Σαρωτικός ο κορωνοϊός, μονοπώλησε την επικαιρότητα. Από την άλλη όμως, αποκάλυψε πτυχές που έως τώρα ήταν χωμένες στ’ απομεινάρια της καθημερινής μας ζωής. Μία-μία μας αποκαλύπτονται. Και νομίζω πως, όσο θα συνεχίζεται η «κατάσταση ανάγκης», όλο και περισσότερες θα αποκαλυφθούν. 

Η ικανότητά μας να πειθαρχούμε σε οδηγίες για το κοινό καλό. Η Κύπρος είναι μαθημένη σε τέτοιες καταστάσεις. Δέχτηκε εισβολή και τελεί υπό κατοχή 46 χρόνια τώρα. Έζησε το 2013 την πρωτοφανή αρπαγή των τραπεζικών της καταθέσεων. Και, τέλος, εάν κάτι έχει τρυπώσει στα γονίδιά της από τη βρετανική κατοχή, είναι ακριβώς η προσαρμογή της σε ένα συντεταγμένο σύστημα όπου η υπακοή σε κανόνες είναι «πρέπει». Μπορεί να εξόκειλε κάποιες φορές, και μάλιστα άγρια. Μπορεί κάποιοι συμπολίτες να διακατέχονται από υπερβολική αφέλεια (βλέπε τα γελοία αιτήματα που ακούν οι καημένοι οι άνθρωποι που απαντούν στη γραμμή 1420), αλλά σε δύσκολες καταστάσεις σαν και αυτήν που περνάμε τώρα δεν τη φοβάμαι. Σκέφτομαι, μάλιστα, πως ο βασικότερος ίσως λόγος που στην Κύπρο πολλοί άνθρωποι αφηνιάζουν όταν βγαίνει ηλιοβασίλεμα, είναι επειδή δεν έχουν βγει από λίγες καταιγίδες. 

Η μεγαλύτερη ίσως υπερβολή μας –το ‘χω ξαναγράψει, νομίζω– είναι ότι ξεχνάμε και ξεπερνάμε το μέγεθός μας. Είμαστε μικρός τόπος. Και αντί αυτό να το δούμε ως πλεονέκτημα, το βλέπουμε ως κουσούρι. Και εδώ είναι που υπεισέρχεται τότε το κόμπλεξ, που μας κάνει να θέλουμε να γίνουμε extra large. Να κτίσουμε σπίτια που, μόλις φύγουν τα παιδιά μας, αχρηστεύονται κατά ήμισυ, γίνονται ζωντανά μαυσωλεία και συντηρούνται μόνο από μαζικές συγκεντρώσεις που τις λέμε και πάρτι. Να υψώσουμε ουρανοξύστες ώς τον Θεό, όχι επειδή δεχτήκαμε κάποιο σοβαρό πολεοδομικό σχέδιο να δώσουμε σε κάποιες πόλεις μας και αυτή τη διάσταση, αλλά μόνο επειδή ένας νόμος αμφιλεγόμενος μας χάρισε μια ωραία αρπαχτή. Να επενδύσουμε σε σουπερμάρκετ αμερικανικού μεγέθους, που θα μπορούσαν να θρέψουν 50 εκατομμύρια, όχι 1.

Ίσως αυτή η κρίση, λοιπόν, του κορωνοϊού μας βοηθήσει να σταματήσουμε να πετάμε στον αέρα και να ξαναπατήσουμε στη γη. Άλλωστε, και ιστορικά αν το δει κανείς, μετά από κάθε μεγάλη επιδημία ή καταστροφή, έρχεται μια περίοδος δημιουργίας, κυρίως πνευματικής. Μια αναγέννηση. 

Από το εισαγωγικό σημείωμα του ελληνικού Newsletter #FACT, με το οποίο, μαζί και με το δικό μας του Philenews, ξεκινώ την κάθε μου μέρα, έρχεται κουτί στα όσα ανέφερα πριν, αντιγράφω αυτό, που είναι με τη σειρά του copy-paste από τη σελίδα της επιμελήτριας της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδας,  Μαριλένας Κασιμάτη -το νέο βιβλίο της οποίας περιμένουμε με μεγάλη ανυπομονησία- που αυτές τις μέρες ανεβάζει έργα τέχνης που σχετίζονται με ασθένειες. Δεν είναι καθόλου θλιβερό. Είναι μόνο επιμορφωτικό:

«Πότε γράφτηκε έστω και μια νουβέλα για τη γρίπη, ένα επικό ποίημα για τον τυφοειδή, μια ωδή στην πνευμονία, κάτι λυρικό για τον πονόδοντο», διερωτάται η Virgina Woolf το 1926 στο: «On being Ill (ιλ)».

Και όμως, αυτή, όπως και πολλοί άλλοι, έζησε από πρώτο χέρι το καταστροφικό 1918 με την Ισπανική Γρίπη (την πέρασε και η γιαγιά μου στα Χανιά και επέζησε).

Ένας που την άρπαξε και επιβίωσε ήταν ο Νορβηγός Edvard Munch. Φαίνεται πως ο οδυνηρός αγώνας για επιβίωση τού έδωσε το 1919 μια ελάχιστη δύναμη για αυτή την αυτοπροσωπογραφία. Τον βλέπουμε τυλιγμένο σε ρόμπα και κουβέρτα, καθισμένο αναπαυτικά σε μια ψάθινη πολυθρόνα, στ’ αριστερά το κρεβάτι με τα ανακατωμένα στρωσίδια σαν αντίβαρο στη σύνθεση. Προσέχουμε το πρόσωπο. Ιδίως το ανοιχτό στόμα, σαν να μην μπορεί να πάρει αέρα, σαν να έχει γίνει ήδη πτώμα, σαν εκείνη την Κραυγή χωρίς φωνή. Όλα κίτρινα και μοναχικά (ο αγώνας καταβάλλεται μέσα στην απομόνωση και είναι ατομικός).

Την ίδια χρονιά ζωγράφισε το sequel «Αυτοπροσωπογραφία μετά την Ισπανική Γρίπη». Εξπρεσιονιστικό εκείνο, νικηφόρο, σας το βάζω αύριο».

Εικονογράφηση:  «Αυτοπροσωπογραφία με την Ισπανική Γρίπη», λάδι σε καμβά, 150 x 130 cm, 1919, Εθνική Πινακοθήκη Νορβηγίας.

(*) Αυτά που διέφυγαν της προσοχής μας, που υποτιμήθηκαν ειδησεογραφικά ή που αξίζει να αναδείξουμε πιο πολύ.