O Oscar Wilde (16/10/1854-30/11/1900) ήταν Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός. Από μικρός μιλούσε άπταιστα Γαλλικά και Γερμανικά. Σπούδασε κλασικές σπουδές στο Oxford όπου διάπρεψε ως φοιτητής. Μετακόμισε στο Λονδίνο όπου εντάχθηκε στους ανώτερους πνευματικούς και κοινωνικούς κύκλους. Έγραψε μεγάλο αριθμό άρθρων, δοκιμίων, θεατρικών έργων και έδινε διαλέξεις. 

Στο μυθιστόρημά του «Το πορτραίτο του Dorian Gray» ενσωμάτωσε σκέψεις του για την υποκρισία της κοινωνίας και την ομορφιά, αναλύοντας σε βάθος λεπτομέρειες του αισθητισμού έτσι εξοργίζοντας την πουριτανή Βικτωριανή κοινωνία της εποχής του (1891). Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Dorian Gray, ένας όμορφος νεαρός του οποίου το πορτραίτο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Basil. Ο Dorian συνειδητοποιώντας ότι μία μέρα η ομορφιά του θα χαθεί, εκφράζει την επιθυμία του να πουλήσει την ψυχή του με αντάλλαγμα το πορτραίτο να γεράσει αντί εκείνου. Η ευχή του εκπληρώνεται, και η έκλυτη και ακόλαστη ζωή του νεαρού στο κυνήγι των αισθήσεων απεικονίζεται στο πορτραίτο ως παραμόρφωση και σημάδι γήρανσης. Ο νεαρός είχε ασπαστεί τη θεωρία ότι το μόνο πράγμα στη ζωή άξιο αναζήτησης είναι η ομορφιά και η ικανοποίηση των αισθήσεων.

Αργότερα ο Oscar Wilde είχε δηλώσει ότι αποτύπωνε στο νεαρό τη δική του θεωρία.

Υπήρξε μασόνος και ανελίχθηκε μέχρι τον βαθμό του «Ανώτερου Διδασκάλου». Πολύ σύντομα έγινε μία από τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του για το οξυδερκές πνεύμα του, τις εξεζητημένες εμφανίσεις του και τους πνευματώδεις διαλόγους του. Είχε καταστεί είδωλο της ευγενούς κοινωνίας και πρότυπο της αισθητικής διανόησης. Όλοι επιζητούσαν παντού την παρουσία του στις κοσμικές εκδηλώσεις της υψηλής κοινωνίας. Διατυμπάνιζε ότι «ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιστέκεσαι σε έναν πειρασμό, είναι να υποκύπτεις σ’ αυτόν» και ότι «το χειρότερο από το να μιλούν άσχημα για σένα είναι να μη μιλούν καθόλου για σένα».

Παντρεύτηκε την Constance Lloyd (1859 – 1898), κόρη ενός πλούσιου σύμβουλου της βασίλισσας, και απέκτησαν δύο γιους.

Στο απόγειο της φήμης του, και ενώ παίζονταν στο Λονδίνο τα αριστουργήματά του, ο Wilde μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι (1844 – 1900) για συκοφαντία επειδή τον αποκάλεσε σοδομιστή. Ο Μαρκήσιος συνελήφθη με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, η οποία μπορούσε να επιφέρει ποινή κάθειρξης έως και δύο έτη εκτός εάν αποδείκνυε ότι η κατηγορία του είχε πραγματική βάση. Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Oscar, του θηλυπρεπούς κακομαθημένου αριστοκράτη, του 22χρονου Μπόζι (1870 – 1945). Όπως αποκαλύφθηκε στη δίκη πρώτος εραστής του Oscar ήταν ο 17χρονος Ρος. Ο Μπόζι σύντομα μύησε τον Wilde στον υπόγειο κόσμο της ανδρικής πορνείας, όπου γνώρισε δεκάδες νεαρούς από τις εργατικές τάξεις (1892). Στη διάρκεια της δίκης ο Μαρκήσιος παρουσίασε αποδείξεις ότι πράγματι ο Wilde επιδίδετο σε σοδομισμό (ομοφυλοφιλία που ήταν ποινικό αδίκημα τότε στην Αγγλία). 

Η κατηγορία της συκοφαντίας αποσύρθηκε και ο ίδιος ο Wilde από κατήγορος βρέθηκε κατηγορούμενος. Με το πέρας της δίκης, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Wilde με τις κατηγορίες του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών. 

Η δίκη ξεκίνησε εν μέσω γενικευμένης υστερίας και σύντομα έγινε αντικείμενο λαϊκής συζήτησης, καθώς οι λεπτομέρειες των προσωπικών στιγμών του Oscar έβγαιναν στη δημοσιότητα. 

Η σύζυγος του Constance πήρε τα παιδιά τους στην Ελβετία για να τα γλυτώσει από τις αναπόφευκτες επιπτώσεις της δίκης. Αργότερα αρνήθηκε να του επιτρέψει να δει τα παιδιά του. 

Τελικά καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο δικαστής επέβαλε τη μέγιστη δυνατή ποινή από τον νόμο, σχολιάζοντας ότι είναι «εντελώς ανεπαρκής για μία υπόθεση σαν κι αυτή». Οι συνθήκες στη φυλακή ήταν πολύ άσχημες, οι τρόφιμοι δούλευαν πολύ σκληρά, η σίτιση ήταν κακή και ο ύπνος ελάχιστος. Η υγεία του Wilde επιδεινώθηκε απότομα, καθώς ήταν συνηθισμένος σε όλες τις υλικές ανέσεις. 

Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για τη Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε άπορος στο Παρίσι (1900) σε ηλικία 46 ετών.

Το 2017, ο Oscar Wilde ήταν ανάμεσα στους περίπου 50.000 άνδρες στους οποίους χορηγήθηκε μετά θάνατον χάρη για τις καταδίκες τους για ομοφυλοφιλία.