Την ερχόμενη βδομάδα συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από τη διεξαγωγή του ενωτικού δημοψηφίσματος, κομβικού σταθμού στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου.
Το δημοψήφισμα που έγινε στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950 υπήρξε η κορύφωση μιας μακράς ειρηνικής διαδικασίας για την αναγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στον λαό της Κύπρου. Ενός δικαιώματος που μπορεί να έχει κουρελιαστεί και να χλευάζεται στις μέρες μας από τους διάφορους πρόθυμους θλιβερούς αποδομητές των αγώνων για εθνική απελευθέρωση και κοινωνική δικαιοσύνη των αποικιοκρατούμενων λαών, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται με απόλυτο σεβασμό και να εντάσσεται στο ιστορικό πλαίσιο και τις πραγματικότητες κάθε εποχής.
Και ποιες ήταν αυτές; Ήταν τα ελπιδοφόρα μηνύματα και οι μεγαλόστομες υποσχέσεις των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Αυτές που διαδόθηκαν με τη δαπανηρή αποικιακή προπαγάνδα, ως ελκυστικές αφίσες και προκηρύξεις, από την κυβέρνηση της Κύπρου από το 1941-1942 σε όλη την Κύπρο. Και οι οποίες σκόρπιζαν, ως άλλοι μαντατοφόροι υποσχέσεων, τη διακήρυξη του «Χάρτη του Ατλαντικού», του Αυγούστου του 1941, των Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ, και τη δήλωση των 26 «Ηνωμένων Εθνών», της Πρωτοχρονιάς του 1942. Ανάμεσά στους 26 οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Σοβιετική Ένωση, και η υπό τριπλή φασιστική κατοχή αιμάσσουσα Ελλάδα. (Η Τουρκία κρατούσε στάση «επιτήδειας ουδετερότητας», εξυπηρετώντας τα σχέδια του Χίτλερ.)
Η βρετανική άτεγκτη πολιτική μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου θα αποτελούσε την πρώτη ανώμαλη προσγείωση στις μεταπολεμικές πραγματικότητες. Οι Κύπριοι θα άκουγαν και πάλι ότι «το ζήτημα της Κύπρου είναι κλειστόν» και όχι μόνο αυτό, αλλά θα μυκτηρίζονταν από διάφορους Βρετανούς επίσημους που ισχυρίζονταν ότι «δεν είχαν αντιληφθεί καμιά εκδήλωση υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα κατά την παραμονή τους στο νησί». Συγκεκριμένα παραδείγματα καταγράφονται στην εθναρχική εγκύκλιο της 8ης Δεκεμβρίου του 1949 «περί διενεργείας Παγκυπρίου δημοψηφίσματος». Την ίδια ώρα που ο Βρετανός πρωθυπουργός Κ. Άττλη διακήρυττε ότι «ουδείς λαός εξαναγκάζεται ακουσίως να παραμείνη ακουσίως εντός της βρετανικής Αυτοκρατορίας».
Αυτή την υπεροπτική αποικιακή πολιτική επανέλαβε ο κυβερνήτης της Κύπρου Α. Ράιτ, στις 17 Δεκεμβρίου 1949, απαντώντας στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄, ο οποίος του ζήτησε να οργανώσουν οι βρετανικές αρχές το δημοψήφισμα: «Αντιλαμβάνομαι ότι η λέξις «δημοψήφισμα» χρησιμοποιείται εις την υπό απάντησιν ανακοίνωσιν διά να περιγράψη την ωργανωμένην εκλιπάρησιν του κοινού όπως υπογράψη έγγραφον προσλαβάνοντος την μορφήν διακηρύξεως των πόθων του. Συλλογικαί αιτήσεις του χαρακτήρος τούτου ωργανώθησαν εν Κύπρω κατά το παρελθόν, αλλά δεν γνωρίζω περίπτωσιν κατά την οποίαν η Κυβέρνησις ενδιεφέρθη δι’ αυτάς εκτός διά να αναγγείλη την λήψιν των.» Ας σημειωθεί ότι και η ελληνική κυβέρνηση αποκήρυξε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ως «ανώφελον».
Το δημοψήφισμα, λοιπόν, όπως τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ (21 Δεκεμβρίου 1949) έγινε για να «εκφράση την αβίαστον και γνησίαν θέλησιν του κυπριακού λαού, ήτις επιβάλλεται να γίνη σεβαστή συμφώνως προς τας αρχάς περί αυτοκαθορισμού των λαών». Και παράλληλα, όπως τόνιζε η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ σε προκήρυξή της προς τους «Αρμένηδες και τους Τούρκους της Κύπρου» (11 Ιανουαρίου 1950): «Η μάχη του δημοψηφίσματος δεν είναι μόνο μάχη για την εθνική και κοινωνική λευτεριά του ελληνικού λαού της Κύπρου. Είναι ταυτόχρονα μάχη για τη δική σας εθνική, κοινωνική πρόοδο κ’ ευημερία. Ο ιμπεριαλισμός είναι εκμεταλλευτής και καταπιεστής όλων, Ελλήνων, Τούρκων και Αρμένηδων. Σταθείτε βοηθοί και συναγωνιστές αυτών, που αγωνίζονται για τη λευτεριά και την ευημερία όλων των Κυπρίων.»
Τα παραπάνω δικαιολογούν τα επίσημα αποτελέσματα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου της 27ης Ιανουαρίου 1950: «Οι εγγραφέντες εις τους καταλόγους ως δικαιούμενοι να υπογράψωσι το Ενωτικόν Δημοψήφισμα Έλληνες Κύπριοι ανέρχονται εις 224.747. Εκ τούτων υπέγραψαν οι 215.108, ήτοι περίπου το 96%. Εάν δε ληφθεί υπ’ όψει ότι η Κυβέρνησις απηγόρευσε ρητώς εις τους υπαλλήλους κλπ να υπογράψωσι, τότε ευλόγως καταλήγομεν εις το συμπέρασμα ότι σύμπας ο Ελληνικός Κυπριακός Λαός διετράνωσε κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον την αξίωσίν του διά την Ένωσιν μετά της Μητρός Ελλάδος».
 
Ήταν μια κορυφαία στιγμή: η διατράνωση της αδιαμφισβήτητης λαϊκής βούλησης και της καθολικότητας του ενωτικού αιτήματος. Πάνω από όλα, ήταν ένα μάθημα δημοκρατίας των στερουμένων πολιτικών δικαιωμάτων και αυτοδιάθεσης Κυπρίων, στη Βρετανία της μεγάλης δημοκρατικής παράδοσης. Της ίδιας παράδοσης που επιβάλλει σήμερα στη Βρετανία του κραυγαλέα αντιδημοκρατικού «Ουδέποτε», εβδομήντα ολόκληρα χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 1950, να σεβαστεί τη βούληση του 53.4% των δικών της ψηφοφόρων του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016.
 
* Ο Π. Παπαπολυβίου είναι αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
www.papapolyviou.com