Με τα χρόνια, η κυβέρνηση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες καταγγελίες διαφθοράς. Επιπλέον, το όνομα της κυβέρνησής του άρχισε πρόσφατα να εμφανίζεται στα διεθνή συστήματα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος· Σε άγνωστες εμπορικές συμφωνίες με χώρες όπως το Κατάρ, η Ινδονησία και το Ιράν· Ακόμη και σε υπόθεση διακίνησης κοκαΐνης. Ωστόσο, καμία υπόθεση δεν είναι τόσο τυλιγμένη στο μυστήριο όσο η επένδυση της τουρκικής εταιρείας Gübretaş στο Ιράν.

Το 2008 η εταιρεία επένδυσε 681 εκατομμύρια δολάρια στο Ιράν, στη μεγαλύτερη ξένη εξαγορά στην ιστορία της Τουρκίας. Τα ερωτήματα της αντιπολίτευσης σχετικά με την υπόθεση έχουν μείνει αναπάντητα από την κυβέρνηση, η οποία επικαλέστηκε το απόρρητο.

Ποια είναι η Gübretaş

Όπως γράφει ο Τζεβχερί Γκιουβέν σε άρθρο του στο Turkish Minute, η Gübretaş A.Ş. ιδρύθηκε το 1952 με υπουργικό διάταγμα, με σκοπό την παραγωγή γεωργικών λιπασμάτων. Το 1993 η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε και εξαγοράστηκε από τους Αγροτικούς Πιστωτικούς Συνεταιρισμούς της Τουρκίας, μια οντότητα της οποίας τα μέλη αποτελούνται από αγρότες και η διοίκηση της οποίας γενικά επηρεάζεται από το Υπουργείο Γεωργίας. Ενώ το ίδρυμα είχε κανονικά μια ορισμένη αυτονομία από την κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Ερντογάν υπέστη μεγαλύτερο κυβερνητικό έλεγχο.

Το 2008 η εταιρεία αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στο εξωτερικό εξαγοράζοντας την Razi Petrochemical Co, την εταιρεία παραγωγής λιπασμάτων του Ιράν που ιδιωτικοποιούνταν, έναντι 681 εκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με τα αρχεία της Gübretaş, άλλα 150 εκατομμύρια δολάρια σε κεφάλαια μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στη Razi Petrochemical Co μετά την αγορά.

Λόγω των επενδύσεών της στο Ιράν, η Gübretaş έχει τεθεί υπό έλεγχο και περιορισμούς σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ.

Η Gübretaş πραγματοποίησε την αγορά μέσω κοινοπραξίας αποτελούμενης από δύο θυγατρικές. Όταν ο βουλευτής Μεχμέτ Εκιντζί σε κοινοβουλευτική ερώτηση στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση ζήτησε τα στοιχεία της κοινοπραξίας που αγόρασε την ιρανική εταιρεία πετροχημικών, το Υπουργείο Γεωργίας αρνήθηκε να απαντήσει, επικαλούμενο εμπορικά και κρατικά μυστικά. Ο Εκιντζί υπέβαλε μια δεύτερη ερώτηση, δηλώνοντας ότι το επιχείρημα περί μυστικότητας ήταν άκυρο, χωρίς όμως η προσπάθειά του να τελεσφορήσει.

Δύο εταιρείες που κρατούνται μυστικές

Ο δημοσιογράφος Αντέμ Γιαβούζ Αρσλάν, ο οποίος παρακολουθεί το θέμα, πιστεύει ότι οι συνεργάτες του Ερντογάν εμπλέκονται σε αυτή τη μεγαλύτερη εξαγορά στο εξωτερικό στην τουρκική ιστορία, η οποία επιδιώχθηκε παρά τις κυρώσεις σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ.

Ο Αρσλάν ισχυρίζεται ότι οι δύο εταιρείες που δεν αποκάλυψε το Υπουργείο Γεωργίας είναι η Asyagaz και η Tabosan. Λέει ότι η Asyagaz ιδρύθηκε μόλις 20 ημέρες πριν από την εξαγορά και ότι η Tabosan είναι μια εταιρεία που χρεοκόπησε.

“Δύο εταιρείες, εκ των οποίων η μία ιδρύθηκε πριν από 20 ημέρες και η άλλη [σε πτώχευση], πήραν δάνεια ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ από τις κρατικές τράπεζες Vakıfbank και Halkbank (εμπλεκόμενης στο σκάνδαλο με τον Ρεζά Ζαράμπ), για την εξαγορά της Razi Petrochemical Co”, λέει ο Αρσλάν. “Ο λόγος που τα ονόματα των εταιρειών δεν αποκαλύπτονται με το πρόσχημα της εμπιστευτικότητας είναι το ασαφές ιστορικό των ιδιοκτητών τους”.

Ο σημαντικότερος μέτοχος της Asyagaz είναι ο Ιχσάν Αρσλάν, ένας άνθρωπος με δεσμούς με το Ιράν και θεωρείται από πολλούς στην Τουρκία ως ένας από τους χρηματοδότες του Ερντογάν. Ο γιος του, ο οποίος έχει επίσημα το ίδιο όνομα με τον πατέρα του, αλλά χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο “Μουτζαχίντ”, είναι μια προσωπικότητα κοντά στον Ερντογάν.

