Περί αισθητικής ο λόγος. Δεν γίνεται όλους να μας αρέσουν τα ίδια πράγματα. Σίγουρα ούτε και τα ίδια παγκάκια, της Πλατείας Ελευθερίας εν προκειμένω. Άλλοι τα βρήκαν απαίσια. Ορισμένοι απλώς τα θεωρούν μη λειτουργικά. Κάποιοι τα είπαν έκτρωμα. Δειλά δειλά μερικοί ξεκίνησαν να λένε ότι μια χαρά τα βρίσκουν.
 
Ύστερα άρχισαν τα αστεία (εύστοχα μέχρι νερόβραστα) τα ανέκδοτα (έξυπνα και βλακώδη μαζί) και ασφαλώς η συζήτηση επεκτάθηκε στα ευρύτερα θέματα της Πλατείας με κορυφαία ερωτήματα τα εξής τρία: Πόσα ακριβώς θα κοστίσει, πότε επιτέλους θα τελειώσει και πόσα θα πληρώνουμε για τη συντήρησή της; Μέχρι εδώ όλα καλά, όμως το πράγμα άγγιξε τα όρια του παροξυσμού, ιδιαίτερα την προηγούμενη βδομάδα, σε σημείο που νόμιζε κανείς ότι το θέμα με τα παγκάκια της πλατείας Ελευθερίας ήταν πρώτο στην ατζέντα, πιο μπροστά και από τον πόλεμο στη Συρία, ο οποίος μαίνεται τόσο δίπλα μας. Kανείς όμως δεν φωνάζει je suis Kurde.
 
Άλλο να φωνάζεις je suis Parisien, Bruxelles και Londres κι άλλο je suis Syrie, που δεν είναι και τόσο trendy. Aλλά βλέπετε, η οργή μας εκτονώθηκε με διαμαρτυρίες για τα παγκάκια της Πλατείας Ελευθερίας και η αντίδρασή μας εξαντλήθηκε σε φωνές κατά του δημάρχου. Ύστερα άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού και τα φώτα της επικαιρότητας στράφηκαν στους πλημμυρισμένους δρόμους έξω από τα σπίτια μας. 
Περί ευθύνης ο λόγος αυτή τη φορά: Πρώτα φταίει η Μετεωρολογική Υπηρεσία που δεν μας προειδοποίησε έγκαιρα, μετά φταίνε οι δήμαρχοι που δεν καθαρίζουν τα χόρτα, η Πυροσβεστική που αργεί, η Πολιτική Άμυνα που δεν κάνει τίποτα και όπως πάντα φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από εμάς, που κτίζουμε σε κοίτες ποταμών και ύστερα (κάνουμε ότι) πέφτουμε από τα σύννεφα για το κακό που μας βρήκε.«Τι είναι η πατρίδα μας;» ρωτά ο Πολέμης στο ομότιτλο ποίημα, που η πολιτεία φρόντισε να διδάσκεται στους πολίτες της από την παιδική τους ηλικία, ώστε να μαθαίνουν να αγαπούν τους κάμπους, τα άσπαρτα ψηλά βουνά, τα ρηχά ακρογιάλια και τα ερειπωμένα αρχαία μνημεία; Όλα αυτά, που η ίδια η πατρίδα θυσιάζει στο βωμό της ανάπτυξης (καλοδεχούμενη να είναι αρκεί να γίνεται με πρόγραμμα και νόμους), αλλά στη χώρα όπου το μέτρο χάθηκε προ πολλού, διυλίζουμε με ευχαρίστηση τον κώνωπα και καταπίνουμε αδιαμαρτύρητα την κάμηλο.
«Τι είναι η πατρίδα μας;» επιμένει κάπως αφελώς ο ποιητής, ο οποίος νομίζει ότι πατρίδα είναι «κάθε θάλασσα, κάθε στεριά», που πουλούμε με το τετραγωνικό εδώ κι εκεί σε όποιον θέλει να γίνει υπήκοός της, με το αζημίωτο ασφαλώς. Μέχρι και στον αρχηγό Αστυνομίας της Καμπότζης δώσαμε διαβατήριο, μιας και μας προσκόμισε βεβαίωση περί λευκού ποινικού μητρώου, το οποίο προφανώς εξέδωσε ο ίδιος για τον εαυτό του. Τον ευχαριστούμε που μας προτίμησε. Εξάλλου, περί αισθητικής, όπως και περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα. Κατά τα άλλα, μας έφταιξαν τα παγκάκια της Πλατείας, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αν τα βλέπαμε στην πλατεία μιας άλλης χώρας μπορεί και να τα θαυμάζαμε. Όχι ότι υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, απλώς je suis Chypriote. Κουβέντα να γίνεται για να γκρινιάζουμε.
 
ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΤΑ ΠΑΓΚΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΤΗΚΑΜΕ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΙΚΤΟ ΠΟΛΕΜΟ ΠΟΥ ΜΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ, ΠΑΡΟΛΟΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑΜΕ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΦΩΝΑΞΟΥΜΕ JE SUIS KURDES, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ TRENDY ΟΣΟ ΤΟ JE SUIS PARISIEN.
 
Φιλgood, τεύχος 244.