Πριν από μερικές ημέρες το έγκριτο καναδικό περιοδικό Corporate Knights δημοσίευσε το Sustainable Cities Index, την ετήσια έκθεσή του δηλαδή σε σχέση με τις πιο βιώσιμες πόλεις του πλανήτη. Ειδικοί και αρθρογράφοι του περιοδικού, χρησιμοποιούν μία σειρά παραμέτρων για την αξιολόγηση των υπό εξέταση πόλεων, όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ανά κάτοικο, η έκταση των δημόσιων χώρων, η αναλογία πρασίνου, η διαχείριση του νερού, η αποδοτικότητα του οδικού δικτύου και των υποδομών, καθώς και η εξάρτηση των κατοίκων τους από τα αυτοκίνητα.

Η αναφορά στην τελευταία και μόνο παράμετρο, είναι αρκετή για να κατανοήσουμε έναν από τους λόγους που οι κυπριακές πόλεις δεν περιλαμβάνονται στη λίστα των βιώσιμων πόλεων. Δεν είναι ωστόσο η μόνη, αφού γενική παραδοχή πολιτών και αρμοδίων, είναι πλέον η ανάγκη προώθησης σημαντικών αλλαγών που να βελτιώνουν το αστικό περιβάλλον των κυπριακών πόλεων και κατά συνέπεια να αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής.  

Στην Κύπρο έχουν γίνει σημαντικά βήματα, σε διάφορα επίπεδα τα τελευταία χρόνια. Η εισαγωγή καλών πρακτικών από το εξωτερικό, η καθιέρωση συστημάτων διαχείρισης των απορριμμάτων, όπως τα πράσινα σημεία και η προσπάθεια δημιουργίας δικτύων διακίνησης χωρίς τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων, είναι παραδείγματα που θα πρέπει να σημειώνονται. Παράλληλα όμως θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ότι η χώρα μας έχει πολλές από τις προϋποθέσεις που χρειάζονται για την ταχεία ενσωμάτωση ευρύτερων «πράσινων» λύσεων.

Όπως συνέβη και σε άλλες χώρες, η προώθηση των λύσεων αυτών προϋποθέτει τον σχεδιασμό και τη στήριξη του κράτους, είτε σε κεντρικό, είτε σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Όπως δείχνει άλλωστε η ευρωπαϊκή εμπειρία, οι χώρες που καταγράφουν τις καλύτερες επιδόσεις στο ζήτημα της πράσινης μετάβασης, είναι εκείνες όπου το κράτος σχεδίασε και υλοποίησε ένα ολοκληρωμένο πλάνο, προωθώντας παράλληλα κίνητρα προς τους πολίτες τους να ενσωματώσουν πράσινες πρακτικές στην καθημερινότητά τους.

Η ανάπτυξη του αστικού ιστού στην Κύπρο χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητες που εξηγούνται μεν ιστορικά, μας έχουν αφήσει δε δύσκολες παρακαταθήκες που θα πρέπει να διαχειριστούμε. Η ευρεία διάδοση των single family homes, παράλληλα με την έλλειψη ενός συνολικού πολεοδομικού σχεδιασμού κατά το παρελθόν, έχουν εντείνει το πρόβλημα του urban sprawl, το οποίο με τη σειρά του έχει σημαντικές επιπτώσεις: Το κυκλοφοριακό, η μεγάλη κατανάλωση ενέργειας για τις μεταφορές, η σπατάλη χρόνου για τη διακίνηση των ανθρώπων, αλλά και η έλλειψη της αίσθησης της συνέχειας της πόλης, αποτελούν στοιχεία που υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής. 

Με αυτό λοιπόν ως δεδομένο, θα πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα από το κράτος, που θα επιτελούν δύο βασικούς στόχους:

Τη διαμόρφωση πράσινων πόλεων.

Την απεξάρτηση των ανθρώπων από τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων. 

Αναφορικά με την επίτευξη του πρώτου στόχου, είναι αναγκαία η εφαρμογή ολοκληρωμένων master plans, που να εισάγουν ουσιαστικές αλλαγές εντός των πόλεων της Κύπρου. Η αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων χώρων και η μετατροπή τους σε χώρους πρασίνου, η δημιουργία περιαστικών και αστικών χώρων πρασίνου, αλλά και πιο ριζικές αλλαγές, όπως η εισαγωγή των πράσινων διαδρομών, ενός δικτύου δηλαδή ήπιας κυκλοφορίας για πεζούς και ποδηλάτες, κατά μήκος του οποίου θα υπάρχει βλάστηση, αποτελούν παρεμβάσεις με άμεσο αντίκτυπο. 

Η πόλη μου, η Λεμεσός αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα της ανάγκης παρεμβάσεων, καθώς διαθέτει μόλις 2 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο. Κατά το παρελθόν έγιναν προσπάθειες με στόχο την αύξηση αυτής της αναλογίας, ορισμένες από τις οποίες ήταν εξαιρετικά πετυχημένες και αγκαλιάστηκαν από τους Λεμεσιανούς, όπως το γραμμικό πάρκο της πόλης. Η απουσία ωστόσο ενός συνολικού σχεδίου τέτοιων διαδρομών, έχει -μεταξύ άλλων- αποκλείσει τους κατοίκους από τη δυνατότητα να διακινούνται πεζοί, απρόσκοπτα στην πόλη.

* Αρχιτέκτονας, μέλος της Πρωτοβουλίας «Για τη Λεμεσό»