ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ των δύο …μονομάχων της …τιτανομαχίας ανταγωνίζονταν σε επαίνους και άλλες υπερβολές, μόλις έληξε η τηλεμαχία -ξαναλέμε τώρα- της περασμένης Πέμπτης:
– Πασιφανώς ήσουν ο νικητής, αρχηγέ!
– Ξεκάθαρα επιβλήθηκες, σύντροφε!
Να ισχύουν και οι δύο διαπιστώσεις, αδύνατον! Όμως με τους παραμορφωτικούς φακούς της …τεχνητής μισαλλοδοξίας, τα αδύνατα γίνονται δυνατά.
Οι πιο βέβαιοι για τη …νίκη τους, προτείνουν για επιβεβαίωση μια γρήγορη δημοσκόπηση.
Πικροχαμογελούν όσοι θυμούνται το πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα:
Πέρασαν οκτώ χρόνια, και -ακόμη- δεν μάθαμε ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να …δημοσκοπηθούν οι συμπατριώτες μας επί της ερωτήσεως:
– Αιτηθήκατε ποτέ -έστω μία φορά- ρουσφέτι;
Και απίστευτο το αποτέλεσμα:
Το 92% των ερωτηθέντων απάντησαν σταθερά:
– Όχι, ποτέ!
Μια κοινωνία που χτυπά νυχθημερόν κομματικές και πολιτειακές πόρτες για -απίστευτης μορφής- ρουσφέτια, αρνείται τη συχνή καταφυγή στους επιτήδειους παράγοντες. Αποκλειομένης της πιθανότητας να μη γνωρίζει τι εστί ρουσφέτι, γιατί δεν παραδέχεται την επιδίωξη και την αποδοχή του; Από ντροπή, ή από (συν)ενοχή;
Δικαιολογημένη η καχυποψία που δημιουργήθηκε στις δημοσκοπήσεις, απόταν όλο και περισσότεροι πολίτες αντιλήφθηκαν ότι αφενός καταγράφουν την πρόθεση της κοινής γνώμης, και αφετέρου χειραγωγούν τη βούληση των αναποφάσιστων.
Στην περίπτωση της δημοσκόπησης για το ρουσφέτι υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος απόκρυψης. Οι ρουσφετο-ωφεληθέντες αρνούνται ότι αιτήθηκαν ρουσφέτι για να μην αποκαλύψουν τους κομματικούς …ρουσφετο-παρόχους.
Έτσι:
Αυθυποβάλλονται ότι δεν συμμετείχαν σε -συνήθως- αντιπαροχικό ρουσφέτι, αδικώντας συμπολίτες τους.