Σε περιπτώσεις γυναικοκτονίας αναγράφεται ότι ήταν «έγκλημα πάθους» ή «τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε», που προβάλλονται ως ελαφρυντικά. Τι γίνεται σε περιπτώσεις που υπάρχει υποψία εναντίον της γυναίκας, απλά υποψία χωρίς αποδείξεις; 
Η Edith ήταν το πρώτο από πέντε παιδιά, γεννημένη στο Λονδίνο (1893). Όταν ήταν μικρή, της άρεσε ο χορός, το θέατρο, ήταν πολύ καλή στα μαθήματα. Σε ηλικία 16 ετών εργοδοτήθηκε σε οίκο μόδας και ταξίδευε συχνά υπηρεσιακά στο Παρίσι. Ήταν μια κομψή ωραία γυναίκα. Γνώρισε τον τρία χρόνια μεγαλύτερό της Percy Thompson και παντρεύτηκαν το 1916. Απέκτησαν ένα ωραίο σπίτι σε αριστοκρατική γειτονιά του Λονδίνου, όπου έκαναν παρέα με τον 18χρονο Frederick Bywaters, φίλο του αδελφού της. Ο Frederick είχε καταταγεί στο εμπορικό ναυτικό και τους διηγείτο ιστορίες. Η Edith δεν έμεινε ασυγκίνητη από τον όμορφο, παρορμητικό νεαρό και σύντομα προχώρησαν σε ερωτική σχέση. Η αλήθεια αποκαλύφτηκε όταν μια μέρα το συζυγικό ζευγάρι διαφώνησε και ο Percy κτύπησε άσχημα την Edith μπροστά στα μάτια του Frederick, ο οποίος αμέσως επενέβη και την υπερασπίστηκε. 
Ενοχλημένος ο Percy τον έδιωξε. Όλον τον επόμενο χρόνο ο Frederick ταξίδευε αλλά αλληλογραφούσαν συνεχώς. Το 1922 το ζεύγος Thompson μαζί με άλλους επέστρεφαν από το θέατρο όταν πετάχτηκε κάποιος από πίσω από τους θάμνους και επιτέθηκε και μαχαίρωσε τον Percy. Η Edith φώναζε κατά τη διάρκεια της επίθεσης «Όχι, μη. Όχι, μη». 
Κλήθηκε η Αστυνομία που τη βρήκε σε υστερική κατάσταση. Αμέσως παραδέχτηκε την παράνομη σχέση. Όταν βρέθηκε η αλληλογραφία των δυο εραστών, μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι θα προτιμούσαν τον Percy νεκρό. Αυτό ήταν αρκετό ώστε να προσαχθούν και οι δυο σε δίκη με την κατηγορία φόνου. Άδικα ο Frederick επέμενε ότι η Edith δεν είχε ιδέα για την επίθεση. Δήλωσε ότι ήθελε μόνο να εξηγηθεί με τον Percy και τον μαχαίρωσε σε αυτοάμυνα όταν αυτός ανέδσυρε πιστόλι. Η Edith με τη σειρά της επέμενε να καταθέσει, παρά την αντίθετη γνώμη των δικηγόρων της, σε μια προσπάθεια να σώσει τον φίλο της. Και οι δυο κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό. 
Η μητέρα της Edith έστειλε επιστολή στον τότε βασιλέα Γεώργιο 5ο εκλιπαρώντας για τη ζωή της κόρης της. Μετά την εκτέλεση παρακαλούσε να της υποδείξουν τον τάφο της κόρης της αλλά μάταια. 
Και ενώ προηγουμένως η κοινή γνώμη ήταν εναντίον των δυο εραστών, και ιδιαίτερα της Edith ως μοιχαλίδας, μετά την καταδίκη έγινε στροφή. Μαζεύτηκαν ένα εκατομμύριο υπογραφές που ζητούσαν την ακύρωση της θανατικής καταδίκης χωρίς επιτυχία. Η Edith θεωρείτο ο ηθικός αυτουργός, παρόλο που ο Frederick έκανε ξανά ένορκη δήλωση ότι αυτή δεν γνώριζε τίποτε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τη σώσει. Πέρασε τις τελευταίες μέρες της ζωής της σε κατάσταση υστερίας και στις 9 Ιανουαρίου 1923, τέσσερα άτομα μετέφεραν τη μισολιπόθυμη Edith στην αγχόνη. Επειδή δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, την έδεσαν σε καρέκλα και έπεσαν μαζί στο κενό. Την ίδια ακριβώς στιγμή απαγχονιζόταν και ο εραστής της. Τα σώματά τους τάφηκαν στην αυλή της φυλακής.
Μια σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι o έμπειρος δήμιος που την εκτέλεσε, John Ellis, τόσο πολύ συνταράχτηκε από το γεγονός ώστε αυτοκτόνησε λίγα χρόνια μετά αναφέροντας το όνομά της.   
Έκτοτε γράφτηκαν πολλά. Γνωστοί δικηγόροι ανακίνησαν το θέμα, τονίζοντας ότι δεν υπήρχε δίκαιη δίκη και ότι χρησιμοποιήθηκαν οι ερωτικές επιστολές της, δημιουργώντας προκαταλήψεις, για να την παρουσιάσουν ως μια ανήθικη μοιχαλίδα που παράσυρε έναν νεαρό άντρα στο έγκλημα. Δεν γνώριζε για την επίθεση και έπρεπε να δικαστεί ξεχωριστά και όχι μαζί με τον Frederick. Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Laura Thompson (συνωνυμία) «Rex V Edith Thompson: η ιστορία δυο φόνων».Την ίδια χρονιά το BBC γύρισε ντοκιμαντέρ για την υπόθεση. Το 2018 τα οστά της μεταφέρτηκαν στον οικογενειακό τάφο σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία της μητέρας της που πέθανε πικραμένη (1938). 
H Edith στη σύντομη ζωή της (29) απέδειξε ότι ήταν έξυπνη, ταλαντούχα, εξαιρετική χορεύτρια, κέρδιζε περισσότερα από τον μέσο άντρα της εποχής της. Επιπλέον απάτησε τον σύζυγό της, τον οποίο πιέστηκε να παντρευτεί από τον πατέρα της. Όλα τα πιο πάνω κρίθηκαν ανεπίτρεπτα στην κοινωνία του 1923. Ξύπνησαν αρνητικά συναισθήματα στον μισογύνη βικτωριανό 65χρονο δικαστή που τη δίκασε.  
Δεν βρέθηκε κανένας να πει ότι ήταν έγκλημα πάθους ή η κακιά στιγμή.
100 χρόνια μετά λίγα άλλαξαν.