Κάθε δύο χρόνια, τέτοια περίπου εποχή, όταν γίνεται η ανακοίνωση της επιλογής της κυπριακής συμμετοχής στην Μπιενάλε Βενετίας, για λίγο καιρό ανάβουν τα αίματα στην εικαστική μας πραγματικότητα. Αισθάνεσαι μια ένταση στην ατμόσφαιρα, που κάποιες φορές ξεσπά και κάποιες όχι, για να ατονίσει συν τω χρόνω. Αυτή που αργεί να καταλαγιάσει είναι η μουρμούρα για το «κλειστό κλαμπ», το «παρεάκι» και τους «ευνοούμενους», τους «αυλικούς» και τους «δορυφόρους», τους «προστατευόμενους των συλλεκτών» και τους «συχνάζοντες στους διαδρόμους». Και φυσικά, δεν λείπουν οι φωνές για τη δημοκρατικότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας επιλογής τόσο του -«προδιατεθειμένου»- επιμελητή, όσο και των καλλιτεχνών.

Ο αντίλογος σ’ όλα αυτά διατείνεται ότι πρόκειται απλώς για θεωρίες συνωμοσίας. Εντούτοις, εκτός του γεγονότος ότι καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει, τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες θα έπρεπε να τις προβληματίζει το γεγονός ότι ο ίδιος ο μηχανισμός και οι πρακτικές που χρησιμοποιούν ευνοούν τη γένεση και διασπορά ψιθύρων και διαδόσεων, που κάθε φορά δηλητηριάζουν το εορταστικό κλίμα που θα έπρεπε να περιβάλλει τη συμμετοχή μας στη σπουδαιότερη διεθνή εικαστική διοργάνωση. Ίσως γιατί η υπηρεσία δεν έχει πείσει ότι αποτελεί μια μεγάλη και δίκαιη αγκαλιά για όλο το δημιουργικό δυναμικό, που δεν ξεχωρίζει παιδιά και αποπαίδια.

Τη φορά αυτή το σύννεφο της δυσαρέσκειας δεν αγγίζει τον καλλιτέχνη, ο οποίος εξάλλου αναπαύεται στον κόρφο της αιωνιότητας εδώ και 50 χρόνια. Αφορά στη διαδικασία επιλογής επιμελητή και στο εύλογο ερώτημα πώς είναι δυνατόν ένας ουρανοκατέβατος Ναπολιτάνος με έδρα το Σάο Πάολο της Βραζιλίας να έχει καταφέρει μέσα σε μερικούς μήνες να διαμορφώσει σφαιρική και ολοκληρωμένη άποψη για τον Χριστόφορο Σάββα και την καταλυτική του επίδραση στη διαμόρφωση του εγχώριου καλλιτεχνικού τοπίου.

Δεν θα μπορούσε τουλάχιστον -ρωτώ εγώ- να οριστεί μαζί του και κάποιος Κύπριος μελετητής του έργου του ως συν- επιμελητής, τόσο για λόγους ουσίας, όσο κυρίως για λόγους επικοινωνιακούς; Είναι λες και οι ΠΥ όσο και η πολυσυζητημένη ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής Έργων και Καλλιτεχνών ψοφάνε για επεισόδιο. Αν πάλι κάποιος διατυπώσει τον ισχυρισμό ότι τον ρόλο αυτό ενδεχομένως θα επωμιστεί το Point Centre for Contemporary Art, τότε είναι που θα βγουν τα μαχαίρια για το ποιος έχει μεγαλύτερη και σφαιρικότερη την ειδίκευση και την τεχνογνωσία πάνω στο έργο του Σάββα. 

Οι δημιουργοί, κι όπως φαίνεται και οι θεωρητικοί, είναι όπως τα μικρά παιδιά. Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός για να πείσεις ότι δεν τους αδικείς σε βάρος άλλων. Καταρχήν, οι καλλιτέχνες είναι υποχρεωμένοι να είναι ματαιόδοξοι κι επειδή η ποιότητα στην τέχνη είναι συχνά υποκειμενική, αφηρημένη και μη μετρήσιμη φαίνεται ότι υπάρχει έλλειψη μεζούρας και μπούσουλα. Κι έτσι η εντύπωση που έχουν οι περισσότεροι για το σινάφι τους είναι ότι «οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσιν τους έχοντες πτερά». Αυτό, βεβαίως, δεν ισχύει μόνο για τα εικαστικά. Ας μην ξύσω πληγές για τις ευγενείς τέχνες της μουσικής, του θεάτρου, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου- θα χρειαστούν ειδικές αναφορές.

Για να μην είμαι άδικος, όλα αυτά δεν ισχύουν μόνο για τεμέτερα. Για παράδειγμα, στη Μάλτα πρόσφατα εξαπολύθηκαν καταγγελίες για σοβαρές παρατυπίες στη διαδικασία επιλογής για την Μπιενάλε, με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Τεχνών να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Αν μη τι άλλο, όμως, εκεί έγινε ανοιχτός διαγωνισμός με την τελική επιλογή να γίνεται ανάμεσα σε 11 διεθνείς προτάσεις. Με το χρίσμα –υπενθυμίζω- να καταλήγει στην πρόταση «Ετεροτοπίες της ανάκλησης» της ομάδας με επικεφαλής την επιμελήτρια Εσπερία Ηλιάδου Σουπιέι και με τη συμμετοχή της εικαστικού Κλίτσας Αντωνίου.

Είναι αστείο φυσικά να συζητάμε ότι δύο Κύπριες είχαν διασυνδέσεις και κίνησαν σκοτεινές δυνάμεις σε μια υποτραπέζια συμπαιγνία εναντίον άλλων καλλιτεχνών. Αναφέρω, όμως, το παράδειγμα και ως αντικατοπτρισμό της δικής μας πραγματικότητας, αφήνοντας σ’ εσάς τις συγκρίσεις μιας φρέσκιας και σύγχρονης αναζήτησης με τη συμμετοχή Κυπρίων και μιας μεταθανάτιας ρετροσπεκτίβας με ξένο επιμελητή.