Ο άλλος συνεργάτης της Asyagaz είναι ο Χακί Σελτσούκ Σανλί, ο δράστης μιας από τις πιο κρίσιμες πολιτικές δολοφονίες στην πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας. Συνελήφθη για τη συμμετοχή του στη δολοφονία του ερευνητή δημοσιογράφου Ουγούρ Μουμτζού, ο οποίος σκοτώθηκε το 1993 από βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητό του και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια και έξι μήνες φυλάκιση.

Μια άλλη σημαντική λεπτομέρεια για τον Σανλί είναι ότι είναι συγγενής του Φαρούκ Κότζα, του ιδιοκτήτη του σπιτιού στο οποίο ο Ερντογάν ζούσε για χρόνια ως ένοικος πριν από την κατασκευή του σημερινού πολυτελούς παλατιού του. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως πρωθυπουργού το 2002, ο Ερντογάν είχε μετακομίσει στην Άγκυρα και η επιλογή του να μείνει στο σπίτι του Κότζα συζητήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το ευαίσθητο σημείο του Ερντογάν

Σε αυτή τη συγκυρία, μια έρευνα για τρομοκρατία που σχετίζεται με το Ιράν γίνεται σημαντική: ο φάκελος Σελάμ Τεβχίντ. Η φερόμενη τρομοκρατική οργάνωση κατηγορήθηκε για ενορχήστρωση της δολοφονίας κοσμικών δημοσιογράφων όπως οι Μουμτζού, Μπαχριγέ Ουτσόκ, Αχμέτ Τανέρ Κισλαλί και Μουαμέρ Ακσόι.

Η έρευνα είχε πάρει δυναμική γύρω στο 2012 και το 2013 αφότου η Κιαμιλέ Γιαζιτζίογλου, σύζυγος του φερόμενου ως μέλους της οργάνωσης Χουσεΐν Αβνί Γιαζιτζίογλου, υπέβαλε μήνυση στην αστυνομία μετά από διαμάχη με τον σύζυγό της. Ο Αχμέτ Γιαζιτζίογλου, ο γιος τους, ο οποίος ήταν βασικό όνομα στην έρευνα, τοποθετήθηκε σε θέση πωλήσεων στην ιρανική εταιρεία λιπασμάτων μετά την εξαγορά της. Η έρευνα είχε επίσης αποκαλύψει ότι πατέρας και γιος Γιαζιτζίογλου είχαν στενές σχέσεις με τον σπιτονοικοκύρη του Ερντογάν, Φαρούκ Κότζα.

Όταν η αστυνομία της Κωνσταντινούπολης έφερε την υπόθεση Σελάμ Τεβχίντ ενώπιον του εισαγγελέα, αποκαλύπτοντάς την στο κοινό, η αντίδραση του Ερντογάν ήταν έντονη. Οι αστυνομικοί και οι εισαγγελείς που ήταν στην υπόθεση απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Οι αρχηγοί της αστυνομίας που είναι υπεύθυνοι για την έρευνα, όπως ο Αλί Φουάτ Γιλμαζέρ, ο Ομέρ Κιοσέ, ο Οκτάι Μπουλντούκ και ο Γιουρτ Αταγιούν, καθώς και κατώτεροι αρχηγοί της αστυνομίας συνελήφθησαν, μαζί με τον δημοσιογράφο Γκιουλτεκίν Αβτζί, ο οποίος παρακολουθούσε στενά την υπόθεση. Ο Ιρφάν Φιντάν, εισαγγελέας που διορίστηκε από τον Ερντογάν, εξασφάλισε την αθώωση όλων των συνεργατών του Ερντογάν που συμμετείχαν, ενώ ζήτησε επιβαρυντικές ποινές ισόβιας κάθειρξης για τους αστυνομικούς που συμμετείχαν στην έρευνα με την κατηγορία της απόπειρας ανατροπής της κυβέρνησης. Στη δίκη που ολοκληρώθηκε το 2020, εννέα αστυνομικοί καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη.

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Αρσλάν, η ανταποδοτική απάντηση του Ερντογάν στην έρευνα είχε να κάνει με την επένδυση της Gübretaş στο Ιράν και την πιθανότητα να αποκαλυφθεί μια σειρά από άγνωστους μέχρι στιγμής δεσμούς με το Ιράν.

Αριθμοί άγνωστοι

Με τους 2.700 υπαλλήλους της, η Razi Petrochemical Co θεωρείται ο μεγαλύτερος κατασκευαστής λιπασμάτων στο Ιράν και τη Μέση Ανατολή. Γενικός διευθυντής της εταιρείας είναι ο Ιμπραχίμ Γιουμακλί, στέλεχος ερντογανικών μέσων ενημέρωσης, ο οποίος στο παρελθόν κατείχε θέσεις στο Al Jazeera στην Τουρκία και στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.

Πέτρος Κράνιας

Πηγή: Capital.gr