί άλλωστε, να ενδιαφερθεί ο ανά δεκαπενθήμερο διερχόμενος ένοικος να φυτέψει οτιδήποτε, αφού δεν θα βρίσκεται εκεί όταν αυτό θα ανθίσει;) αλλά και χωρίς ένα παιδί να παίζει, ή να τολμά να παίξει, στις, υποτιθέμενες, αυλές-γκρεμοτσακίστρες τους… Ό,τι δηλ. αποκαλέσαμε «βάναυσα αδιάφορο κράτος»…
ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ να το παραδεχτεί κανείς, κάθε τόσο αγκομαχώντας αυτό το ανερμάτιστο κράτος, ανακοινώνει κονδύλια εκατομμυρίων που ψηφίστηκαν για «βελτίωση του Τροόδους»! Και όντως! Ξόδεψαν εκατομμύρια για να μετατρέψουν τον κεντρικό δρόμο της πλατείας σε λιθόστρωτο. Παρότι οι γνώστες των εκεί συνθηκών, τούς προειδοποίησαν πως ό,τι κάνουν, είναι μάταιο. Δεν πέρασε λοιπόν τριετία, και αναγκασμένοι πια, ξόδεψαν άλλα εκατομμύρια για να ασφαλτοστρώσουν το λιθόστρωτο… Ό,τι δηλ. ονομάσαμε ανάγωγο κράτος…
ΚΑΙ ΞΟΔΕΨΑΝ άλλα εκατομμύρια, για να κάνουν κεντρικό αποχετευτικό σύστημα. Αλλά πρώτον, (ευφυώς!) τοποθέτησαν τον κεντρικό αγωγό, στο ψηλότερο σημείο της πλατείας, και δεύτερο ξέχασαν τα φρεάτια σύνδεσης με αυτόν. Όταν δε ενεοί το διαπίστωσαν, έσπευσαν (ως Δημόσια Έργα) να κατασκευάσουν, εκ των υστέρων, τα φρεάτια. Πλην όμως διαπίστωσαν ξανά, ότι τα είχαν τοποθετήσει εκεί όπου άλλη κρατική υπηρεσία, (Τμήμα Δασών) απαγόρευε την τοποθέτησή τους: Στις ρίζες αιωνόβιων πεύκων της πλατείας. Οπότε, φυσικά, το κράτος φράκαρε! (Πλήθος δε άλλα κρατικά παρόμοια!) Ό,τι δηλ. αποκαλέσαμε «ανίκανο κράτος»…
ΠΩΣ ΛΟΙΠΟΝ να μη μελαγχολεί ο «γέρων Φραγκούλης», που «φιλέρημος» επιμένει να κάθεται στην «κλητήν, την απόκρημνον» του Ολύμπου εκείνην, μιμνησκόμενος τη «χαμένη ζωή» του άλλοτε Τροόδους!