«Ο Προέδρος της Δημοκρατίας επανέλαβε την ετοιμότητα και δέσμευσή του για επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά», ανέφερε την περασμένη Τρίτη ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, στο πλαίσιο δήλωσής του για την τηλεφωνική επικοινωνία του Προέδρου Αναστασιάδη με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες.

Η θέση υπέρ επανέναρξης των διαπραγματεύσεων από το σημείο που μείναμε στο Κραν Μοντανά είναι η μόνιμη επωδός του Προέδρου Αναστασιάδη και των ηγεσιών ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, που στηρίζουν την αποτυχημένη πολιτική των τελευταίων πολλών χρόνων στο Κυπριακό.

Το τι μεσολάβησε τα τρία ολόκληρα χρόνια που πέρασαν από το Κραν Μοντανά θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο ενός χωριστού άρθρου, με τίτλο «το αποκορύφωμα της τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας έναντι όλων των γειτονικών της χωρών». Όμως, έτσι κι αλλιώς, αυτό το αποκορύφωμα το διαπιστώνουμε καθημερινώς στη νεκρή ζώνη του νησιού μας, στην περίκλειστη περιοχή της κατεχόμενης Αμμοχώστου, στην κυπριακή ΑΟΖ, στην ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, στον Έβρο, αλλά και στη γενικότερη ρητορική Τούρκων και Τουρκοκύπριων πολιτικών προσώπων, προεξάρχοντος ασφαλώς του Ταγίπ Ερντογάν.

Όμως, αυτή την ώρα και καθώς βρισκόμαστε αναπόφευκτα στην απαρχή ενός νέου εξαμήνου εξελίξεων, τόσο στο Κυπριακό όσο και στις ελλαδο-τουρκικές σχέσεις, έχει σημασία να θυμηθούμε ποιο ακριβώς είναι αυτό το περιβόητο «σημείο όπου διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά». Όχι με διάθεση άσκησης κριτικής για την αποτυχημένη πολιτική Αναστασιάδη, αλλά με πρόθεση υπενθύμισης της κοινής γνώμης, αλλά και ευαισθητοποίησής της, για όσα ενδεχομένως θα ακολουθήσουν.

Το σημείο λοιπόν όπου μείναμε στο Κραν Μοντανά, όπως περιγράφεται και στην Έκθεση Γκουτέρες του Σεπτεμβρίου 2017, η οποία είναι το μόνο επίσημο και περιεκτικό έγγραφο σε σχέση με τα τεκταινόμενα στο ελβετικό θέρετρο, είναι ένα σημείο στο οποίο σωρεύτηκαν και «κλειδώθηκαν» ουσιαστικά όλες οι υποχωρήσεις που θα μπορούσε να κάνει η ελληνοκυπριακή κοινότητα στις εσωτερικές πτυχές, κατά παράβαση ομόφωνων αποφάσεων του Εθνικού Συμβουλίου και των διαχρονικών επιδιώξεων των Ελληνοκυπρίων. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το σημείο στο οποίο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας:

• αποδέχτηκε ότι οι παράνομοι χρήστες θα παραμείνουν στα σπίτια των προσφύγων στην – μετά τη λύση- υπό τ/κ διοίκηση περιοχή.

• αποδέχτηκε ότι όλοι οι έποικοι θα παραμείνουν, είτε με πολιτογράφηση είτε με άδειες εργασίας.

• αποδέχτηκε ότι τα 80 εκατομμύρια Τούρκοι υπήκοοι θα έχουν δικαίωμα ελεύθερης έλευσης στην Κύπρο, αρκεί να δηλώνουν ότι είναι εργάτες ή τουρίστες ή φοιτητές.

• αποδέχτηκε την εκ περιτροπής προεδρία.

• αποδέχτηκε την αριθμητική ισότητα και το ΒΕΤΟ σε όλους τους σημαντικούς θεσμούς.

• αποδέχτηκε τη συσκότιση που προκαλεί η τουρκική πλευρά σε ό,τι αφορά τα οικονομικά και τραπεζικά θέματα.

• αποδέχτηκε την υποβάθμιση όλων των οικονομικών παραμέτρων και του βαθμού οικονομικής βιωσιμότητας μιας λύσης.  

• αποδέχτηκε τον απαράδεκτο τουρκικό χάρτη «με μικρές αναπροσαρμογές» στην περιοχή της Μόρφου, οι οποίες εξελίχθηκαν σε εργαλείο παραπλάνησης των Ελληνοκυπρίων.

Θα πρέπει επομένως να γίνει κατανοητό ότι, αν και όταν συνεχίσουμε «από το σημείο που μείναμε στο Κραν Μοντανά», όπως επαναλαμβάνεται διαρκώς από τους κυβερνώντες, το μόνο που μένει προς διαπραγμάτευση είναι το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Για τα οποία η περί Κραν Μοντανά Έκθεση Γκουτέρες είναι είτε κακή είτε ασαφής είτε ελλιπής.

Είναι επομένως προφανές ότι η έναρξη μιας διαπραγμάτευσης «από το σημείο που διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά», και μάλιστα υπό τις παρούσες γεωπολιτικές συνθήκες και το υφιστάμενο ανισοζύγιο δυνάμεων στην περιοχή, θα οδηγήσει στην άσκηση πιέσεων στην ελληνοκυπριακή κοινότητα για πρόσθετες υποχωρήσεις, ώστε να «καλύψουν» και το θέμα της ασφάλειας και το θέμα των εγγυήσεων. 

Όμως, ενδεχόμενες νέες υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας, σε συνδυασμό με αυτές που ήδη έγιναν, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μια κακή λύση· σε ένα κάκιστο κλείσιμο του Κυπριακού. Αν αυτό θέλουν οι υποστηρικτές «του σημείου όπου μείναμε στο Κραν Μοντάνα», οφείλουν να το δηλώσουν. Εμείς διαφωνούμε και τονίζουμε ότι στόχος μας είναι μια λύση σωστή και βιώσιμη. Λύση που ασφαλώς θα προκύψει μέσα από διαπραγμάτευση. Όμως, για να επιτευχθεί αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σημαντική βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσης τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ελληνοκυπριακής κοινότητας όσο και της Ελλάδας. Σε αυτή τη σημαντική βελτίωση στοχεύει η Νέα Στρατηγική που προτείνουμε από το 2017, με συγκεκριμένες εισηγήσεις σε διπλωματικό, πολιτικό, οικονομικό, ενεργειακό και αμυντικό επίπεδο.