Στο προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο  Η νομιμοποίηση της εκπαιδευτικής γνώσης ανέφερα ότι η υπόθεση που κάναμε το 1976 όσοι προτείναμε την εισαγωγή του συστήματος της επιλογής μαθημάτων (ΛΕΜ) στην εκπαίδευση της Κύπρου  ήταν υπεραισιόδοξη και γι αυτό δεν επιβεβαιώθηκε στο βαθμό που αναμενόταν. Το λάθος ήταν ότι δεν  ελήφθη  υπόψη η παράμετρος της ηλικίας των μαθητών και, κατά συνέπεια,  η ανωριμότητα  15άρηδων μαθητών και η αδυναμία τους να σκέφτονται μακροπρόθεσμα. Αυτό είχε ως συνέπεια τη μεγάλη πιθανότητα πολλοί μαθητές να δίνουν κατά την επιλογή τους λιγότερη  βαρύτητα στο επαγγελματικό και οικονομικό τους μέλλον  από όση  έδιναν στην άμεση ευκολία τους.Η αδυναμία αυτή φάνηκε ακόμα περισσότερο στη συνέχεια, όταν το κακώς ονομαζόμενο Ενιαίο Λύκειοέδωσε πλήρη ελευθερία στην επιλογήμαθημάτων. Αυτό οδήγησε, ως γνωστόν, φυσιολογικά στην κατάρρευση και κατάργησή του.

Σήμερα, με την πείρα που αποκτήσαμε στο μεταξύ, ξέρουμε  ότι, πέρα από την παράμετρο αυτή, υπάρχουν και   άλλες τέσσερις  πουεπηρεάζουν σημαντικά τον βαθμό νομιμοποίησης της εκπαιδευτικής γνώσης και, επομένως, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοσχεδιασμό της σχετικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτές είναι η παράμετρος της οικονομίας μιας χώρας και των δυνατοτήτων που  παρέχει για επικερδή απασχόληση των προϊόντων της εκπαίδευσης, ηπαράμετρος της πολιτιστικής στάθμης μιας κοινωνίας, η παράμετρος  της ποιότητας των εκπαιδευτικών, της εκπαίδευσης και της παιδείαςκαι η παράμετρος του αρθρωνόμενου  δημόσιου λόγου (discourse).

Η παράμετρος του μεγέθους και του είδους της οικονομίας μιας χώρας (για παράδειγμα,η αναλογία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θέσεων εργασίας, το είδος των εταιρειών και η τήρηση ή όχι ικανοποιητικού βαθμού αξιοκρατίας στις προσλήψεις) είναι πολύ σημαντική, γιατί από αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό ο αριθμός, η ποικιλία και η ελκυστικότητα των θέσεων εργασίας που είναι προσιτές στους αποφοίτους των λυκείων, των τεχνικών σχολών και των πανεπιστημίων αλλά και ο βαθμός του ανταγωνισμού που  δημιουργείται κατά τη διεκδίκηση των διαφόρων θέσεων και, επομένως, της νομιμοποίησης της εκπαιδευτικής γνώσης. Έτσι εξηγείται η πολύ μεγαλύτερη  νομιμοποίηση της εκπαιδευτικής γνώσης τις δεκαετίες 1950, 1960 και 1970,όταν οι απόφοιτοι της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και των Πανεπιστημίων διορίζονταν αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από όσοαυτή είναι σήμερα, που οι απόφοιτοι των σχολών αυτών είναι αναγκασμένοι να περιμένουν διορισμό καμιά φορά για δεκαετίες. Αυτό εξηγεί γιατί τις δεκαετίες εκείνες  μαθητές και μαθήτριες από τα ορεινά χωριάΚαλοπαναγιώτη, Μουτουλλά και Οίκο είχαν τη θέληση να ανεβαίνουν κάθε αυγή το βουνό πεζοπορώντας για 6 χιλιόμετρα -τον χειμώνα μέσα από τα χιόνια – για να μεταβούν στο γυμνάσιο Πεδουλά, ενώ σήμερα που τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης  είναι δίπλα τους ή υπάρχουν λεωφορεία που τους μεταφέρουν δωρεάν και με ασφάλεια από τα χωριά τους στα σχολεία τους ένας σημαντικός αριθμός μαθητών απουσιάζει αδικαιολόγητα συχνά από τα σχολεία. Πολύ χαρακτηριστικό είναι επίσης αυτό που συμβαίνει  σήμερα  στις πολύ φτωχές χώρες. Στις αρχές Σεπτεμβρίου οι εφημερίδες δημοσίευσαν μια φωτογραφία δεκάδων κοριτσιών αποφοίτων λυκείου στο Πακιστάν να κάθονται χαμαί  σε  ένα μεγάλο χωράφι  μέσα στον ήλιο έτοιμες να γράψουν  στις γραπτές εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Οι περισσότερες από αυτές είχαν περπατήσει περισσότερο από μια ώρα  από τα γύρω χωριά για να φτάσουν στο εξεταστικό κέντρο  στην πόλη.

