Φορώντας σταυρωτό κοστούμι Brioni και γραβάτα με χειροποίητα σχέδια από μετάξι, χαιρέτησε το πλήθος που μαζεύτηκε για συμπαράσταση έξω από το δικαστήριο. Ήταν, εξάλλου, γνωστός για το στυλ και το πάντα περιποιημένο αλά περικεφαλαία γκριζαρισμένο μαλλί του. Έσκασε ένα στραβό χαμογελάκι, φίλησε δυο-τρία μωρά και εισήλθε στον ναό της δικαιοσύνης. Μόνο που κι αυτή τη φορά η δικαιοσύνη ήταν όντως τυφλή, με την κακή έννοια.
 
Ήταν η τρίτη φορά που θα τη γλύτωνε ο Τζον Γκότι, γνωστός και ως «Νονός από τεφλόν» (πολυτετραφθοροαιθυλενίο) –υλικό που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων και ως αντικολλητικό σε μαγειρικά σκεύη– για την ικανότητά του να τη σκαπουλάρει από τη δικαιοσύνη. Ο Γκότι ήταν ο νονός των νονών στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’80 και αρχές της δεκαετίας του ’90. Αναρριχήθηκε στην εξουσία διά της αφαιρέσεως. Αφαίρεσε από τη μέση τον προκάτοχό του, Πολ Καστελάνο, έξω από εστιατόριο στο Μανχάταν αναλαμβάνοντας τα ηνία της «οικογένειας» Γκαμπίνο.
 
Ο Καστελάνο ήταν και ο τελευταίος ιταλοαμερικάνος αρχιμαφιόζος της παραδοσιακής σχολής με τις γκαγκστερικές αξίες της γηραιάς ηπείρου. Ο Γκότι έφερε το σταριλίκι στο επάγγελμα. Ήταν αφεντικό νέας κοπής, φλασάτος, ναρκισσιστής, λάτρευε τις δημόσιες εμφανίσεις και τις κάμερες. Μα πίσω από τη χρυσόσκονη κρυβόταν ένας αδίστακτος και ψυχρός εκτελεστής (κάποιοι ακόμη μετράνε πτώματα). Όμως, τέταρτη και φαρμακερή. Η επιμονή των Αρχών οδήγησε στην καταδίκη, χάρη στις πολύχρονες παρακολουθήσεις, ηχογραφήσεις και βιντεοσκοπήσεις που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, αλλά και στον νόμο RICO, που ορίζει τι εστί οργανωμένο έγκλημα και άρα ο πέλεκυς πέφτει πιο βαρύς.
 
Αρχές του ’90, ο Γκότι, προδομένος και από τον χίτμαν της κόζα νόστρα, Sammy the Bull, που άλλαξε στρατόπεδο, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και ας επέμενε μέχρι τέλους ότι ήταν… πωλητής υδραυλικών υλικών.
 
Μ’ αυτά και μ΄αυτά, θυμήθηκα τον Γκότι για δύο λόγους: Το σίριαλ για τον νόμο με τις παρακολουθήσεις που έληξε αισίως πρόσφατα. Υπενθυμίζω τι γράφαμε το 2017: «Ενώπιον της Βουλής για ψήφιση βρίσκεται το πολύκροτο νομοσχέδιο του υπ. Δικαιοσύνης, το οποίο νομιμοποιεί τις παρακολουθήσεις συνομιλιών και τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις. Το ζήτημα συζητείται εδώ και πάρα πολλά χρόνια και για το οποίο εκφράσθηκαν πολλές επιφυλάξεις. Φαίνεται, όμως, ότι φθάνει στην τελική του πορεία». Τελική πορεία, έλεγε ο ποιητής, τότε. Θα μπορούσαν άραγε όλα αυτά τα χρόνια να είχαν σωθεί ζωές; Προς προβληματισμό το ερώτημα.
 
Δεύτερη αφορμή αποτέλεσε το νέο γκανγκστερικό χτύπημα στην Αγία Νάπα και η γενικότερη άνεση των δικών μας νονών, να αλωνίζουν, να πουλούν προστασία, να καίνε υποστατικά, να διατάζουν πολύνεκρα χτυπήματα. Θυμίζω το πενταπλό φονικό στην Αγία Νάπα τον Ιούνιο του ‘12 και τη δολοφονία άλλων τεσσάρων τον Ιούνιο του ‘16 στο ίδιο θέρετρο. Σ΄ όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις υπήρξαν παράπλευρες απώλειες, άνθρωποι που βγήκαν για διασκέδαση και κατέληξαν στον τάφο ή στο νοσοκομείο.
 
Πραγματικά πιστεύω στη θέληση του αρχηγού Αστυνομίας να πατάξει το οργανωμένο έγκλημα. Τώρα (έστω) έχει ένα ισχυρό νόμο-όπλο στα χέρια του. Αν κατάφεραν οι Αμερικάνοι να διαλύσουν πέντε φαμίλιες, τότε αλί και τρισαλί αν δεν μπορέσουμε, μια σταλιά τόπος, οι μισοί κουμπάροι, να ξηλώσουμε τις δικές μας φατρίες. Αν μη τι άλλο, να πίνουμε ένα καφέ χωρίς να κοιτάμε πάνω απ’ τον ώμο μας για κανένα… ανοξείδωτο. 
 
Φιλελεύθερα, 23/2/2020.