Κάποιοι από εμάς έχουμε ίσως διαβάσει το «Δεκαήμερο» του Ιταλού Giovanni Boccaccio ή το έχουμε δει σε ταινία, αφού ενέπνευσε σπουδαία ονόματα του κινηματογράφου όπως Βισκόντι, Φελίνι, Παζολίνι ή τους αδελφούς Ταβιάνι. Τα διηγήματά του χαρακτηρίζονται συχνά ως χυδαία, μα στην ουσία δεν είναι παρά ηρωικές ή ερωτικές, τρυφερές ιστορίες μέσα από τις οποίες περιγράφεται με τρόπο ρεαλιστικό και ευχάριστο μια ολόκληρη κοινωνία με τα ανθρώπινα πάθη, τις κωμικότητες, τα ήθη, τα έθιμα, τους φόβους και τις προκαταλήψεις των ανθρώπων της εποχής της Αναγέννησης.
 
 Ο Bocaccio (Βοκάκιος) που υπήρξε μαθητής του Πετράρχη, περιγράφει σε απλό πεζό λόγο, χωρίς στόμφο και ρητορείες, με χιούμορ και καυστικότητα την καθημερινή ζωή στην αναγεννησιακή Φλωρεντία. Αναφέρεται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τους βασιλείς και τον κλήρο μέχρι τους αγρότες και τους ζητιάνους, κάνοντας έτσι μιαν αναπαράσταση της ζωής και όσων ευτράπελων συμβαίνουν.
 
Στο Δεκαήμερο, μια ομάδα νέων εγκαταλείπει τη Φλωρεντία για να γλυτώσει από την επιδημία της πανώλης που θερίζει την πόλη και καταφεύγει σε μιαν εξοχική κατοικία για δέκα μέρες μέχρι να κοπάσει η αρρώστια, εξ ου και η ονομασία Decameron. Για να γεμίζουν τις μέρες τους, διηγούνται ιστορίες από εγχώριες, αρχαίες και ανατολικές παραδόσεις, από χρονικά ή απλώς από τη λαϊκή και την προφορική παράδοση του τόπου τους και άλλες που οι ίδιοι σκαρφίζονται. Εξορκίζουν έτσι τον φόβο του θανάτου και «φέρνουν σε αντιπαράθεση τα χλωμά χρώματα της επιδημίας της πανούκλας, με τα διάφανα χρώματα του έρωτα, της ευρηματικότητας και της ποίησης», όπως μας λένε και οι αδελφοί Ταβιάνι.
 
Εμείς στο μικρό-μισό μας νησί, σε «αυτό τον κόσμο τον μικρό τον Μέγα», ζούμε όπως και όλος ο πλανήτης, μέρες πανικού αφού τα πρώτα κρούσματα του κορωνοϊού είναι πλέον εντός των πυλών. Και ενώ σχολεία, ακόμη και νοσοκομεία κλείνουν, φαρμακεία και υπεραγορές αδειάζουν και επιχειρήσεις υπολειτουργούν, ένα μεγάλο γλέντι στήνεται σε ένα χωριουδάκι. Ο Γεδεός γιορτάζει λέει το «Σαρανταήμερον» του, δηλαδή σαράντα μέρες από την ημέρα που είχε δυστύχημα και παρολίγον να γίνει μακαρίτης!
 
«Εποκουππίστηκα με το τράκτορ μες στον γκρεμμόν. Είχα όμως άγιον τζιαι κινητόν, έπιασα την γεναίκαν, επιάσαν την άμπουλαν τζιαι ήρτεν ούλλον το σόιν τζι εφκάλαν με.»
 
Τα σωστικά συνεργεία του είπαν πως πρόκειται για θαύμα που ζει ακόμη και που ράγισε μόνο τη λεκάνη του. Έτσι, αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο γλέντι για να γιορτάσει τις σαράντα ημέρες που είναι ζωντανός! Καλεσμένοι ήταν συγχωριανοί, συγγενείς, μυρωτικοί κουμπάροι, φίλοι, γείτοι, αλλά και περίεργοι περαστικοί όπως κι εμείς. Για τη γιορτή σφάχτηκαν εκτός από ένα ριφούιν, λαοί του όρους, τζίκλες, ενώ χρειάστηκαν πολλές φίζες με χαλλούμια, λουκάνικα, τσαμαρέλλα και πολλές νταμιτζάνες ζιβανία και κρασί. Για επιδόρπιο έφτιαξαν έναν χαρτζίν ρέσι και καττιμέρκα. Κάθε καλεσμένος, φεύγοντας, έπιανε και ένα κουραμπιέ τυλιγμένο σε άσπρο γλασέ χαρτί ενώ ο Γεδεός με την κυρίαν του στέκονταν σε μια φλοκάτη, όπου τους χαιρετούσες, όπως σε δεξίωση γάμου.
 
Το γλέντι για το Σαρανταήμερο κορυφώθηκε όταν οι μουσικοί έπιασαν τα όργανα και ο εορτάζων χόρεψε και τραγούδησε «Το τελευταίο βράδυ μου» του Καζαντζίδη. Στη συνέχεια, κατόπιν παραπόνων των περιοίκων για οχλαγωγία και κυρίως μετά από ρίψη σσιπεδκιών, κατέφθασε αστυνομική δύναμη για να επιφέρει την τάξη. Λέγεται, πως τα  αστυνομικά όργανα «έπιασεν τα στο φιλότιμον» ο εορτάζων με αποτέλεσμα να καθίσουν για λίγο και «να την τσιλλίσουν».
 
Αυτή η σουρεαλιστική ιστορία, θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος ενός κυπριακού «Σαρανταήμερου». Αφού θέσουμε εαυτούς σε καραντίνα, μακριά από τις πολλές συναναστροφές, μπορεί να μας βγει και σε καλό. Θα ξαναθυμηθούμε πως το σπουδαιότερο αγαθό είναι η υγεία μας, μα ταυτόχρονα θα μαζευτεί η οικογένεια, όπως στα παλιά χρόνια, που κάθονταν όλοι μαζί και αφηγούνταν ιστορίες.
 
Μέσα από τις διηγήσεις και τα παραμύθια ερχόμαστε πιο κοντά στους άλλους και στον εαυτό μας, αφού εκεί κρύβεται η αλήθεια. Αν μέναμε μακριά από τις τηλεοράσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τότε σίγουρα θα είχαμε αξιοσημείωτες ιστορίες να διηγηθούμε με τις οποίες θα συνθέταμε το κυπριακό «Σαρανταήμερον», που δεν θα είχε να ζηλέψει σε τίποτα το ιταλικό του Βοκάκιου.
 
Ζωγραφικός πίνακας: John William Waterhouse, Το Δεκαήμερο