Οι τρεις τελευταίες παράμετροι, δηλαδή η παράμετρος της πολιτιστικής στάθμης της κοινωνίας,  η παράμετρος του ρόλου των εκπαιδευτικών και της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και  η παράμετρος του αρθρωνόμενου  δημόσιου λόγου συνδέονται πολύ στενά και αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Στις κοινωνίες με υψηλή πολιτιστική στάθμη η μόρφωση/εκπαιδευτική γνώση  έχει φυσιολογικά πολύ μεγάλη αξία όχι μόνο γιατί συμβάλλει στην εξεύρεση επικερδούς απασχόλησης αλλά και γιατί διασφαλίζει αξιοπρεπή και ισότιμη συμμετοχή στην πολιτισμική ζωή της χώρας.Σ’ αυτές τις κοινωνίες  το δημόσιο αίτημα για υψηλά επίπεδα μόρφωσης  και πολιτισμένης συμπεριφοράςείναι πιο έντονο και φυσιολογικό από ό,τι είναι σήμερα στην Κύπρο, για παράδειγμα. Σ’ αυτές τις κοινωνίες επίσης η μελέτη και η μάθηση δεννομιμοποιούνται μόνο από την πιθανότητα εξεύρεσης μιας καλής επαγγελματικής απασχόλησης αλλά και από τη γενικευμένη κοινωνική ανάγκη για μια πλούσια πνευματική  και πολιτιστική ζωή.

Μέσα σ’αυτό το εύκρατο πολιτιστικό κλίμα ο δημόσιος λόγος(discourse) επιβάλλειένα υψηλό επίπεδο σοβαρότητας στη στάση της κοινωνίας έναντι του πολιτισμού που δεν θα επέτρεπε ποτέ την κατ’ επανάληψη παρουσίαση φαινομένων γελοιοποίησης των σχολείων(καπνογόνα, κροτίδες  και βεγγαλικά), όπως αυτά που  έγιναν  την αυγή της 14ης Σεπτ. ,πρώτης μέρας λειτουργίας των σχολείων. Αν τα ΜΜΕ ,αντί να προβάλλουν αυτές τις ασχημίες , τιςκατεδίκαζαν ομόφωνα και σκληρά, η στάση όλης της κοινωνίας έναντι αυτών θα άλλαζε αμέσως και θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις αληθινού σεβασμού  προς τον πολιτισμό και τη μόρφωση.

Άφησα τελευταία την παράμετρο των εκπαιδευτικών για δυο λόγους, πρώτα γιατί  τη θεωρώ την πιο σημαντική για την Κύπρο, όπου η πολιτιστική στάθμη δεν διαδραματίζει δυστυχώς τον πολύ σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει στις άλλες ευρωπαϊκές  χώρες, επειδή δεν είναι αρκετά υψηλή, και , δεύτερο, γιατί για άγνωστους λόγους πολλοί από τους εκπαιδευτικούς που γράφουν άρθρα στις εφημερίδες για το όραμα που έχουν για την εκπαίδευση συχνά παραθέτουν όλους τους άλλους παράγοντες(σχολικά κτήρια, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτική τεχνολογία, εκπαιδευτικούς ψυχολόγους κλπ) όχι όμως τον ρόλο των  εκπαιδευτικών. Γιατί άραγε; Μήπως θέλουν να υποβάλουν ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί είναι εξ ορισμού άψογοι και δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει λόγος για τον ζήλο και την αφοσίωσή  τους  ή μήπως φοβούνται ότι τυχόν αναφορά στο ρόλο τους θα υπέβαλλε την υποψία  ότι δεν είναι τέλειοι, πράγμα που θα τους έθιγε;Θα  ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε.