Μετά τις Γερμανικές, ομοσπονδιακές εκλογές που εν προκειμένω διεξήχθησαν την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου και ανέδειξαν πρώτο κόμμα το Σοσιαλδημοκρατικό, έχουν ήδη ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις για την συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας με τα ενδεχόμενα να είναι δύο.

 Έτσι, είτε θα συγκροτηθεί κυβέρνηση ‘φωτεινού σηματοδότη,’ ήτοι κυβέρνηση την οποία και θα απαρτίζουν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το κόμμα των Πρασίνων και οι Φιλελεύθεροι, είτε, αντίστοιχα, θα σχηματισθεί κυβέρνηση τύπου ‘Τζαμάικα’ την οποία και θα συν-αποτελούν το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι. Ακόμη και αν προτιμηθεί τελικά το δεύτερο σχήμα, ήτοι ένα κυβερνητικό σχήμα τύπου ‘Τζαμάικα’ (από τα χρώματα των σημαιών των κομμάτων), οι αλλαγές που συντελέσθηκαν στην κομματική-πολιτική γεωγραφία δεν παύουν να είναι ευδιάκριτες.

 Με το κόμμα των Πρασίνων και τους Φιλελεύθερους του Κρίστιαν Λίντνερ να έχουν κερδίσει κοινωνικό και πολιτικό έδαφος, αν και οι πρώτοι δεν απέκτησαν εκείνη την κοινωνική-πολιτική δυναμική που προμήνυαν οι δημοσκοπήσεις του πρώτου διαστήματος. Η άνοδος τους όμως καθίσταται ευδιάκριτη, τους καθιστά τον τρίτο πόλο του Γερμανικού κομματικού-πολιτικού συστήματος, εκεί όπου η άνοδος τους έλαβε χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον όπου τα θέματα περιβάλλοντος και διαχείρισης-αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής αποκτούν σημαντική αξία.

Για την ακρίβεια οι Πράσινοι «επανεπικεντρώθηκαν σε αυτά»,[1] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Θανάση Διαμαντόπουλου, και λόγω της τρέχουσας συγκυρίας αλλά και λόγω του καταστατικού, πολιτικοϊδεολογικού τους ‘φορτίου,’ διευρύνοντας όμως τις πολιτικές τους αφηγήσεις (ή αλλιώς, την ατζέντα τους), με τρόπο ώστε να συμπεριλάβει δραστικά και θέματα όπως η άσκηση κοινωνικής πολιτικής με επίκεντρο την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημικής κρίσης, η πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς, η επανεξέταση κεντρικών επιλογών που άπτονται της ασκούμενης εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας.

Η ατζέντα τους άρα, δεν ήταν μονοθεματική, με τους Πράσινους να επιτυγχάνουν μία απευθείας υποδοχή ψηφοφόρων του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος οι οποίοι και προτάσσουν ζητήματα που δεν διστάζουν να αγγίξουν οι Πράσινοι, αναγνωρίζοντας σε αυτούς αξιοπιστία και συνέπεια (βλέπε το διακύβευμα της κλιματικής αλλαγής), την δυνατότητα να συμμετάσχουν με τους δικούς τους όρους σε μία κυβέρνηση συνεργασίας.

Η κρίση κοινωνικής εκπροσώπησης στην οποία και περιέπεσαν οι Χριστιανοδημοκράτες του Άρμιν Λάσετ, ωφέλησε τους Πράσινους, η κοινωνική συμμαχία των οποίων διευρύνθηκε, στο σημείο όπου το συγκεκριμένο κόμμα, όπως και οι Φιλελεύθεροι, διατηρεί υψηλά ποσοστά εκπροσώπησης στις νεότερες ηλικιακές  κατηγορίες, αποκτώντας το ίδιο προφίλ νεανικού κόμματος και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη ατόμων νεότερης ηλικίας που δεν διατηρούν μνήμες, από την επανένωση της Γερμανίας, ωριμάζοντας πολιτικά επί διακυβερνήσεως Άνγκελα Μέρκελ.

Και η πολύχρονη παραμονή της ιδίας στη θέση της καγκελαρίου, επέφερε κόπωση και ιδίως σε τμήματα νεότερων ψηφοφόρων, την αίσθηση μίας ‘καθεστωτικής συνέχειας’ που ‘πρέπει να αλλάξει.’[2]

Το περίπου 14% που έλαβε το κόμμα απέχει από το 25,7% των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, που αναδείχθηκαν με διαφορά πρώτο κόμμα, καταφέρνοντας αρχικά να αντιστρέψουν τις τάσεις μείωσης της κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής τους επιρροής που είχε παρατηρηθεί σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν στράφηκαν αποκλειστικά στις ρίζες τους με επίδικο το να αυξήσουν την επιρροή τους, αλλά, διεξήγαγαν μία αποτελεσματική εκλογική καμπάνια (διαθέτοντας τον κομματικό μηχανισμό για κάτι τέτοιο), προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση συνάρθρωσης των πολιτικών χαρακτηριστικών της υποψηφιότητας για την καγκελαρία του Όλαφ Σολτς, ο οποίος και προέταξε την διαχειριστική του επάρκεια, την αποτελεσματικότητα και την ευαισθησία του, επιλέγοντας ένα βήμα την φορά.

