Η ποιήτρια–εκπρόσωπος της Β’ Μεταπολεμικής Γενιάς–αγωνίστρια και εξόριστη Βικτωρία Θεοδώρου, γεννήθηκε στα Χανιά το1926 και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση.

Στο ποίημά της «Εγκώμιο» (Ποιήματα, Αθήνα, 2008) αποτίει φόρο τιμής στη νεκρή πια μητέρα της. Σε αντίθεση, με τους γνωστούς ήρωες στους οποίους –κατά το σύνηθες– εγείρουν αγάλματα και ανδριάντες, ρίχνει φως στην εικόνα της ταπεινής μάνας, καθώς ξεπροβάλλει μέσα στην ταπεινότητά της καταπονημένη από τον καθημερινό μόχθο στον αγώνα για το μεροκάματο. Αντιδιαστέλλοντας το διστακτικό και ανέλπιστο βλέμμα της προς τους προσφιλείς μας σθεναρούς και με ευθυτενές βλέμμα γνωστούς ήρωες, καθώς αναδύεται «με το χαμηλό τσεμπέρι, το δειλό περπάτημα», αλλά και την ευγνωμοσύνη της σε οτιδήποτε της έδιναν, την αντιπαραβάλλει προς αυτούς:

 

Πάντοτε δείλιαζες να παίρνεις·

δισταχτική είχες την παλάμη και στο δίκιο σου·

και για την πληρωμή του μεροκάματού σου

εχρώσταες χάρη.

Δε σε φελήσανε οι αγώνες μου.

Εσύ ήθελες να μείνεις πάντοτε παράμερα, και, ταπεινή,

από τον ουρανό περίμενες ανάπαψη.

Να ‘σουν κοντά μου με το χαμηλό

τσεμπέρι, το δειλό περπάτημα χωρίς ελπίδα

– ας μην περίμενες χαρά και δικαιοσύνη.

 

Απευθύνοντάς της τον λόγο σε β’ πρόσωπο, την προτρέπει άμεσα:

 

Φόριετα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι,

βάστα και το ταγάρι σου με το φαΐ της φυλακής

–με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουμε να μπεις

στης αιωνιότητας τη δόξα!

 

Έτσι, φέρνει στο προσκήνιο την απλή γυναίκα του λαού με το ταγάρι της και την ανιδιοτελή της στάση που δεν περίμενε ποτέ ότι θα δοξαστεί, να διεκδικεί διαμέσου της λογοτέχνιδας θυγατρός της μια θέση στην αιωνιότητα, την οποία δικαιούται λόγω των θυσιών, της σκληρής ζωής στη δούλεψη για τους άλλους και τον παραγκωνισμό του εαυτού της. Η ποιήτρια πανηγυρικά ζητά να «μπαίνει η Ταπεινότη σου στο Ηρώο», δίνοντας μια νέα διάσταση στην έννοια του ηρωισμού και της δόξας, που αφορά τον καθημερινό άνθρωπο και τον «μόχτο» των αφανών ηρώων και εν προκειμένω της απλής λαΐκής μάνας που τυγχάνει να είναι και φυλακισμένη αγωνίστρια.

 

Οι γενναίοι δοξαστήκανε κι οι ήρωες,

όσοι κρατήσαν τη Ζωή και φύλαξαν τo Δίκιο.

Τώρα περνάς εσύ με το δειλό περπάτημα, το κουρασμένο,

και μπαίνει η Ταπεινότη σου στο Ηρώο.

 

Μια παρόμοια, αλλά όχι ευθέως ανάλογη διάσταση του ηρωισμού συναντούμε και στον ποιητή Κώστα Μόντη:

 

Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,

γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής

ν΄ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;

Υπάρχουν κι’ άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι,

με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα,

με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο,

με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ την σκανδάλη.

Δε μας κάνουν αυτοί,

δε γίνουνται αγάλματα αυτοί;

(«Άγνωστος στρατιώτης»)

 

Υποβιβάζοντας τον εαυτό της και περνώντας τη ζωή της «παράμερα» για χάρη των άλλων με μοναδική της απασχόληση στη ζωή την αδιάκοπη εργασία για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εφόδια –τα προς το ζην–ταυτίζεται με την καθημερινή μάνα, την ανιδιοτελή ηρωίδα που δουλεύει στο σπίτι ώρες ατέλειωτες χωρίς να αμείβεται.   

Η απλή αυτή γειωμένη μορφή με το δειλό περπάτημα δεν ελπίζει ούτε αποσκοπεί σε κάποιο αντάλλαγμα. Η αναγνώριση των κόπων της δεν την απασχολεί ούτε προσμένει κάποια ευφορία για το ατομικό της εγώ. Όπως κάθε αληθινή μάνα «θυσιάζεται» για τους άλλους.

Στην προκειμένη περίπτωση μοναδική της προσμονή αποτελεί η ανάπαυση που προσδοκούσε από τον ουρανό. Τις αρετές αυτές της καθημερινής μάνας-αγωνίστριας, όπως την απλότητα, την ταπεινότητα και κυρίως την ακάματη εργατικότητα, θέλει –φωτίζοντάς την– να τιμήσει η ποιήτρια Β. Θεοδώρου, πλέκοντας της το εγκώμιο ως μεταθανάτια ευόδωση των αγώνων της και ως αναγνώριση των κόπων της.

Με την ανατρεπτική εικόνα της, καθώς την προστάζει να φορά τα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι, τα οποία αποκαλεί «ιερά άμφια» και το ανέλπιστο της χαράς και της ανταπόδοσης, μας φέρνει μπροστά σε μια άλλη μορφή ηρωισμού αυτό που η ίδια αποκαλεί «ταπεινότη». Η διάσταση αυτή γειτνιάζει με την αγιοσύνη και την αληθινή έννοια του αγαθού αφού, κατά τη χριστιανική παράδοση, το αγαθό συνδέεται με τη βούληση του Θεού και ταυτίζεται με την αγάπη ως αυταπάρνηση. Σύμφωνα με την ηθική διάσταση του Θεού στον Χριστιανισμό και άλλες σχολές σκέψης, αυτός που ταπεινώνεται θα εξυψωθεί.

Σταχυολογώντας, η ποιήτρια θεωρεί ότι τα επιτεύγματα της ταπεινότητας και της ανιδιοτελούς προσφοράς της μαχήτριας σκληραγωγημένης μητέρας της είναι τόσο προεξέχοντα, ώστε διεκδικεί επάξια προς τιμήν της τα έπαθλα και τους ανδριάντες που προπαρασκευάζονται για τους μεγάλους ήρωες.

*Φιλόλογος-εκπαιδευτικός-υπ. διδάκτωρ.

[email protected]