«Χωρίς έλεγχο στον γιατρό και την ιατρική πράξη, όχι μόνο το ΓεΣΥ, αλλά κανένα σύστημα υγείας δεν μπορεί να λειτουργήσει», λέει στον «Φ» ο βετεράνος καρδιολόγος Λάκης Αναστασιάδης. Ένας από τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν για την εφαρμογή του συστήματος. Ο γιατρός που για 55 χρόνια, εργάστηκε σε διάφορα συστήματα υγείας σε Κύπρο και εξωτερικό υπογραμμίζει ότι τα δύο πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το ΓεΣΥ, είναι ο ελλιπής έλεγχος και η συμπεριφορά προσωπικών γιατρών οι οποίοι «έκαναν συνήθεια την άσκηση της ιατρικής δια τηλεφώνου».

Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την εφαρμογή του ΓεΣΥ και ο καρδιολόγος κ. Αναστασιάδης τονίζει την ανάγκη για σωστή συνεργασία μεταξύ Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου και ΟΑΥ ενώ χαρακτηρίζει επιβεβλημένη την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας διαχειρίζεται το σύστημα και λαμβάνει αποφάσεις: «Δυστυχώς, κάποιες από τις αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα δικαιώνουν αυτούς που πριν την εφαρμογή του ΓεΣΥ δήλωναν πως το σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αφού διοικείται από άσχετους», σημειώνει.

«Το ΓεΣΥ, ήταν μια κοινωνική αναγκαιότητα και είναι μια τεράστια κοινωνική κατάκτηση. Μετά από δεκαετίες συζητήσεων κατορθώσαμε να το κάνουμε πραγματικότητα το 2019. Ως απλός γιατρός, δεν μπορώ να μιλήσω για συστήματα υγείας. Ούτε μπορώ να συγκρίνω το ΓεΣΥ με τα
συστήματα υγείας άλλων χωρών. Η κάθε χώρα επιλέγει το δικό της σύστημα και κανένα σύστημα στον κόσμο δεν είναι το ίδιο με κάποιο άλλο. Όταν ακόμα πολλοί έβαζαν προσκόμματα στην εφαρμογή του ΓεΣΥ, λίγοι γιατροί βγήκαμε ανοικτά και πήγαμε κόντρα στην ηγεσία του Παγκυπρίου Ιατρικού Συλλόγου. Γνωρίζαμε ότι η ηγεσία μας τη δεδομένη ιστορική στιγμή βρισκόταν σε λάθος θέση.

Γνωρίζαμε ότι θα προκύψουν προβλήματα και στρεβλώσεις στη συνέχεια, αλλά το σημαντικό, ήταν να ξεκινήσουμε και μετά να αρχίσουμε σιγά σιγά να επιλύουμε τα προβλήματα».
Δυστυχώς, είπε, «τα τελευταία δύο χρόνια βλέπουμε να λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες από μόνες τους δημιουργούν επιπρόσθετα προβλήματα στο ΓεΣΥ και δικαιώνουν αυτούς που ήταν ενάντια στην εφαρμογή του συστήματος. Ο ΟΑΥ και οι τεχνοκράτες του δεν μπορούν να μας διαψεύδουν για την εμπιστοσύνη που επιδείξαμε σε αυτούς. Επειδή εγώ είμαι από εκείνους που εννοούν την φράση «τα δημόσια νοσοκομεία είναι η ραχοκοκαλιά του ΓεΣΥ», επεκτείνω τη σκέψη μου και λέω ότι και ο ΟΚΥπΥ φέρει τεράστια ευθύνη για τη συνεχιζόμενη ακαταστασία που επικρατεί στα δημόσια νοσηλευτήρια».

Όσον αφορά τη λειτουργία του ΓεΣΥ, «πιστεύω ότι ήρθε η ώρα πια να αντιμετωπιστούν δύο σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο είναι η παντελής έλλειψη ελέγχου των γιατρών και της ιατρικής τους πράξης. Το δεύτερο αφορά τη συμπεριφορά και την επάρκεια των πλείστων προσωπικών γιατρών. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας στην πανδημία του Covid-19, δόθηκε στους γιατρούς αυτούς το δικαίωμα να ασκούν ιατρική από το τηλέφωνο. Αυτό έγινε συνήθεια έκτοτε, και δυστυχώς, πολλοί προσωπικοί γιατροί, συνεχίζουν και σήμερα να ασκούν την ιατρική δια τηλεφώνου. Αυτό είναι καταστροφικό, είναι ανεύθυνο, αυτή δεν είναι ιατρική και πρέπει να σταματήσει.

Μετατράπηκε ο γιατρός σε τηλεφωνητή και ειδήμων στο να συνταγογραφεί, να παραπέμπει για αναλύσεις και ακτινολογικές διαγνωστικές εξετάσεις, να παραπέμπει σε ειδικούς γιατρούς, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει τον ασθενή, να κάνει τη δική του αξιολόγηση και διάγνωση και μετά, με εμπεριστατωμένη έκθεση, να παραπέμψει τον ασθενή στον ειδικό γιατρό για να ζητήσει την βοήθεια του. Δυστυχώς και το λογισμικό του ΓεΣΥ επιτρέπει αυτήν την ασυδοσία και ανευθυνότητα αφού δεν προέβλεψε να βάζει φρένο και να καθοδηγεί τον γιατρό στην σωστή πορεία της ιατρικής πράξης».

