Παρακολουθώντας για δεύτερη συνεχόμενη συνεδρία τη συζήτηση που διεξάγεται στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας, σχετικά με το ενδεχόμενο αλλαγής του σχολικού ωραρίου, τείνω να συμφωνήσω τόσο με τον πρόεδρο της Επιτροπής, Παύλο Μυλωνά, ο οποίος ενέγραψε το θέμα, όσο και με τον βουλευτή Ανδρέα Θεμιστοκλέους, αν και διατυπώνει μια άλλη, διαφορετική άποψη. Κι αυτό, διότι όντως πρόκειται για ζήτημα, το οποίο χρήζει ενδελεχούς συζήτησης καθότι δεν είναι μονοδιάστατο. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολυσύνθετο και αγγίζει πολλές και διαφορετικές πτυχές της καθημερινότητας όλων μας. Άρα, δεν είναι απλό χωρίς αυτό να σημαίνει πως ό,τι μας ζορίζει πρέπει να αφήνεται στην άκρη και να μην αγγίζεται. 

Η συμφωνία με τον κ. Μυλωνά έγκειται στην ίδια αντίληψη που έχω. Δηλαδή, στο ότι ο διάλογος δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Αυτή τη φράση χρησιμοποίησε ο επικεφαλής της Επιτροπής Παιδείας της Βουλής, στις δηλώσεις στις οποίες προέβη την περασμένη Τετάρτη, με το πέρας της συνεδρίας. Όπως είπε, «ο διάλογος δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Υπάρχουν διάφορες απόψεις, ακούσαμε για παράδειγμα την άποψη ότι και τα ωρολόγια προγράμματα και τα αναλυτικά προγράμματα δεν χρειάζονται καμία αλλαγή. Όλα βαίνουν ομαλώς. Είναι απόλυτα σεβαστό. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα τρομερά προβλήματα που στο σύνολό τους αντιμετωπίζει η δημόσια εκπαίδευση δεν αντιμετωπίζονται με τον τρόπο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουμε. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι για να πας στο 10 χρειάζεται να ξεκινήσεις από το 1 και μεθοδικά, οργανωμένα και μετά από διαβούλευση και διάλογο να καταλήξεις σε ένα αποτέλεσμα». 

Αναφορικά με τη θέση του ότι το σχολείο και στη Δημοτική και στη Μέση Εκπαίδευση αρχίζει πολύ νωρίς, ο κ. Μυλωνάς την ενίσχυσε επικαλούμενος μελέτες που έγιναν από πανεπιστήμια της Αμερικής και του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες αποδεικνύουν ότι η παραγωγικότητα των παιδιών και των εκπαιδευτικών τις πολύ πρωινές ώρες δεν είναι ωφέλιμη. Ούτε για τα παιδιά, ούτε για τους καθηγητές.

Από την άλλη, είναι το ένα σκέλος της θέσης του βουλευτή Θεμιστοκλέους, ο οποίος ανεξαρτήτως της άποψής του ότι η συζήτηση περί αλλαγής των ωραρίων των σχολείων είναι άσκοπη και θα οδηγήσει σε αχρείαστη αναστάτωση, εξέφρασε τη θέση ότι τα δύο θέματα πρέπει να διαχωριστούν. Δηλαδή, η συζήτηση για ενδεχόμενο αλλαγής σχολικού ωραρίου να μην αποτελεί μέρος της συζήτησης για αξιολόγηση των Αναλυτικών και Ωρολόγιων Προγραμμάτων, όπως είναι εγγεγραμμένο το θέμα στην Επιτροπή. Και σε αυτό το σημείο έχει δίκαιο.

Καλό θα ήταν τα δύο θέματα να διαχωριστούν. Έτσι κι αλλιώς, το σχολικό ωράριο εάν αλλάξει -στην ουσία εάν μετακινηθεί η ώρα έναρξης των μαθημάτων μισή ή μια ώρα πιο αργά- δεν θα επηρεάσει τα Αναλυτικά και Ωρολόγια Προγράμματα. Η σχολική μέρα ίδια θα είναι πάλι. 

Άλλωστε, όσο σημαντικό είναι το θέμα του ωραρίου καθώς ναι, οι εποχές αλλάζουν και τα δεδομένα της ζωής και της καθημερινότητας μας διαφοροποιούνται, άλλο τόσο -και ίσως πιο σημαντικό- είναι και το θέμα των Αναλυτικών και των Ωρολόγιων Προγραμμάτων. Γιατί αυτά αφορούν το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα παιδιά. Αυτά πρέπει να αξιολογούνται και να βελτιώνονται. Όχι μόνο για να καλύπτουν τους περιβόητους Δείκτες Επιτυχίας και Επάρκειας αλλά και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και άλλων, σημαντικών και άκρως απαραίτητων ικανοτήτων των μαθητών. Για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις νέες προκλήσεις.