 Όχι οραματικές αφηγήσεις, αλλά αφηγήσεις που αναδεικνύουν την ικανότητα Σολτς να εγγυηθεί την μετάβαση της Γερμανίας στη μετά-Μέρκελ εποχή, διανθίζοντας αυτές τις αφηγήσεις με ευδιάκριτά Σοσιαλδημοκρατικά προτάγματα. Αντιμετώπιση πανδημικής κρίσης και των κοινωνικών ανισοτήτων, διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, επιμονή σε πολιτικές συναίνεσης, ενίσχυση της θέσης της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Χωνεμένες όλες μαζί, οι αφηγήσεις αυτές έτειναν προς την συγκρότηση μίας εκλογικής (ή εκλογικίστικης) -πολιτικής στρατηγικής, η οποία και κατάφερε να πλήξει το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα στα σημαίνοντα της κυβερνησιμότητας, της επάρκειας και της αξιοπιστίας, φράζοντας παράλληλα τον χώρο για την περαιτέρω άνοδο του κόμματος των Πρασίνων, αυτο-προβαλλόμενο περισσότερο (αποφεύγοντας τις φωνασκίες), και όχι εμπρόθετα αυτο-προσδιοριζόμενο, ως κόμμα που είναι ‘ήρεμη δύναμη.’[3]

Κόμμα το οποίο και δύναται να προστατεύσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία από ριζοσπαστικά, πολιτικά εγχειρήματα. Το αποτέλεσμα ήταν το κόμμα να αποκτήσει μία κοινωνική-πολιτική δυναμική, να διευρύνει την επιρροή εντός της εργατικής τάξης, καταφέρνοντας παράλληλα, δίχως να αποφύγει να αναμετρηθεί με το πρόσφατο κυβερνητικό του παρελθόν, να μην εισπράξει την φθορά λόγω της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού (CDU-CSU/SPD).[4]

Πλέον, έχει τον πρώτο λόγο[5] για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, την ευχέρεια της διαπραγμάτευσης με τον αέρα του πρώτου κόμματος και της νομιμοποίησης της δικής του ατζέντας, εκεί όπου ο Όλαφ Σολτς καθίσταται πλέον δυνητικός καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σε μία συναινετικού τύπου δημοκρατία, ένα τέτοιο στοιχείο παίζει τον δικό του ιδιαίτερο ρόλο, με το ίδιο το Σοσιαλδημοκρατικό να είναι που εν τοις πράγμασι καλείται να συνθέσει τις αντιθέσεις που ανακύπτουν μεταξύ Πράσινων και Φιλελεύθερων, οι οποίοι, υπό την ηγεσία του Κρίστιαν Λίντνερ, έχουν αποκτήσει το εξής πλεονέκτημα.

Ενώ είναι ένα παλαιό κόμμα που διέθετε ιστορικά, και πριν την επανένωση των δύο Γερμανιών, ρυθμιστικό ρόλο, συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ιδίως με τους Χριστιανοδημοκράτες, έχουν καταφέρει να προβάλλουν την εικόνα ενός κόμματος ανοιχτού (και λόγω φιλελεύθερης θεώρησης) και σύγχρονου.

 Ή αλλιώς, ενός κόμματος της νέας εποχής, που παραμένει μακριά από την πόλωση, που επιζητεί λύσεις, και ενστερνίζεται έναν κυλιόμενο μοντερνισμό, που προσελκύει υποκείμενα τα οποία και ενέχουν πολλαπλές ταυτότητας, μη επιλέγοντας απαραίτητα την ταύτιση τους με ένα πολιτικό κόμμα, διακρίνοντας κάθε φορά αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στις προσδοκίες τους.

Σε αυτή την δεξαμενή κερδίζουν οι Φιλελεύθεροι, αυξάνοντας την επιρροή τους μεταξύ των νεότερης ηλικίας ψηφοφόρων (σημείο σύγκλισης με τους Πράσινους), στα αστικά κέντρα,[6] πετυχαίνοντας να πλασαριστούν στο χώρο μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών. Προσκόμματα στη δημιουργία μίας κυβερνητικής συμμαχίας τύπου ‘Τζαμάικας,’ θέτει ακριβώς η σημαντική ήττα που υπέστη το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, καθώς και η συνακόλουθη μείωση της ελκτικότητας των πολιτικών ιδεών του και επίδικων, και όχι τόσο τα αριθμητικά δεδομένα τα οποία και βγαίνουν πολιτικά.

* Υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

[1] Βλέπε σχετικά, Διαμαντόπουλος Θανάσης, ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1993, σελ. 541.

[2] Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, δεν διακρίναμε έναν «υψηλό βαθμό σύμπλευσης» του κόμματος των Πρασίνων (είναι ένα καθαρό πλέον ‘οικολογικό κόμμα;’ ), με το «φιλειρηνικό κίνημα» της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για να στραφούμε εκ νέου στον Θανάση Διαμαντόπουλο. Η παραδοσιακή εστίαση του σε έναν διεθνικό πασιφισμό εξέλιπε, δίνοντας την θέση του σε έναν ανοιχτό και πραγματιστικής χροιάς, φιλο-ευρωπαϊσμό. Φιλο-ευρωπαϊσμός που αποτελεί το πρώτο στοιχείο σύγκλισης εκείνων των κομμάτων που είναι πιθανό να συγκροτήσουν κυβέρνηση συνεργασίας τύπου ‘Τζαμάικα.’ Για τον «υψηλό βαθμό σύμπλευσης» του «οικολογικού με το φιλειρηνικό κίνημα» στη Γερμανία, βλέπε και, Διαμαντόπουλος Θανάσης, ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων…ό.π., σελ. 541.

[3] Εάν αντλήσουμε από την ανάλυση του Paterson-Thomas, ο οποίο και διακρίνει τυπολογικά πέντε στοιχεία που χαρακτηρίζουν την μεταπολεμική Σοσιαλδημοκρατία, θα λέγαμε πως ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, διαδραμάτισε η έννοια της ισότητας εν καιρώ διαφόρων ανισοτήτων. Την οποία και ανέδειξε το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενίοτε εντόνως, επιτυγχάνοντας  την σύνδεση της έννοιας αυτής με το δικό του αξιακό και πολιτικοϊδεολογικό φορτίο, και, καταφέρνοντας να κινητοποιήσει και να υποδεχθεί ψηφοφόρους επί τη βάση της ενθύμησης της λαϊκότητας του. Μάλιστα, θεωρήθηκε πως το κόμμα διαθέτει την τεχνογνωσία να εφαρμόσει πολιτικές ισότητας, τεχνογνωσία που δεν διαθέτουν άλλα κόμματα. Βλέπε σχετικά, Paterson-Thomas, ‘The future of Socialdemocracy,’ Oxford, Clorendon Press, 1986, σελ. 3.

[4] Στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα χρεώθηκε θετικά η έλλειψη ακροτήτων εν καιρώ πανδημικής κρίσης, η έμφαση στο κομμάτι της άμβλυνσης των συνεπειών της, σε ένα σημείο όπου αξιοποιήθηκε η παρουσία Σολτς στο υπουργείο Οικονομικών, παράμετρος σημαντική, ιδίως εάν ληφθεί υπόψιν το ό,τι οι παλινωδίες του υπουργού Υγείας, Χριστιανοδημοκράτη Γενς Σπαν, στοίχισαν την απώλεια και Κεντρώων ψηφοφόρων, αλλά και συνειδητών υποστηρικτών του κόμματος που αποφάσισαν να στραφούν αλλού για αυτό που προσδιορίζουν ως ‘έλλειψη αξιοπιστίας.’

[5] Το αν η εκλογική του επικράτηση μπορεί να σημάνει και μία επικράτηση του στο πεδίο των ιδεών, οδηγώντας σε μία ‘Σοσιαλδημοκρατικοποίηση’ της δημόσιας σφαίρας, μένει να φανεί στην πορεία, καθώς οι ανταγωνιστές του δεν είναι λίγοι. Μένει να φανεί επίσης αν η σημαντική επικράτηση τους οφείλεται περισσότερο στη συγκυρία και λιγότερο στην ελκτικότητα των ιδεών τους.

[6] Το κόμμα της Αριστεράς (‘Die Linke’), είχε μαζικές εκροές ψηφοφόρων, με την κοινωνική του συμμαχία να συρρικνώνεται έως του σημείου μη εισόδου του στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Η ατζέντα του υπερκεράστηκε και από τους Πράσινους στα θέματα περιβάλλοντος και Ευρώπης, και από τους Σοσιαλδημοκράτες στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και Δημοκρατίας, όσο και από τους Φιλελεύθερους σε θέματα καθημερινής διαχείρισης και τρόπου ζωής. Η ήττα τους είναι στρατηγική.