Ήταν Σεπτέμβρης, όχι ένας απλός μήνας του φθινοπώρου, αλλά ένας «Πολιτιστικός Σεπτέμβρης» που εμείς στο νησί περιμέναμε πώς και πώς για να δούμε θεατρικές ή χορευτικές παραστάσεις και ν’ ακούσουμε καλή μουσική, από Ελλάδα ή το εξωτερικό. Μα κυρίως για να βρεθούμε κάτω από τα άστρα στο αρχαίο αμφιθέατρο του Κουρίου, το οποίο ολημερίς πύρωνε ο ζεστός ήλιος ενός άγουρου φθινοπώρου, αφού οι θερμοκρασίες στο νησί δεν διαφέρουν από αυτές του Αυγούστου.  Σαν πέσει το σούρουπο και δύσει ο ήλιος, συχνά τέτοια εποχή, φυσά ένα δροσερό αεράκι που σμίγει με τον θαλασσινό φλοίσβο. Όταν κοπάσουν τα χειροκροτήματα και απόλυτη ησυχία επικρατήσει στο θέατρο, προτού αρχίσει η παράσταση ή όταν ο μαέστρος δίνει με την μπαγκέτα του το άγγελμα για να ξεκινήσει η συναυλία, τότε «η ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια» φτάνει ώς εδώ πάνω, στην αρχαία πόλη του Κουρίου.  Εκείνο το βράδυ πήγαμε με συναδέλφους ν’ ακούσουμε τη Vanessa Mae, η οποία με το βιολί της δολοφονούσε την κλασική μουσική, μετατρέποντάς την σε ποπ. Στο αμφιθέατρο δεν έπεφτε καρφίτσα, αφού μέχρι και από την πρωτεύουσα είχαν καταφθάσει «τα τζάκια» και υπουργοί και βουλευτές μετά συζύγων, των οποίων οι γόβες στιλέτο καρφώνονταν στις ακατέργαστες πέτρες του αμφιθεάτρου, όπου «κορακούσαν» τα σιφόν και τα μεταξωτά φορέματά τους. Στο διάλειμμα αποθεώθηκε η βιολινίστρια, ενώ εμείς, οι ακατέργαστοι, το σκάσαμε εν μέσω επιπλήξεων της παρέας. Κατηφορίσαμε προς την παραλία του Αγίου Ερμογένη, στα κεντράκια όπου καταλήγαμε πολλά καλοκαίρια στο τέλος μιας παράστασης. Μόνο που τώρα, φθινόπωρο, ήταν κλειστά, έτσι κατευθυνθήκαμε στο τελευταίο αναψυκτήριο, το οποίο φαινόταν φωτισμένο και απ’ όπου ακούγονταν μουσικές. 
Φτάνοντας, ανακαλύψαμε πως τα φώτα και η μουσική με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ακούγονταν από ένα καζαντί, στρωμένο εκεί στην ερημιά, στη μέση του πουθενά: Αρκουδάκια, πορσελάνινες κούκλες, γυάλινα παγώνια ή λιονταράκια, καναρίνια σε κλουβί, μέχρι και ταπισερί με απεικονίσεις σκύλων που παίζουν μπιλιάρδο ήταν ανάμεσα στις πραμάτειες. Όλες οι σουρεαλιστικές φιγούρες, στρωμένες στο καζαντί, αγνάντευαν τη θάλασσα, μαζί με τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, ο οποίος αραγμένος σε μια ξαπλωτή, με μια παγωνιέρα δίπλα του, απολάμβανε τις μπίρες του μασουλώντας πασατέμπο. 
– Καλώς τους. Ελάτε να δοκιμάσετε την τύχη σας τζιαι να μου κάμετε τζιαι ποδαρικόν. Εν έσιει ψυσιήν Θεού ’πόψε…
– Μα σαν να είσαι λλίον ξηκομμένος δαμαί; Γιατί εν πάεις πιο πάνω, στο πάρκινγκ; Άμαν τελειώσει η συναυλία, εν να κατεβεί πολλύς κόσμος… 
– Να σου πω ρε φίλε, είμαι τζιαι λλίον ιδιότροπος. Αρέσκει μου η ηρεμία. Όποιος θέλει να παίξει, ας έρτει να με εύρει!
Καταγόταν από Καρπασία και έγινε ιδιοκτήτης καζαντί μετά την εισβολή γιατί δεν μπορούσε να στεριώσει κάπου, «σε ξένη γη».
– Γυρίζω έτσι, ’που χωρκόν σε χωρκόν, όπου έσιει παναΰριν, πάω στην Κύπρον ούλλην, αλλά πάλε μες στον λούκκον πέφτω, αφού στο χωρκό μου εν μπορώ να πάω.
Παίξαμε και ποντάραμε πολλές φορές. Εγώ κέρδισα δύο αρκουδάκια, σφιχταγκαλιασμένα, που τα ένωνε μια καρδούλα, όπου αναγραφόταν «Love forever», απ’ αυτά που έχουν την τιμητική τους τούτες τις μέρες, που το νησί παραληρεί με τον Άγιο Βαλεντίνο, ο οποίος εισέβαλε τη δεκαετία του ‘70 και έκτοτε έμεινέν μας αγγονίν.
Η γιαγιά ήταν από την αρχή δύσπιστη ως προς την αγιότητά του και αφού της το επιβεβαίωσε και ο Παπαντώνης, αποφάνθηκαν με τη μητέρα και τις θείες πως ήταν στα σίγουρα ένας από τους πράκτορες της CIA που αφθονούσαν στο νησί. Πολλοί τον λάτρεψαν και τον ασπάζονται στις 14 Φεβρουαρίου, με μια φρενίτιδα δώρων και ρομαντικών δείπνων, για να αποδείξουν στο ταίρι τους τον έρωτα και την αγάπη που δεν εκφράζουν ολόχρονα. Άλλοι πάλι θα βγουν από την πόλη, θα πιάσουν όρη και λαγκάδια για να δούνε τις ανθισμένες αμυγδαλιές και τη φουρτουνιασμένη χειμωνιάτικη θάλασσα, θα ζήσουν και θα χαρούν την κάθε μέρα και το κάθε βράδυ σαν να ’ταν το τελευταίο. 
«Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω
Κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή
Όλους τους συγχωρνάω
Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή
Σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή
Εκεί που πάω δεν περνά το δάκρυ και ο πόνος
Τα βάσανα και οι καημοί εδώ θα μείνουν στη ζωή
Κι εγώ θα φύγω μόνος…
Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα
Σεργιάνισα ένα πρωινό, κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό
Από την άλλη βγήκα…». 
 
(Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου / Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης)

[email protected]