«Φτου, ξελεφτερία» αλαλάζαμε στο παιχνίδι, όταν βγάζαμε κάποιον απ’ την κρυψώνα του. Πού να το φανταζόμασταν πως θα το ξεφωνίζαμε δεκαετίες μετά (να λείπουν παρακαλώ οι αδιακρισίες) όταν μας αμολύσανε από δίμηνη ειρκτή. Που είχε βασιλιά τον τρόμο και παρακοιμώμενους μόνο απορρυπαντικά, αντισηπτικά, άδειες σύντομης απόδρασης, σ’ ένα περιβάλλον φρίκης με μάσκες, γάντια, ουρές ατελείωτες, παρατηρήσεις (πιο κει κυρά μου), μούτρα, τσαντίσματα, διαπληκτισμούς, να λες άσε, καλύτερα στο καταφύγιο. Καπάκι τα σαραντατεσσάρια για μέρες, αέρας «σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά» όπως έλεγε το παλιό εθνικό άσμα, να σου τραβάει το πετσί να στο ξεριζώσει.
Με το πρώτο «λάου λάου» που μας φάνηκε δώρο, αναρωτηθήκαμε: «Τι λέτε ρε παιδιά, λευτεριά με δόσεις;» Αέρα: Λες και ήμασταν στα δοξασμένα βουνά της Αλβανίας. «Χαλαρά» μας συμβούλεψαν μα ούτε σαλονικιώτικο «χαλαρά» με δέκα λάμβδα κι είκοσι ρο μας κρατούσε. Άναψαν τα πιστολάκια στα κομμωτήρια και τα ψαλίδια στα κουρεία, ντου στα σουβλατζίδικα, έφοδος στα μαγαζιά με ρουχαλάκια που ζουν τον απόλυτο εξευτελισμό τους «πάρτε, μισή τιμή» και κάποιοι αγρίεψαν: «Τι θα πει είμαι τρίτος και στο μαγαζί περνάνε μόνο δύο;» Και μύρισε θάλασσα, αχ, ναι! «Ποιος είσαι συ ρε μπάτσε που θα με διώξεις απ’ την παραλία μου; Όχι με πρόστιμο ούτε με χειροπέδες δεν με κουνάς». 
Ανάγκη να ανοίξει η βαλβίδα της χύτρας ταχύτητας να φύγει το στρες που μας τίναξε στον αέρα σαν οντητες, ν’ αναρωτιόμαστε δύο μήνες «ποιος είμαι, πού θα πάω, τι θα γίνω;» Ε, έλα τώρα! Παλιά καραβάνα στους εκούσιους εγκλεισμούς, τι κλαίγεσαι; Τραβάς απ’ την ντουλάπα των καλοκαιρινών αναμνήσεων κάτι μαγικές δεκαετίες που το μονοπάτι στου Ζέφκα (μονοπάτι ναι!) στον Πρωταρά, σε κατέβαζε, μιάμιση ώρα δρόμος ήταν, ανάμεσα από χωριά, στη μαγευτική παραλία με τα ολόγλυκα σύκα της θεόρατης συκιάς (ζει άραγε αυτή ακόμα;), με το λουξ, τα τζιτζίκια, το δροσερό αεράκι, το πρόχειρο φαγητό από το σπίτι, το τρελό κολύμπι ως το νησάκι κι ύστερα το γλυκό του κουταλιού, με τον πικρό καφέ, το βιβλίο, το κουβεντολόι. Το τροχόσπιτο καταφύγιο για το βράδυ κι όταν έρθει η ώρα μάζεμα τα ρούχα, πλύσιμο τα πιάτα, όμορφα, απλά, καθαρά, γαλήνια να στοιβάζεις στο είναι σου δύναμη για τη βδομάδα σου. Τώρα, πώς ν’ αντέξεις χωρίς τη δόση σου από καυσαέρια, φασαρία; Όρμα έξω να πειστείς πως είσαι ζωντανός, τρομάρα σου. Ζούσες έγκλειστος; Σιγά! Ζωή θα πει διαδοχή της μέρας και της νύχτας, της συννεφιάς και της λιακάδας, της γαλήνης και της τρικυμίας και να τα ζεις. Τι είδες, απ’ αυτά, να εναλλάσσονται δυο μήνες μέσα στα τείχη, τι έζησες; Τώρα να ’μαστε πάλι απ’ έξω. Κοινωνική απομόνωση, ο εχθρός είναι ο απέναντί σου. Προβληματική η ζωή στο υποχρεωτικό μέσα, θάνατος με δόσεις κι υποσυνείδητοι συμβιβασμοί: «Φτάνει που είμαστε ζωντανοί». Για την ώρα πες ένα «δόξα τω Θεώ» τη σκαπουλάραμε, μη ζητάς ασφάλειες και αύριο. Σήμερα! Αυτό είναι.
Τώρα, πάει τελείωσε. «Χαλαρά», λοιπόν, όσο το αντέχεις. Μάζευε κουράγια. Σου τρίζουν τα δόντια οι μετεωρολόγοι, έρχεται καλοκαίρι μακρύ και ζεματιστό, χωρίς την ανθρώπινη παρουσία όπως την ξέραμε. Μακριά και ανάρια. Όλα από απόσταση. «Χαλλλαρρρά» λέμε, δεν ακούς; «Πάμε προς την κανονικότητα» λένε οι  βιολόγοι και σου τάζουν ένα χειμώνα με τον ιό να ξεμπουκάρει, εξαγριωμένος που δεν μπόρεσε να εξολοθρεύσει πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες παρεπιδημούντες (όνομα και πράμα!) στον πλανήτη. 
«Φτου ξελεφτερία» λοιπόν, όπως πάει, όσο πάει, έστω και μ’ εκείνο το «με τις απαραίτητες προφυλάξεις» που σου βγάζει τη γλώσσα όπου σταθείς. Έστω! Άμα πια! Δεν θα πάμε και πριν την ώρα μας!