B
 
Τα αγωνιώδη ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης και της επελαύνουσας πανδημίας, είναι συγχρόνως και ερωτήματα εξόχως υπαρξιακά. Έχουν, λοιπόν, μια διάσταση που ευθέως συναντάται με όσα η υπαρξιακή Φιλοσοφία μας υπέδειξε πρό πολλού. Μ’ αυτά που ανέδειξαν ή με όσα αναμετρήθηκαν οι φιλόσοφοι του υπαρξισμού, από την εποχή του Κίρκεγκωρ, ήδη από το μέσο του 19ου αιώνος, επιλέγοντας ως πρότερον την ύπαρξη αντὶ της ουσίας. Ὄχι το τί εστίν, αλλά το ότι, το γεγονός ότι τα ὄντα υπάρχουν. Υποδεικνύοντας συγχρόνως πως ο άνθρωπος είναι μια μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Αυτά ο Κίρκεγκωρ. Κι ακόμα πως ο καθένας αναμετριέται ή συναντάται με τον ἑαυτό του, επιλέγοντας τον τρόπο του βίου του. Τον δικό του τρόπο υπάρξεως. Θέμα που συνάπτεται με την υπαρκτική ελευθερία. Κι επιπλέον, πως ο καθένας βιώνει και τον δικό του θάνατο, κατά τρόπο μοναδικό.
 
Όσα μας προέκυψαν και πάλιν στον τόπο της ιστορίας συνάπτονται ευθέως με εκείνες τις οριακὲς καταστάσεις που μας τις δίδαξε ο Γιάσπερς. Είναι μαζὶ με αυτά και η επιλογή ανάμεσα στό Είναι και το Μηδὲν, όπως το εβίωσε και περιέγραψε ο Σάρτρ, εν αγωνίᾳ. Αλλά για την αγωνία μας μίλησε ενωρίτερα και ο Κίρκεγκωρ. Γιατί στον τόπο του μηδενός ενοικεί ο τρόμος και η απελπισία και ο φόβος. Πάντοτε.
 
Ο άνθρωπος της Δύσεως, όπως τον περιέγραψε όλη η Δυτική Φιλοσοφία, που έφτασε στά αδιέξοδα της εδώ και δύο και πλέον αιώνες, με τον Εγελιανισμό, την απολυτοποίηση του νοείν και του συνακόλουθου συστήματος ανελευθερίας υπό το οποίον τελεί, βιώνει επωδύνως την εμπειρία του ναυαγίου εις το μέσον του μηδενός. Τελεί μονίμως εν κρίσει. Κρίσις, λοιπόν, και αγωνία, και φόβος, έννοιες που ανέδειξαν οι φιλόσοφοι του νεότερου υπαρξισμού, επιχειρούντες να διασώσουν τον άνθρωπο. Τον καραρρεόντα και αμήχανο εν πολλοίς, μέσα σε μια πρωτοφανή αλλοτρίωση και αποξένωση.
 
Παρόλα αυτά, εις το μέσον όλης αυτής της κρίσεως, προβάλλει και πάλι η δυναμική της ελπίδος και ένας νεοφανὴς ανθρωπισμός που τον ανέδειξε ο Καμύ, και μαζὶ οι άλλοι Γάλλοι εκφραστές του Προσωπισμού, όπως ο Μαρσὲλ  και  οι άλλοι φιλόσοφοι που συναντήθηκαν φιλοσοφικώς με τη θεματική της μοναδικότητος του ανθρωπίνου προσώπου, ως κοινωνούντος εν τω κόσμω. Ως τελούντος σε μία σχέση αναφοράς προς τον Θεό και πρός τοὺς ανθρώπους.
 
Έτσι επανέρχονται για τον άνθρωπο του σύγχρονου τρόμου ερωτήματα περί ελευθερίας και σωτηρίας, ζωής και θανάτου, σκότους και φωτός, αληθείας και πλάνης, όλα όσα εν πολλοίς έθεσαν εν απογνώσει οι φιλόσοφοι του υπαρξισμού, που βίωσαν σπαρακτικώς τα αδιέξοδα της ὀρθολογίζουσας Δύσεως και όσα αυτή οδήγησε. 
 
