“Δεν ξέρω τίποτα άλλο, για το οποίο κάθε λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να νοιάζεται περισσότερο, παρά το γεγονός πως το παιδί του θα γίνει ο πιο καλός άνθρωπος’’ – Πλάτωνας.
Από την εποχή των αρχαίων φιλοσόφων μέχρι σήμερα, οι αρχές, τα ιδανικά, όπως και η μόρφωση, παραμένουν στο ανώτερο σημείο πυλώνων που απασχολούν ολόκληρη την κοινωνία. Η στροφή προς το καλύτερο διακατέχει την ανθρώπινη φύση από νεαρή ηλικία και ο σκοπός της βασικής εκπαίδευσης είναι να δώσει τα εφόδια των γνώσεων και δεξιοτήτων στους μαθητές ώστε, σαν μελλοντικοί ενήλικες, να διακατέχονται κατ’ αρχήν από ευτυχία, ικανότητες και υπευθυνότητα, να ετοιμαστούν για να δημιουργήσουν στην κοινωνία.
Το τελευταίο διάστημα στο επίκεντρο συζητήσεων στον τομέα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατέχει  η περιβόητη αλλαγή για την Αξιολόγηση του Μαθητή στη Δημοτική εκπαίδευση, με την «κορυφή του παγόβουνου» να αποτελούν τα περιβόητα αστεράκια.   
Σε διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτοπόρα συστήματα εκπαίδευσης, όπως είναι το φινλανδικό, δεν υπάρχουν βαθμολογίες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ούτε συγκρίσεις οι οποίες δημιουργούν αχρείαστους ανταγωνισμούς και κατατάξεις ανάμεσα στους μαθητές/τριες ή στις σχολικές μονάδες. 
Σύμφωνα με την KirstiLonka, καθηγήτρια εκπαιδευτικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, τα παιδιά πρέπει να εξοπλιστούν με τις απαραίτητες δεξιότητες για να ζήσουν στον 21ο  αιώνα, ανάμεσα τους και η κριτική σκέψη. 
Η «βαθμολογικής αξιολόγησης» του μαθητή στο δημοτικό, έχει δημιουργήσει διάφορες αρνητικές αναφορές, όπως για παράδειγμα  ο στιγματισμός των μαθητών σε κοινωνικό επίπεδο. Σε αυτή την περίπτωση η αξιολόγηση μετατρέπεται σε αυτοσκοπό με αρνητικές συνέπειες, αφού η μαθησιακή διαδικασία περιστρέφεται γύρω από τη συγκριτική αξιολόγηση και τείνει να μετατρέψει τους μαθητές σε μηχανές, αγνοώντας εντελώς την ανάπτυξη και καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Με αυτό τον τρόπο προωθείται  η κατηγοριοποίηση των μαθητών/τριών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ποικιλόμορφοι παράγοντες. Η πρακτική αυτή εγκυμονεί επίσης κινδύνους όπως τη δημιουργία άγχους για μαθητές και γονείς, δημιουργία αρνητικών στάσεων απέναντι σε συγκεκριμένα μαθήματα ή ακόμα και στο σχολείο, ακόμα και ανάπτυξη της σχολικής παραβατικότητας και αντικοινωνικής δράσης λόγω χαμηλής βαθμολογίας.
Η αριθμητική κλίμακα βαθμολογίας, πέρα από την συγκριτική κατάταξη των μαθητών/τριών, δεν δίνει ακριβή εικόνα των δυσκολιών των μαθητών/τριών ώστε αυτοί/ες να βοηθηθούν από το σχολείο. Ο συνεχόμενος ανταγωνισμός επιφέρει συνεχόμενο άγχος στον/ην μαθητή/τρια και στους γονείς, ανταγωνισμό και παραπαιδεία.
Αντίθετα, η εστίαση και επικέντρωση στη συνεχή και διαμορφωτική αξιολόγηση γεφυρώνει το χάσμα των διαφορετικών μαθητών, εφόσον εντοπιστούν τα κενά, οι παραλείψεις και οι αδυναμίες των μαθητών, και το σχολείο εστιάσει στην κάλυψη τους. Για να συμβεί αυτό όμως πρέπει πρώτα να υλοποιηθούν μια σειρά από προϋποθέσεις (επιμόρφωση εκπαιδευτικών, ενισχυτική διδασκαλία, ολοκλήρωση του θεσμού του Υπεύθυνου Τμήματος, μείωση του χρόνου της διευθυντικής ομάδας κ.λπ.)  στο Κυπριακό Εκπαιδευτικό σύστημα και μετά να αναπτυχθεί ή να εφαρμοστεί ένα νέο Σύστημα Αξιολόγησης μαθητή/ριας, το οποίο θα στηρίζεται στη διαμορφωτική αξιολόγηση και όχι σε ελέγχους και αστεράκια. 
Να σημειωθεί πως στο φινλανδικό μοντέλο, το κάθε παιδί με δυσκολίες και αναπηρίες  αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή περίπτωση και εφαρμόζεται εξατομικευμένο πλάνο για τον σκοπό αυτό.
Οπότε, συμπεραίνουμε πως η αξιολόγηση του μαθητή χρίζει αλλαγής, όχι όμως με βιαστικές και πρόχειρες κινήσεις και πισωγυρίσματα σε συστήματα τα οποία έχουν απορριφθεί και που με μαθηματική ακρίβεια θα μας επιφέρουν κοινωνικο-μορφωτικές ανισότητες, αρνητικές επιπτώσεις στους/στις μαθητές/τριες και γενικότερη ύφεση στην εκπαίδευση. Αντίθετα, η αξιολόγηση του μαθητή πρέπει να θέτει ως ανώτερο γνώμονα το καλό του παιδιού,την ευτυχία του, το απόγειο των δυνατοτήτων του, την κριτική του σκέψη και την ενσυναίσθηση.  
«Τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται πως να σκέφτονται, όχι τι να σκέφτονται» -Margaret Mead.
*Λογοθεραπεύτρια, Μέλος Προοδευτικής κίνησης Δασκάλων και Νηπιαγωγών.