Η Κυπρούλα, βαδίζοντας βαρύθυµα από δωµάτιο σε δωµάτιο, ένιωθε σαν να µην τη χώραγε εκείνο το τεράστιο σπίτι. Ώσπου κλείστηκε στο γραφείο, µε την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα την επισκεπτόταν η έµπνευση για να προσθέσει ένα στιχάκι έστω στο ποιητικό της λεύκωµα. Ακούµπησε τα χαρτιά της επάνω στο έπιπλο µε τα περίτεχνα σκαλίσµατα, πήρε ένα µολύβι κι αφέθηκε στη µουσική. Όποτε άκουγε την ιστορία της Μπλανς Επιφανί ήταν σαν να έξυναν οι νότες µια ανοιχτή πληγή µέσα της… Με επιµονή τα καταφέρνει η Ελληνίς Επιφανί να παραµένει πάντα παρθένος και γυµνή. «Ενώ εγώ, κατέληξα ατιµασµένη και εγκαταλειµµένη. Διόλου παρθένος και ψυχικά γυµνή… Γιατί πατέρα;» ψιθύρισε κι άφησε τα δάκρυα να µουσκέψουν το πρόσωπό της.
Ο πατέρας της, γνωστός ως Προύχοντας στο χωριό, δεν έμπαινε βεβαίως στον κόπο ν’ απαντήσει σε αχρείαστες συναισθηματολογίες. Από τότε που χρεοκόπησε δεν είχε υπομονή για να νταντεύει τη μοναχοκόρη του. «Πρέπει να επιβιώσουμε Κυπρούλα. Έναντι οιουδήποτε τιμήματος! Δεν είναι ώρα για κλαψουρίσματα» της διευκρίνισε μετά το στραπάτσο του 2013 όταν φαλίρισαν οι δουλειές του. Αν περίμενε από την κόρη του φυσικά, δεν θα ‘βλεπε χαΐρι και το ήξερε. Ευτυχώς είχε δίπλα του τον παπά, ο οποίος μπορεί να μη διακρίθηκε στην καλογερική αλλά διέθετε αληθινό επιχειρηματικό δαιμόνιο.  Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε ότι στο χωριό τον αποκαλούσαν λαδέμπορο… 
«Αν νομίζουν οι χωριάτες ότι με προσβάλλουν πλανώνται πλάνην οικτράν. Για μένα Προύχοντα αυτός είναι τίτλος τιμής. Η εκκλησία δεν είναι μόνο Κύριε Ελέησον».
«Και πώς θα ανακάμψω παπά μου έτσι όπως μας γονάτισε η κρίση;».
«Η απάντηση είναι μέσα στο σπίτι σου. Κοτζάμ κορίτσαρο της παντρειάς έχεις».
«Και σαν τι να κάνω δηλαδή; Ποιος θα την πάρει την Κυπρούλα ανεβράκωτη, μου λες;».
«Η περιουσία της είναι το όνομά της. Ξέρω εγώ έναν ξενομερίτη που θα έδινε πολλά για να μπει στο σόι σας».
Με τούτα και με κείνα τα κανόνισε ο λαδέμπορας. Τους κουβάλησε στο σπίτι έναν περίεργο τύπο, ονόματι Τζο Χάι κι ας μην γνώριζε κανείς από πού κράταγε η σκούφια του. Ο παπάς όμως, που είχε πάρει το ρεγάλο του, τον ορμήνευσε να έρθει στο σπίτι του Προύχοντα προετοιμασμένος. Έτσι γέμισε το σαλόνι τους με δώρα για τη νύφη, ενώ φρόντισε να χώσει και στην τσέπη του πεθερού ένα πουγκί γεμάτο χρυσές λίρες. 
Πότε έγινε ο γάμος και πότε εξαφανίστηκε ο λεγάμενος, κανείς δεν κατάλαβε. Αφού τη γλέντησε την Κυπρούλα στο νυφικό κρεβάτι, σηκώθηκε αξημέρωτα κι εξαφανίστηκε. Τέσσερα χρόνια πέρασαν από τότε. Δίχως να κυλήσει ούτε μια μέρα που να μη θρηνήσει για το άδικο που της κλήρωσε η ζωή. Ώσπου ένα απόγευμα, ενώ προσπαθούσε να σκαρώσει κάποιο συναισθηματικό στιχάκι, μια γειτόνισσα κτύπησε επίμονα την εξώθυρά τους. «Έχω νέα για το κουμάσι τον άντρα σου» είπε και της τα μολόγησε όλα με μιαν ανάσα. 
Ο κύριος Τζο Χάι μόνο κύριος δεν ήτανε τελικά. Αλλά ένας απατεώνας ολκής, με πλούσιο εγκληματικό ιστορικό. Είχε κατακλέψει πολλούς, λαδώνοντας και εξαπατώντας, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό.
«Μα τι ήθελε από εμάς;» ψέλλισε η Κυπρούλα.
«Το καλό σας όνομα για να του ανοίξουν οι μεγάλες πόρτες».
Τα λόγια της γειτόνισσας στριφογύριζαν διαρκώς στο κεφάλι της. Μπαινόβγαινε στα δωμάτια νιώθοντας ξαφνικά το σπίτι της φυλακή. Το μυαλό της δεν πειθαρχούσε κι ούτε λόγος βεβαίως για ποιητικές εμπνεύσεις. Αργά το απόγευμα, άκουσε επιτέλους την εξώπορτα ν’ ανοίγει και τον βαρύ βηματισμό του Προύχοντα να πλησιάζει στο γραφείο.
«Ήξερες πατέρα;» τον ρώτησε, αφού πριν του αφηγήθηκε όσα τρομακτικά είχε μάθει.
«Μην τα σκαλίζεις» προσπάθησε να ξεφύγει εκείνος.
«Απάντησέ μου! Ήξερες;» ύψωσε τον τόνο της φωνής της. 
«Οκκ’ αργύριον ή πάντα θει κηλαύνεται» της απάντησε εκείνος στυφά. 
 
Η Κυπρούλα απόμεινε σιωπηλή καθώς αναμετριόταν με τις λέξεις… «Όταν υπάρχουν λεφτά όλα πάνε καλά». Ήξερες πατέρα, σκέφτηκε, όμως ούτε αυτή τη φορά τόλμησε να σηκώσει κεφάλι.

Το διήγημα «Η ατιμασμένη» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μούχρωμα», με την υπογραφή «Δούρειος Ίππος», λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Ιουλίας Παλαιολόγου Ουίλσον. Ακολούθως, διοργανώθηκε φιλολογική βραδιά σε οικία της οδού Γλάδστωνος, όπου η συνταξιούχος φιλόλογος Ευγενία Καλαμαρού το ανέγνωσε υποδειγματικά. Περιορισμένος αριθμός αντιτύπων μοιράστηκε στους παρευρισκόμενους, με ιδιόχειρη αφιέρωση της συγγραφέως και τη σημείωση: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική».

 
 
 
Φιλgood, τεύχος 246.