Θα μπορούσαμε εδώ να σταθούμε στην απεγνωσμένη κραυγή του Νίτσε για τον Θάνατο του Θεού. Του Θεού της λογοκρατούμενης Δύσεως. Ενός πολιτισμού,  που συνέτριψε τις ψυχὲς των ανθρώπων. Κι εκείνο του Σαρτρ για τον άλλο, ὄχι ως τον αδελφό μας, αλλά ως την κόλασή μας. Μ’ αυτά τα εφιαλτικά ζει η Ευρώπη, σε αντίθεση με το φως της καθ ’ ημάς Ανατολής.
 
Θα ἤθελα, λοιπόν, σχολιάζοντας τα της υπάρξεως και τα αδιέξοδά της, τον τρόμο και τον πανικό της και την αγωνία της, να πω πως οι αποκρίσεις σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα του αμήχανου ανθρώπου της Δύσεως είναι ενώπιόν μας πρό πολλού. Με μια διαύγεια και καθαρότητα, λάμπουσα. Πως τις ακουμπάμε και τις αγγίζουμε, τις ψηλαφούμε, αδυνατούντες να τις αντιληφθούμε ως άπιστοι εν πολλοίς και ὀλιγόπιστοι εν τῷ κόσμῳ. Είναι οι αποκρίσεις της καθ’ ημάς Ανατολής, ο λόγος των Πατέρων, το Ορθόδοξον φρόνημα. Ως τρόπος πρωτίστως και αλήθεια ζωής.  
 
Όχι η απεγνωσμένη προσπάθεια διάρρηξις του πέπλου του ορίζοντος του  Περιέχοντος, αλλά η άφεσή μας στην αγκάλη του Κυρίου. Να αφήσουμε μία ρωγμή, προκειμένου να εισέλθει το φως, όπως μας υπέδειξαν οι άγιοι Γέροντές μας. Κατά το «Ἐγὼ ειμί το φως του Κόσμου»: «Πάλιν ουν αυτοίς ο Ιησούς ελάλησε λέγων· εγώ ειμι το φώς του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσῃ εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής.» (Ιω. 8-12). Μαζί με το άλλο: «ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωὴν αιώνιον» από το Ευαγγέλιον του Ιωάννου. (Ιω. 3, 36) ή το «είπεν αυτῇ ο Ιησούς· εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. 26 ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνῃ, ζήσεται·» (Ιω. 11, 25).
 
Όλα τα λεγόμενα υπαρξιακά αδιέξοδα, τα οποία επέτεινε η κρίση αυτών των ημερών που διάγουμε, είναι αδιέξοδα τα οποία βιώνουμε υπάρχοντας ως εξόριστοι εν τω κόσμω. Είναι τα αδιέξοδα τα οποία ανέδειξε ο πολιτισμός της Δύσεως. Είναι, όμως, προβλήματα, στα οποία απεκρίθη το Βυζάντιο και η φιλοσοφία του και η σκέψη των Πατέρων και ο Νεοελληνικός τρόπος με σαφήνεια και ευκρίνεια.
Γι’ αυτό στην φρίκη υπό την οποίαν τελούμε, έρχεται ως λόγος παραμυθίας και παρακλήσεως η απόκριση της καθ’ ημάς Ανατολής. Έτσι όλα τα άγρια υπαρκτικά αδιέξοδα, προβάλλουν εν τέλει ως ψευδοπροβλήματα.
 
Η κρίσις λοιπόν, στον τόπο της ιστορίας παραπέμπει ευθέως στον υπαρξιακό άνθρωπο, οδηγεί στον τόπο της εσωτερικότητος, συνιστά την αφετηρία της πορείας μας πρός τον τόπο της υπάρξεως, στον τρόπο του υπάρχειν. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να προσλαμβάνουμε όσα βιώνουμε εσχάτως, βιώνοντας τον τόπο του τρόμου σε τόπο γνωρισμού και κατά τούτο αναπαύσεως και γαλήνης, εξορίζοντας τα της αγωνίας και του θανάτου και του μηδενός από τη ζωή μας και εισερχόμενοι στον τόπο του φωτός.
 
Όλη αυτή η βαθύτατη κρίσις έρχεται εντέλει να μας οδηγήσει και στον τόπο της λησμονημένης Μεταφυσικής, με τα ερώτημα περί του Θεού και της ελευθερίας, ή και στον τόπο μιας Ηθικής προβληματικής, καθὼς επιβάλλεται η αναθεώρηση του τρόπου βίου και του όλου συστήματος και του οικοδομήματος των αξιών, με τις οποίες συνηθίσαμε να ζούμε.