«Πρέπει να πούμε ότι ο ΟΑΥ, προτίμησε τον λογιστικό έλεγχο των γιατρών, επιβάλλοντας περιοριστικούς ελέγχους. Κατέληξε να επιβάλλει quota στους γιατρούς επεμβαίνοντας στην εξάσκηση της επιστημονικά σωστής ιατρικής. Ο καρδιολόγος για παράδειγμα, δεν ελέγχεται αν σωστά αποφάσισε να υποβάλει τον ασθενή του σε δοκιμασία κόπωσης, αλλά ελέγχεται με τον αριθμό των δοκιμασιών κόπωσης που έχει κάνει. Οφείλει να μην ξεπερνά το quota του μήνα! Αν είναι δυνατό», επισημαίνει ο δρ Αναστασιάδης.

Οι γιατροί είναι ο κεντρικός άξονας γι’ αυτό και επιβάλλεται ο έλεγχος

«Πρέπει να αρχίσει να δίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στην άσκηση ελέγχου στον γιατρό και στην ιατρική πράξη. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον ανεπτυγμένο ιατρικά κόσμο που να μην ελέγχεται ο κάθε γιατρός από μια επιστημονική, ακαδημαϊκή ή εθνική Αρχή, τόσο για τη συνεχή επιμόρφωση και διαπίστευση του, όσο και την καθημερινή ιατρική του πράξη και συμπεριφορά. Ένα απλό παράδειγμα, που προκύπτει από τη μη άσκηση ελέγχου στην ιατρική πράξη είναι η υπερσυνταγογράφηση φαρμάκων και κυρίως αντιβιοτικών.

Δεν είναι τυχαίο που στις ευρωπαϊκές στατιστικές η Κύπρος είναι στις πρώτες θέσεις για υπερσυνταγογράφηση των αντιβιοτικών. Το ίδιο και με τις παραπομπές σε ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις ή και αναλύσεις. Ο μη καταρτισμένος και ελλειμματικά πληροφορημένος γιατρός δεν μπορεί να κρίνει και να πράξει σωστά. Εάν υπήρχε μια αρμόδια Αρχή, ένα επιστημονικό σώμα θα μπορούσε να ελέγξει τον γιατρό, ο οποίος πρέπει να δικαιολογήσει επιστημονικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες διεθνείς προδιαγραφές την κάθε απόφαση και πράξη του. Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να αξιολογηθεί και το ήθος και η συμπεριφορά του προς τον ασθενή.
Στην Αμερική, πριν από 50 χρόνια, υπήρχε ήδη ο κλινικός έλεγχος και η αξιολόγηση της καθημερινής ιατρικής πράξης του γιατρού. Ακολούθησε και η Ευρώπη, με οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς όλα τα κράτη- μέλη. Ο κάθε γιατρός μαθαίνει να αυτοελέγχεται, αφού γνωρίζει ότι κάποια στιγμή άλλοι συνάδελφοι του θα το ελέγξουν. Αυτός είναι ο τρόπος περιορισμού της άγνοιας, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην ασυδοσία και τις καταχρήσεις. Στην Κύπρο πότε θα συγκινηθούν ο ΠΙΣ και οι επιστημονικές του εταιρείες, το υπουργείο Υγείας, ο ΟΑΥ, ο ΟΚΥπΥ, ώστε, επιτέλους, να βαδίσει και η Κύπρος τον σωστό δρόμο της σύγχρονης ιατρικής και αναβαθμισμένης ιατρικής φροντίδας του Κύπριου ασθενή;»
Ο δρ Αναστασιάδης προειδοποιεί: «Οι γιατροί δεν είναι θεοί, είναι άνθρωποι και όπως ελέγχονται όλοι οι επαγγελματίες, πρέπει να ελέγχονται και οι γιατροί. Εάν δεν υπάρξει έλεγχος, το ΓεΣΥ θα παραπαίει και ίσως καταστραφεί. Όχι εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων, γιατί χρήματα υπάρχουν, αλλά εξαιτίας των καταχρήσεων, της άγνοιας, της ασυδοσίας που οδηγούν σε κακής ποιότητας υπηρεσίες υγείας. Έλεγχος επιβάλλεται σε όλους τους επαγγελματίες, έτσι πρέπει να γίνει και με όλους τους λειτουργούς της υγείας, με πρώτους τους γιατρούς.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Τέσσερα χρόνια ΓεΣΥ

Σήμερα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την ημέρα εφαρμογής του ΓεΣΥ. Ήρθε η ώρα να δούμε όλοι τις στρεβλώσεις που υπάρχουν, να διορθώσουμε τις διάφορες αποφάσεις που εφαρμόστηκαν το προηγούμενο διάστημα, να βοηθήσουμε το ΓεΣΥ να μας δώσει τις υπηρεσίες που χρειαζόμαστε. Οι στρεβλώσεις αυτές, σε κάποιο βαθμό οφείλονται στην πολεμική που είχε αναπτυχθεί τα χρόνια πριν την εφαρμογή του συστήματος αφού ο ΟΑΥ υποχρεώθηκε σε υποχωρήσεις τις οποίες στη συνέχεια προσπάθησε να καλύψει με αποφάσεις οι οποίες δεν ήταν πάντα και οι πιο ορθές.
Θα αναφερθώ στον εαυτό μου. Σε διάστημα έξι μηνών χρειάστηκε να υποβληθώ σε δύο μικροεπεμβάσεις το κόστος των οποίων ήταν €1.100 εκάστη. Εάν δεν υπήρχε το ΓεΣΥ, δύσκολα θα τα κατάφερνα ή θα το έσπρωχνα παρακάτω, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για την υγεία μου. Σκέψου να χρειαζόμουν κάτι πιο σοβαρό και ακριβότερο.