«Παρακολουθώντας τον Nίκο Χριστοδουλίδη στο ΡΙΚ, σκέφτομαι πόσο ξεχωρίζει ένας μη επαγγελματίας πολιτικός, ένας πολιτικός επιστήμονας. Άλλη κλάση, άλλο ήθος, άλλος πολιτικός λόγος. Μακάρι να είχαμε περισσότερους τέτοιους. Είτε συμφωνείς, είτε διαφωνείς, τον σέβεσαι».  Τρεις γραμμές μιας προ εξαετίας αυθόρμητης ανάρτησης, εμφανίστηκαν τις προάλλες στις λεγόμενες «αναμνήσεις» του facebook, επαναφέροντας στη μνήμη μου τις πρώτες εντυπώσεις από την παρουσία του Νίκου Χριστοδουλίδη στα πολιτικά δρώμενα.

Ήταν Ιούνιος του 2016, κατά τη διάρκεια μια συζήτησης στο ΡΙΚ για το Brexit, με τη συμμετοχή του τότε κυβερνητικού Εκπροσώπου, όταν εξεπλάγην ευχάριστα, ακούγοντας ένα νέο πολιτικό πρόσωπο να αναλύει με επιστημονικούς όρους «Διεθνών Σχέσεων» τις προκλήσεις που αναφύονταν από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, χωρίς φανφάρες και αερολογίες. Και δεν ήταν μόνο οι γνώσεις στο αντικείμενο, που εύκολα γίνονταν αντιληπτές από μιαν απόφοιτο τμήματος Διεθνών Σχέσεων και τον ξεχώριζαν, ήταν το όλο ήθος που εξέπεμπε, το ύφος, η σοβαρότητα σε συνδυασμό με την απλότητα, αλλά και ο πολιτικός λόγος που χρησιμοποιούσε, ο οποίος ήταν διαφορετικός από ό,τι είχαμε συνηθίσει.

Και αυτό ήταν κάτι, που κατάφερε να διατηρήσει μέχρι τέλους, αφού, αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών, φρόντισε να μην αναλωθεί σε μικροπολιτικές συζητήσεις και μικροκομματικά τερτίπια, αλλά επικεντρώθηκε στην εκτέλεση των καθήκοντων του. Σε μια εποχή, μάλιστα, όπου ο κόσμος μπούχτισε από σκάνδαλα και διαφθορά, το γεγονός ότι ο ίδιος δεν απασχόλησε ποτέ για την εντιμότητά του, ενώ την ίδια ώρα έγιναν γνωστά περιστατικά, που φωτίζουν το ανθρώπινο πρόσωπό του (βλ. σχέση με μικρό Λάμπρο) συνέβαλαν στην άνοδο της δημοτικότητάς του.

Και ο λόγος, που τα αναφέρω αυτά, είναι γιατί απαντούν σε μεγάλο βαθμό στο ερώτημα γιατί σήμερα μιλάμε για το φαινόμενο «Νίκος Χριστοδουλίδης», που καταφέρνει να προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις, επιτυγχάνοντας ευρεία απήχηση στις μάζες. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι αν θα καταφέρει να διατηρήσει αυτή τη δυναμική μέχρι τέλους, αφού ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος με συμπληγάδες και με τους πολιτικούς αντιπάλους να καραδοκούν στο κάθε «παραπάτημα». Πόσο μάλλον, όταν ο αγώνας πλέον δεν είναι προσωπικός, αφού στη μάχη των Προεδρικών έχουν εισέλθει κι άλλα πρόσωπα, πολιτικά και μη, που συνεργάζονται με τον υποψήφιο. 

Η διαχείριση των όποιων συνεργασιών προς όφελός του και η σωστή επιλογή συνεργατών είναι λοιπόν και το μεγάλο στοίχημα για τον Νίκο Χριστοδουλίδη, αφού οι κακές συνεργασίες εύκολα μπορούν να οδηγήσουν σε δυσοίωνα αποτελέσματα. Και αυτό διαφάνηκε από την κακή επιλογή επικοινωνιολόγου για το προεκλογικό διάγγελμα και την «γκάφα», που του επεφύλαξε, στην αφετηρία αυτής της πορείας. 

Οι προκλήσεις, μάλιστα, μεγαλώνουν, από τη στιγμή που άρχισαν και οι συνεργασίες με τα πολιτικά κόμματα. Ζητούμενο, πλέον, για τον υποψήφιο είναι να κερδίσει ψήφους από τις όποιες συνεργασίες, χωρίς να ταυτιστεί απόλυτα μαζί τους και διαφυλάττοντας παράλληλα την ανεξαρτησία της υποψηφιότητάς του. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης καλείται να αποδείξει ότι εάν εκλεγεί δεν θα φερθεί ως ένας άλλος Δηκοϊκός ή Εδεκίτης, συνεχίζοντας τις πρακτικές του παρελθόντος με τα ρουσφέτια και τις πολιτικές συναλλαγές. Την ίδια ώρα, από τη στιγμή που στο επικοινωνιακό παιχνίδι παρεμβαίνουν κομματικά πρόσωπα, είναι αναγκαίο να βρεθούν οι κατάλληλες ισορροπίες, ούτως ώστε από κοινού να εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος.

Πάνω από όλα, όμως, ο υποψήφιος πρέπει να καταφέρει να πείσει μέχρι τέλους τον συντηρητικό Κύπριο ψηφοφόρο ότι διαθέτει υλοποιήσιμες λύσεις για τα προβλήματά του, δηλαδή, ότι θα μπορέσει να συμβάλει στη βελτίωση της καθημερινότητάς του, χωρίς να διαταράξει την ίδια ώρα την ασφάλειά του.